FreeCinema

Follow us

JOHN WICK: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (2019)

(JOHN WICK: CHAPTER 3 - PARABELLUM)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαντ Σταχέλσκι
  • ΚΑΣΤ: Κιάνου Ριβς, Ίαν ΜακΣέιν, Λόρενς Φίσμπερν, Μαρκ Ντακάσκος, Έιζια Κέιτ Ντίλον, Χάλι Μπέρι, Λανς Ρέντικ, Αντζέλικα Χιούστον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 130'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Ο Τζον Γουίκ έχει εξοστρακιστεί από το εγκληματικό συνδικάτο της «Αγίας Τράπεζας» και έχει διορία μόλις μίας ώρας για να προστατεύσει το τομάρι του μέσα στην εντελώς αφιλόξενη και γεμάτη παράνομους και πληρωμένους εκτελεστές Νέα Υόρκη. Πριν καν περάσει αυτή η ώρα, βρίσκεται επικηρυγμένος για 14.000.000 δολάρια! Και η τιμή θα ανεβαίνει…

Στο ξεκίνημα του δεύτερου κεφαλαίου του «John Wick» μπορούσες να παρατηρήσεις να παίζει ένα πλάνο από βωβή ταινία του Μπάστερ Κίτον (το «Sherlock Jr.» του 1924) στην πρόσοψη κτηρίου της Νέας Υόρκης. Αν και το sequel του 2017 ήταν πολύ πιο ομιλητικό από το πρώτο φιλμ του 2014, βρήκα το «σχόλιο» αρκετά εμπνευσμένο, λες και τούτο το franchise θα μπορούσε να μην έχει… ίχνος διαλόγου! Οι συνεχείς καταδιώξεις και η δράση (ειδικά στο πρώτο «John Wick») δεν βασίζονταν σε λόγια και ατάκες, με τη σωματική βία και τις πολεμικές τέχνες να πρωτοστατούν χαρακτηριστικά. Παραδόξως, το έργο θα μπορούσε να λειτουργήσει (ακόμη κι) έτσι! Και σε μεγάλο βαθμό, το «John Wick: Κεφάλαιο 3» είναι συνεπές σε αυτή την επιλογή από την πρώτη κιόλας στιγμή, που βρίσκει τον ομώνυμο ήρωα να τρέχει μαζί με τον… ανώνυμο σκύλο του στους βροχερούς δρόμους της πόλης, αναζητώντας τη φυγή από κάθε ανθρώπινη ψυχή που θα μπορούσε να σχετίζεται με το συνδικάτο της «Αγίας Τράπεζας». Κάθε εθνικότητας παράνομοι και εγκληματίες, μέχρι και κάποιοι homeless (!) οι οποίοι δουλεύουν για λογαριασμό του «Βασιλιά του Μπάουερι» (Λόρενς Φίσμπερν), παρακολουθούν το κάθε βήμα τού Γουίκ και περιμένουν να λάβουν το μήνυμα της λήξης της διορίας που τον «προστατεύει», με τιμή εκκίνησης για το τομάρι του τα διόλου ευκαταφρόνητα 14.000.000 δολάρια. Το κυνήγι γίνεται κατανοητό και χωρίς λόγια. Και, προφανώς, πρόκειται να αγριέψει πολύ…

Το σενάριο είναι υποτυπώδες και πατάει με ακρίβεια πάνω σε ό,τι γνωρίσαμε από τα προηγούμενα κεφάλαια της ιστορίας. Το ζητούμενο, απλά, είναι ο σεβασμός σε κανόνες και κώδικες του οργανωμένου εγκλήματος. Το παραμικρό παραστράτημα τιμωρείται. Μέχρι θανάτου. Ο Γουίκ έχει εξασφαλίσει έναν εξοστρακισμό και μια ελάχιστη πολυτέλεια χρόνου μέχρι να βγει η επίσημη είδηση της επικήρυξής του στους δρόμους. Κάθε παλιός του φίλος ή συνεργάτης μπορεί σε λίγη ώρα να μετατραπεί σε κεφαλοκυνηγό για τόσα εκατομμύρια δολάρια, όχι μονάχα για το κέρδος αλλά και επειδή έτσι δηλώνει την Πίστη του στο σύστημα που τον «τρέφει» και τον κρατά ζωντανό. Ακόμη και ο γιατρός που θα κάνει μερικά ράμματα στις πληγές του, στην αρχή του έργου, θα του ζητήσει να τον πυροβολήσει «εκ του ασφαλούς» για να μην τον αμφισβητήσει κανένας από την «Αγία Τράπεζα»!

