FreeCinema

Follow us

JOHN WICK: ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (2017)

(JOHN WICK: CHAPTER 2)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Δράσης
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαντ Σταχέλσκι
  • ΚΑΣΤ: Κιάνου Ριβς, Κόμον, Ρικάρντο Σκαμάρτσο, Λόρενς Φίσμπερν, Ίαν ΜακΣέιν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Ο πληρωμένος εκτελεστής Τζον Γουίκ αναγκάζεται να επιστρέψει στη δράση, όταν πρώην συνεργάτης τού υπενθυμίζει τον όρκο τιμής που έχει δώσει. Ταξιδεύει στη Ρώμη για να κάνει αυτό που ξέρει καλά, στον κόσμο των επαγγελματιών δολοφόνων, όμως όταν μιλά το χρήμα συχνά όλα τα άλλα πηγαίνουν περίπατο. Εκτός εάν είσαι… ο Τζον Γουίκ.

Ο πρώτος «John Wick» του 2014, ήταν μια τυπική ιστορία εκδίκησης, με άφθονο πιστολίδι και ξύλο, σε μια κάπως καρτουνίστικη, στα όρια του Β-movie προσέγγιση του genre. Αυτό που τον έκανε να ξεχωρίζει από τον σωρό, ήταν κυρίως το οπτικό κομμάτι, με τη νυχτερινή φωτογραφία που ανέδιδε μια υποψία νουάρ, καθώς και την άψογα χορογραφημένη βία, από τον πρώην stuntman Τσαντ Σταχέλσκι, ο οποίος σε αυτό το δεύτερο μέρος αναλαμβάνει εξολοκλήρου τα σκηνοθετικά καθήκοντα που είχε μοιραστεί στο πρώτο φιλμ με τον συνάδελφό του Ντέιβιντ Λιτς. Μη θέλοντας να παρουσιάσει ένα sequel κατ’ εικόνα και ομοίωση του original, κρατά μεν το ίδιο ύφος κινηματογράφησης, εμπλουτίζει όμως την υπόθεση με αρκετά κομμάτια διαλόγου, κατά τα οποία η δράση απουσιάζει εντελώς, ανεβάζοντας έτσι τη διάρκεια από τα 100 λεπτά τού προ τριετίας φιλμ στα γεμάτα 120, κάτι που ίσως να ξενίσει τους πιτσιρικάδες, οι οποίοι θα περιμένουν ένα ατελείωτο συνεχές πιστολίδι συνοδεία ξύλου. Αυτή η μικρή, ουσιαστική όμως διαφορά, θυμίζει λίγο το «Επιχείρηση Χάος» του 2011 (η καλύτερη κατά τη γνώμη μου ταινία του είδους των τελευταίων ετών) και το αντίστοιχο sequel που ακολούθησε, το οποίο στο όνομα μιας πιο «intellectuel» περιπέτειας δράσης, κάπου ξεχείλωνε, φτάνοντας τις δυόμισι ώρες σε διάρκεια. Τα καλά νέα είναι πως, σε γενικές γραμμές, το «Chapter 2» τη σκαπουλάρει από τις κακοτοπιές ενός δήθεν μεγαλόπνοου, στιβαρού δράματος εκδίκησης, μένοντας περισσότερο πιστό σε αυτά που υπόσχεται.

Η υπόθεση ξεκινά εκεί που σταμάτησε το πρώτο φιλμ, με μια σεκάνς που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με όσα γίνονται στη συνέχεια, στα πρότυπα των ταινιών του Τζέιμς Μποντ (χωρίς, όμως, να είναι και τόσο εντυπωσιακή), μιας και λειτουργεί περισσότερο ως συστατική επιστολή του ήρωα σε αυτούς που δεν τον έχουν υπόψη τους από πριν. Η παρουσία τού Μπάστερ Κίτον, πάντως, μέσω ενός πολύ ιδιαίτερου φόρου τιμής (αμέσως με το ξεκίνημα του φιλμ), σε μια εποχή του κινηματογράφου κατά την οποία τα stunts και η γλώσσα τού σώματος μιλούσαν με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι σήμερα, πρέπει να επισημανθεί, καθώς αποτελεί μια κίνηση σεβασμού προς την ιστορία τού σινεμά. Ο Τζον Γουίκ, βέβαιος πια πως οι λογαριασμοί του με το παρελθόν έχουν κλείσει οριστικά, θάβει κυριολεκτικά τα όπλα του (τα οποία εξίσου κυριολεκτικά είχε ξεθάψει στην πρώτη ταινία), λογαριάζει όμως χωρίς τον φίλο του από τα παλιά, υπαρχηγό της ιταλικής μαφίας, ο οποίος τον αναγκάζει να πάει στη Ρώμη προκειμένου να καθαρίσει την αδελφή του, έτσι ώστε να πάρει αυτός τη θέση της στην ιεραρχία του εγκλήματος. Θέλοντας και μη θα υπακούσει. Ο μαφιόζος, όμως, αποδεικνύεται πως δεν είναι και ο πιο φερέγγυος άνθρωπος της πιάτσας.

