JACK (2014)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Έντουαρντ Μπέργκερ
- ΚΑΣΤ: Ίβο Πίτσκερ, Γκέοργκ Αρμς, Λουίζε Χάιερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 103'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Όταν η μητέρα τους εξαφανίζεται χωρίς να αφήσει ίχνη, ο δεκάχρονος Τζακ και ο ακόμη μικρότερος αδελφός του, Μάνουελ, ξεκινούν δυναμικά την προσπάθεια αναζήτησής της (ή αλλιώς ένα κατ’ ανάγκη ταξίδι βεβιασμένης ενηλικίωσης) όσο αρχίζουν σταδιακά να ανακαλύπτουν τι κρύβει ο κόσμος των μεγάλων.
Αν η ταινία δεν μιλούσε γερμανικά, θα μπορούσες να ορκιστείς ότι παρακολουθείς ταινία των… αδελφών Νταρντέν! Και αυτό δεν το αναφέρω για κακό. Η νατουραλιστική προσέγγιση, ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας τής υπόθεσης, η σαφής κοινωνική σκιαγράφηση, η συνεχής συνοδεία τής – φωτισμένης με φυσικό φως – κάμερας (πολλές φορές ασφυκτικά κοντά) στους πρωταγωνιστές, όλα αποτελούν κατάλοιπα ενός νταρντενικού σύμπαντος, που, όμως, ευτυχώς, διατηρεί ακόμη την πίστη του στην αισιοδοξία και επιμένει να πιστεύει πως ο άνθρωπος είναι ικανός για τα χειρότερα αλλά και για τα καλύτερα.
Γιατί ο «Jack» του Έντουαρντ Μπέργκερ είναι ένας χαρακτήρας που φαίνεται διατεθειμένος να πάρει ρίσκα, να τολμήσει και να αγωνιστεί για όσα θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν και να αποδεχτεί τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις του, μετατρέποντας την ταινία σε μία παράδοξη ιστορία επιβίωσης, με φόντο τις οικονομικοπολιτικές συνθήκες της σύγχρονης Ευρώπης. Ακριβώς, όμως, επειδή ο Μπέργκερ περιορίζει την οπτική μας μόνο στην πλευρά το Τζακ (εξαιρετικός ο νεαρός Ίβο Πίτσκερ), καθώς αρνείται να δώσει λεπτομέρειες για τη ζωή της – ουσιαστικά πάντοτε – απούσας μητέρας και το παρελθόν της, το φιλμ αποφεύγει οποιεσδήποτε ηθικολογικές ή διδακτικές υπερβολές και επικεντρώνεται ηθελημένα μόνο στην ίδια τη διαδρομή τού Τζακ και τη σταδιακή μετατροπή τής μητριαρχικής του οικογένειας σε μια πατριαρχική μονάδα, με τον ίδιο στην κεφαλή.
Αναγκαστικά, μια τέτοια πορεία περνάει από προκαθορισμένους σταθμούς που λίγο ή πολύ μοιάζουν γνώριμοι, όπως είναι η αναγκαστική αναζήτηση παλαιών γνωστών της μητέρας, η διανυκτέρευση στον δρόμο, η κοινωνική απαξίωση, ο παροδικός διαχωρισμός των δύο αδελφών, τα πρώτα σημάδια σωματικής βίας. Αυτό, όμως, που διατηρεί πάντα την ταινία ζωντανή και άμεση είναι η ειλικρίνεια της καταγραφής της και η μη ανάγκη της να αναδειχθεί σε κάτι βαρύγδουπο και πομπώδες, έχοντας τη διάθεση μέχρι τέλους να παραμείνει μια ζεστή αφήγηση μιας αστικής ιστορίας από το – όχι και τόσο αφανές πια – περιθώριο.
Γι’ αυτό και όταν στο τέλος ο «Jack» κάνει την πρώτη του συνειδητή επιλογή ζωής (σε ένα απόλυτα ταιριαστό και έντονα συναισθηματικά φινάλε), η ταινία πετυχαίνει να υπογραμμίσει αυτή την κίνηση ως την πρώτη νίκη ενός ανθρώπου και όχι ως σύμβολο κοινωνικής αλλαγής ή / και κριτικής. Εξάλλου, όλα όσα έχουμε μάθει για τον ίδιο προέρχονται από την παρακολούθηση της πρόσφατης Οδύσσειάς του και όχι από τις σχεδόν μηδαμινές πληροφορίες που λαμβάνουμε (και αυτές μόνο υπαινικτικά) για το παρελθόν του. Στο τέλος, ο Μπέργκερ μπορεί να μην δημιουργεί κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο, όμως καταφέρνει να αφηγηθεί μια δυνατή, προσωπική ιστορία που περισσότερο ψιθυρίζει παρά φωνάζει τις κοινωνικές της παρατηρήσεις. Το σημαντικό, όμως, είναι ότι δεν τις αγνοεί.