Με προθέσεις να ανέβει κλίμακα σε σχέση με τα προηγούμενα κεφάλαια, το τρίτο «John Wick» προσθέτει μια νέα φουρνιά από χαρακτήρες που μάλλον θα παίξουν ρόλο και στο μέλλον, αν ζουν μέχρι τα end credits, όμως. Με άλλα λόγια, το «upgrade» γίνεται με σοβαρότητα και τιμιότητα, με μία τακτική που θυμίζει τους χειρισμούς του studio της Universal απέναντι στο franchise των «Fast & Furious». Το πράγμα μεγαλώνει, περισσότεροι stars προστίθενται και τα πτώματα πέφτουν αιμόφυρτα λες και τα αδειάζει φορτηγό! Ναι, οι σφαγές, τα πετσοκόμματα και το πιστολίδι ξεπερνούν το body count και των δύο προηγούμενων ταινιών μαζί, με την αγριότητα στη βία να μην χαρίζεται (χαρακτηριστικό δείγμα το κοντινό πλάνο του μπηξίματος μαχαιριού σε μάτι). Και όπως μας κλείνει το μάτι ο υπότιτλος («Parabellum») τούτου εδώ, φέτος βρισκόμαστε απλά μάρτυρες μιας προετοιμασίας για πόλεμο, που θα εκτονωθεί με κάτι σαφώς πιο θανάσιμο στο επόμενο κεφάλαιο (το φινάλε αφήνει ξεκάθαρα το υπονοούμενο της ύπαρξης sequel).

Τι άλλο θα μπορούσε να είναι το franchise του «John Wick» εκτός από μία… βωβή ταινία; Ένα εξαιρετικό comic. Από το πρώτο φιλμ, άλλωστε, η στατικότητα στα πλάνα χορογραφημένης πάλης μπορούσε κάλλιστα να μοιάσει με τις ακίνητες βινιέτες μερικών καλοσχεδιασμένων σελίδων χαρτιού, κάτι που αποτελεί και την πιο τίμια επιλογή του Τσαντ Σταχέλσκι στη σκηνοθεσία. Δεν την τηρεί με απόλυτη συνέπεια σε αυτό το τρίτο κεφάλαιο, αλλά διατηρεί το focus του στις κινήσεις των σωμάτων, δίχως να επιδιώκει να ακολουθήσει τα βήματα των ηρώων του με επιδειξιομανή κόλπα (ακόμη και το μοντάζ δεν επεμβαίνει με «in your face» αδιάκοπα cuts). Αισθητική και ματιά παραπέμπουν (με επιτυχία) σε κομιξάδικα αντι-ρεαλιστικούς τόνους, με τον χαρακτήρα του Γουίκ να μετατρέπεται σε ένα είδος εκδικητικής «υπερδύναμης» που αγγίζει με παραδοξότητα (και) τη θρησκευτική συμβολοποιία. Ξέρουμε πως ο Γουίκ είναι ανίκητος. Διαφορετικά, γκρεμίζεται όλος ο μύθος. Όπως είχα γράψει κάποτε και για τον ανώνυμο driver του Ράιαν Γκόσλινγκ στο «Drive», ο Γουίκ ανήκει στην αιωνιότητα, όχι στον δικό μας κόσμο.