Μια από τις καλύτερες ιδέες του «John Wick», που είχε μείνει σχετικά ανεκμετάλλευτη, εδώ τυγχάνει καλύτερης διαχείρισης. Το ξενοδοχείο Continental, που έχει δημιουργηθεί σαν τόπος συνάντησης και… εύρεσης εργασίας των απανταχού πληρωμένων δολοφόνων, μπαίνει σε πρώτο πλάνο, καθώς οι άτυποι κανόνες που ορίζουν τις συμπεριφορές των μελών του, βρίσκονται στη ραχοκοκαλιά της υπόθεσης, δίνοντας κάτι διαφορετικό από τη μία, κάνοντας όμως το φιλμ να χάνει σχετικά σε αδρεναλίνη, από την άλλη. Δεν θα ήταν συνετό να συνεχιστεί στο «Chapter 3» ένα παρόμοιο καλαμπούρι σαν αυτό της εκδίκησης κατά παντός υπευθύνου για τον θάνατο του αγαπημένου κουταβιού του Τζον Γουίκ, οπότε, υπό αυτή την οπτική, μάλλον ορθή είναι η απόφαση να κατευθυνθεί το project σε πιο «σοβαρά» μονοπάτια. Για να φέρει, πάντως, τα πράγματα στα ίσα τους, κάθε φορά που έρχεται η ώρα της δράσης, ο Σταχέλσκι δεν καταφεύγει σε ημίμετρα. Οι σφαίρες πετάνε με ακρίβεια, οι γροθιές ανταλλάσσονται με χορευτικές κινήσεις, αφήνοντας τα σώματα να αιωρούνται σε μια κατάσταση ιδιότυπης ρευστότητας, ενώ για όσους τυχόν αναρωτιούνται, τα μολύβια εξακολουθούν να αποτελούν πρώτης τάξεως φονικά όπλα στα χέρια του Τζον Γουίκ. Η αγάπη του για τα σκυλιά παραμένει η ίδια, μένοντας σε δεύτερο πλάνο εδώ, εν είδει inside joke. Το κυνηγητό μετά πιστολιδίου στο ημίφως των κατακομβών της Ρώμης έχει μια απαράμιλλη γοητεία και η «μουλωχτή» ανταλλαγή πυροβολισμών στον υπόγειο σιδηρόδρομο φέρνει στον νου παιδάκια που κάνουν σκανδαλιές, με το μεγάλο φινάλε στο οποίο οδηγεί το twist, που μετατρέπει τον Γουίκ από κυνηγό σε κυνηγημένο, να προσφέρει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για μια κλιμάκωση α λα «The Warriors» (1979), σε μια άνομη Νέα Υόρκη, όπου είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους φίλους από τους εχθρούς.

Οι αναφορές σε ταινίες του παρελθόντος, γενικά, βρίσκονται σε ημερησία διάταξη, με τον Λόρενς Φίσμπερν να ξυπνά μεν μνήμες «Matrix» λόγω της παρουσίας του δίπλα στον Ριβς, με τον ρόλο του όμως ως ενός εκ των αρχηγών του οργανωμένου εγκλήματος να έχει ξεπηδήσει από την ταράτσα με τα περιστέρια του «Ghost Dog» (1999). Δεν σημαίνει αυτό πως κι εδώ η επικοινωνία γίνεται μέσω… ιπτάμενου ταχυδρομείου, αφού οι hitmen δείχνουν να είναι εξοικειωμένοι με την τεχνολογία, πλην όμως η σύνδεση είναι ολοφάνερη. Μέχρι και την «Κυρία απ’ τη Σαγκάη» (1947) έχει στο μυαλό του ο Σταχέλσκι, εκείνη όμως η σεκάνς με τους καθρέφτες από το φιλμ του ‘Όρσον Γουέλς δύσκολα ξεπερνιέται. «Όποιος και να έρθει, θα τον σκοτώσω», λέει σε κάποια στιγμή ο Τζον Γουίκ. Σας διαβεβαιώ πως λέει απολύτως την αλήθεια, έχοντας κάνει πράξη όσα υπόσχεται. Άλλωστε, για τα τυχόν μερεμέτια θα φροντίσει το sequel που φωνάζει ότι έρχεται (μόνο το «To be continued» έλειπε στο τέλος). Ίσως τότε ο Τζον Γουίκ βρει επιτέλους και την ευκαιρία να απολαύσει λίγο quality time με το πολυαγαπημένο του σκυλί.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ο νέος Τζον Γουίκ δεν θα δυσαρεστήσει αυτούς που απόλαυσαν την πρώτη του περιπέτεια, με έναν μικρό αστερίσκο για όσους τυχόν βαριούνται εύκολα, όταν δεν ακούνε συνεχώς τις σφαίρες να σφυρίζουν στ’ αυτιά τους, ενώ ταυτόχρονα βλέπουν με απόγνωση τις γροθιές να μένουν χαρακτηριστικά αδρανείς. Όλα τα στοιχεία του πρώτου φιλμ υπάρχουν κι εδώ, με μια προσπάθεια για κάτι πιο ολοκληρωμένο από πλευράς σεναρίου, πάντα όμως στο πλαίσιο του είδους που υπηρετείται. Μην περιμένετε χαρακτήρες με βάθος, κεντημένο σενάριο και άλλα τέτοια «κουλτουριάρικα», πάντως. Στο τέλος, αυτό που μετρά είναι τα πιστόλια – και μόνον αυτά.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.