ΚΑΥΣΗ (2016)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στράτος Τζίτζης
- ΚΑΣΤ: Νίκος Γεωργάκης, Γωγώ Μπρέμπου, Γιώργος Χρανιώτης, Ιωάννα Μαυρέα, Βασιλική Τρουφάκου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 70'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Ένα σπίτι, πέντε άνθρωποι, μια ανοιχτή κάσα. Πώς θα κηδέψουν τον μακαρίτη; Η μυρωδιά της σήψης τούς αγριεύει, η θερμοκρασία της εποχής τούς ανάβει και το έξω είναι ακόμη πιο ταραγμένο.
Από νωρίς, καθώς παρακολουθούσα τη νέα ταινία του Στράτου Τζίτζη, σκεφτόμουν πως ένας εναλλακτικός τίτλος της θα μπορούσε να είναι το… «Όλη ‘Η Μεγάλη Ανατριχίλα’ σε Μία Ώρα»! Όχι ότι μπορεί να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο, φυσικά. Το αριστουργηματικό φιλμ του Λόρενς Κάσνταν, από το 1983, παραμένει όχι μονάχα ό,τι πιο ουσιαστικό σε κριτική επί της οθόνης είδε ποτέ η επαναστατική, φοιτητική γενιά των τελών της δεκαετίας του ’60 στις ΗΠΑ, αλλά και ό,τι πιο θαρραλέο πάνω σε αυτό το θέμα για το παγκόσμιο σινεμά. Ο Κάσνταν είχε και συγκεκριμένο στόχο και, πάνω απ’ όλα, το σενάριο για να το υποστηρίξει. Ο Τζίτζης, από την άλλη, γενικεύει πολύ τον στόχο του και, ακόμη πιο κρίσιμα, δεν κατέχει σε τέτοιον βαθμό την τέχνη της γραφής.
Από τη βασική πλοκή τής «Μεγάλης Ανατριχίλας», λοιπόν, κρατάμε το σπίτι, την γκόμενα (ακόμη και εμφανισιακά παρόμοια ως παρουσία…), το ξεκαθάρισμα στην επικοινωνία των ανθρώπων του μακαρίτη (ο οποίος δεν συμ-πρωταγωνιστεί ποτέ), που εδώ δεν έχει ταφεί αλλά περιμένει την «ετυμηγορία» της πλειοψηφίας για το αν θα του γίνει κανονική κηδεία ή θα «φύγει» με αποτέφρωση. Σχεδόν ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται σε μια τραπεζαρία, τηρώντας μια οικονομία άποψης στα πλάνα και επικεντρώνοντας επάνω στις σχέσεις των χαρακτήρων. Πλην της αδελφής του, τα υπόλοιπα πρόσωπα αφήνουν κάποιες ασάφειες ως προς την ταυτότητά τους, δεν δένουν απαραίτητα σε ένα κοινό σύνολο συνύπαρξης που να δικαιολογεί την τόσο πολύωρη (αφηγηματικά) παρουσία τους στο σπίτι, αλλά, τουλάχιστον, έχουν κάτι να πουν. Και η φυσικότητα αυτού του διαλόγου είναι που δεν οδηγεί την «Καύση» στην πλήρη αποτυχία.
Αναμφισβήτητα, το όλο στήσιμο «θεατρίζει» (έχει προηγηθεί πριν από τρία χρόνια το ανέβασμά του και στη σκηνή), αφού ο Τζίτζης δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται για ένα είδος «παιχνιδιού» με τον χώρο τού διαμερίσματος, σε πλανοθεσία και κινήσεις. Δεν υπάρχει κάποιο εύρημα στη ματιά, μια πιο σκληρή «κόντρα» του φακού σε κοντινά με το καστ, κάποιο «τρικ» (με τη συμμετοχή του νεκρού, για παράδειγμα), μια απόπειρα «τιθάσευσης» αυτών των περιορισμένων τετραγωνικών μέτρων, πέραν ενός πλησιάσματος στο σπάσιμο του «τέταρτου τοίχου», με τις αντίστοιχες, εξομολογητικές σκηνές των πέντε ηρώων που μαρτυρούν μια μοναξιά εγωκεντρική περισσότερο, παρά επεξηγούν ή καλύπτουν κενά της δραματουργίας.
Όταν η «Καύση» πάει να ξανοιχτεί λίγο πιο βαθιά σε κοινωνικά ζητήματα του σήμερα (αφού ήδη έχουμε αντιληφθεί ότι οι προθέσεις δεν οδηγούν σε αυτο-κριτική μιας συγκεκριμένης γενιάς ανθρώπων που βιώνει τη σχετική… «Ανατριχίλα»), ο Τζίτζης υψώνει τους τόνους σε διαλόγους που δεν οδηγούν πουθενά, μπουρδουκλώνει την πολιτική σε συγκρούσεις αναρχισμού, βολέματος και Πίστης, διαφεύγοντας από την αμηχανία του φινάλε, που δεν κλείνει κανέναν λογαριασμό. Απλά, δηλώνει μια απουσία στάσης, τοποθέτησης και επιλογής. Κι ας τον θάβουν τον νεκρό στο τέλος… (Ποιον νεκρό, όμως;)