Θα θέλαμε να δούμε τούτο το franchise να αποκτά ένα σενάριο… βαθύτερων νοημάτων; Να ερμηνεύεται από έναν λιγότερο… μονολιθικό υποκριτικά ηθοποιό απ’ ό,τι ο Κιάνου Ριβς; Θα αγαπούσαμε τις ταινίες «John Wick» περισσότερο έτσι; Το αποκλείω. Όσο «άνευ λόγου» (για ένα αμάξι και ένα σκυλί!) ξεκίνησε όλος αυτός ο φιλμικός μύθος του Γουίκ, άλλο τόσο… αφελώς ψυχαγωγική θέλουμε να παραμείνει και η συνέχειά του. Έτσι φτιάχτηκε αυτός ο ήρωας. Και κάθε επόμενη φορά τον συνηθίζουμε για τις «ατέλειές» του, όλο και περισσότερο. Και, ευτυχώς, το τρίτο του κεφάλαιο είναι σίγουρα και το καλύτερό του μέχρι στιγμής. Θα τον περιμένω να (εξ)αφανίσει κάθε ανθρώπινη ύπαρξη από τον χάρτη της Νέας Υόρκης (έστω). Μπορεί.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Δεν μιλάμε για «αρπαχτή», το τρίτο «John Wick» εξελίσσει τη μυθολογία τού ήρωα και ανεβαίνει σκαλί ποιοτικά, αφήνοντας μεγάλες προσδοκίες για το επόμενο κεφάλαιο. Θα ήταν σωστό να έχετε δει τα προηγούμενα φιλμ, για να κατανοήσετε ευκολότερα για τι πράγμα και «κώδικες τιμής» μιλάνε όλοι αυτοί οι χαρακτήρες, αλλά δεν είναι ότι θα σας περάσουν κι από εξετάσεις ώστε να απολαύσετε το όλο θέαμα. Καθαρόαιμη περιπέτεια βίας είναι, με στιλιζάρισμα στις σεκάνς πολεμικών τεχνών που θυμίζει από τα χρόνια του Μπρους Λι μέχρι και το «Oldboy». Στα multiplex θα γίνει γλέντι. Αλλά και συνολικά, το έργο προσφέρει ένα χορταστικότατο δίωρο για ενήλικες που μπορούν να σεβαστούν και ταινία αυτού του είδους, αναγνωρίζοντας τη χρησιμότητα του κάθε genre. Το κομμάτι της Καζαμπλάνκα με τη Χάλι Μπέρι κάπου κάνει «κοιλιά» και έχει κάτι «ανεξήγητα» (θα μείνουν κάποιες απορίες για τον αριθμό των σκυλιών που διαθέτει), αλλά η συνολικά θετική εντύπωση δεν βλάπτεται.


MORE REVIEWS

ΑΜΠΙΓΚΕΪΛ

Ασύνδετη ομάδα παρανόμων απάγει ανήλικη μπαλαρίνα, με τη φήμη ότι πρόκειται για την κόρη ζάμπλουτου ο οποίος θα δώσει ασυζητητί το τεράστιο ποσό των λύτρων που θα του ζητηθεί. Η μικρή Άμπιγκεϊλ, όμως, δεν είναι ένα κοινό, απροστάτευτο κοριτσάκι…

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον, η Αμερική σπαράσσεται από τον διχασμό ενός Εμφυλίου που έχει μετατρέψει τη χώρα σε αληθινή ζώνη πολέμου. Καθώς μία ισχυρή φατρία ανταρτών κατευθύνεται προς τον Λευκό Οίκο για να σκοτώσει τον Πρόεδρο, μία φωτορεπόρτερ και η ομάδα συνεργατών της αγωνίζεται να προλάβει να φτάσει στη Γουόσινγκτον πριν να είναι αργά.

DEMON SLAYER: KIMETSU NO YAIBA - HASHIRA TRAINING

Ο Τάνζιρο, ο Γκένια και η Νέζουκο καταδιώκουν έναν δαίμονα Ανώτερης Τάξης στα δάση του Χωριού Ξιφασκίας, με τον πρώτο ν’ αντιμετωπίζει ένα θανάσιμο δίλημμα. Βγαίνει κερδισμένος, αλλά δεν πρόκειται να χαρεί τη νίκη του, μιας και ο Άρχοντας Μούζαν θέλει να εκμεταλλευτεί εκείνη της «μολυσμένης» Νέζουκο έναντι του ήλιου!

MIA AND ME: Η ΤΑΙΝΙΑ

Όταν η Μία επιστρέφει στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας με τον παππού της, η πέτρα στο μαγικό της βραχιόλι φωτίζει ξαφνικά - ένα κάλεσμα για βοήθεια! Μέσω μιας αστραφτερής πύλης, μεταφέρεται στον φανταστικό κόσμο των μονόκερων της Σεντοπίας. Εκεί συναντά τον μονόκερο Στόρμι και τον Ίκο, ένα ξωτικό από το Νησί Λώτους, το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα τη βοήθειά της. Ο Τόξορ, ένας αποκρουστικός κακός που μοιάζει με βατράχι, θέλει να κατακτήσει το νησί με μαύρη μαγεία.

ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ

Διάσημος συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του έπειτα από τριανταπέντε χρόνια απουσίας, προκειμένου να παραστεί σε επετειακές εκδηλώσεις. Η τυχαία συνάντηση με τον γιο παλιού συμμαθητή του, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος του εφηβικός έρωτας, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, αλλά και των συγκρούσεων.