FreeCinema

Follow us

Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ ΚΑΝΕΙΣ ΔΕΝ ΗΞΕΡΕ ΝΑ ΚΛΑΙΕΙ (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιώργος Πανουσόπουλος
  • ΚΑΣΤ: Μαργαρίτα Πανουσοπούλου, Μπάμπης Χατζηδάκης, Φωτεινή Τσακίρη, Σερζ Ρεκέ-Μπαρβίλ, Γιάννης Χατζηγιάννης, Βαλέρια Χριστοδουλίδου, Σταύρος Μερμήγκης, Ηλίας Γιαννίρης, Κώστας Πλάκας, Πέτρος Χάμπας, Θάνος Πρίτσας
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Οι κάτοικοι ενός ξεχασμένου νησιού του Αιγαίου (δεν) υποδέχονται τους «εισβολείς» των ξένων επενδύσεων, οι οποίοι σταδιακά θ’ αλλάξουν μυαλά από το πνεύμα ελευθεριότητας που θα συναντήσουν εκεί.

Η πρώτη μου επαφή με το σινεμά του Γιώργου Πανουσόπουλου ήταν εκστατική. Το «Ταξείδι του Μέλιτος» (1979) εξακολουθώ να το έχω σε τεράστια εκτίμηση (δες και το προσωπικό μου top 10 των καλύτερων ελληνικών ταινιών της περιόδου 1975 – 2015, στο πλαίσιο σχετικής ψηφοφορίας για τα 40 χρόνια της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Και ήταν σκηνοθετικό ντεμπούτο (λεπτομέρεια που πολλοί ξεχνούν)! Ακολούθησαν οι «Απέναντι» (1981), η πιο «cult» και διαδεδομένη δουλειά του Πανουσόπουλου, ο οποίος είχε υπάρξει και σπουδαίος οπερατέρ (με απίστευτα πλούσια φιλμογραφία) πριν μεταπηδήσει στη σκηνοθεσία. Όλα αυτά είναι χρήσιμο να αναφερθούν στην εισαγωγή και επειδή πιστεύω πως ο Πανουσόπουλος δεν έτυχε της αναγνώρισης που του πρέπει στην Ελλάδα, αλλά και επειδή, εντελώς ξαφνικά, το 1985, έπαθε… «Μανία». Αν δεν ήταν ταινία αλλά άνθρωπος, η επιστήμη θα το εξηγούσε ως κάποιας μορφής… εγκεφαλικό! Από αυτό το σχεδόν διονυσιακής αντίληψης και τόσο ελευθέριο έργο, ο Πανουσόπουλος κάνει μια αναπάντεχη στροφή προβληματικής, εμφανίζει σπάνια την υπογραφή του (μόλις τέσσερις τίτλοι ακόμη, μέχρι το 2004 και την «Τεστοστερόνη») και αφήνει μια εντύπωση να πλανάται, ότι δεν βρίσκεται και τόσο κοντά μας (σε τέτοια χώρα, ποιος μπορεί να τον αδικήσει…). Για να μας ξαφνιάσει και πάλι σήμερα, με το «Σ’ Αυτή τη Χώρα Κανείς δεν Ήξερε να Κλαίει».

Αρκετές οι «συγγένειες» με το προηγούμενο φιλμ, αν και εδώ το σενάριο δεν διέπεται από έναν έντονο φεμινισμό και την κυρίαρχη παρουσία του γυναικείου φύλου, σχεδόν σε εξουσιαστικό ρόλο στη μικρή κοινότητα ανθρώπων που στέκει στο φόντο της ιστορίας. Εδώ το θέμα φέρνει στον νου τα στερεότυπα της ελληνικής… «ανευθυνότητας» (και καλά), της κριτικής απέναντι στην εθνική μας «τεμπελιά», της ελευθεριότητας του μεσογειακού λαού που κάποια «ενωμένη» Ευρώπη επιχείρησε να αλλοιώσει σαν ταυτότητα. Σε ένα κοντινό μέλλον, ένας Γάλλος Ευρωβουλευτής και μια νεαρή οικονομολόγος εντεταλμένη από το κράτος καταφθάνουν σε αχαρτογράφητο νησάκι του Αιγαίου, σε απόσταση αναπνοής από την Τουρκία, με σκοπό να καταγραφεί η εκεί κατάσταση, ώστε να προχωρήσουν οι αναπτυξιακές (αλίμονο!) μελέτες και η εκχώρηση εδαφών. Οι «εισβολείς» από τον «πολιτισμένο» κόσμο θα αντιμετωπίσουν σχεδόν… πρωτόγονα ήθη, με τους κατοίκους να ζουν χωρίς να χρησιμοποιούν το χρήμα στις συναλλαγές τους, χωρίς αυτοκίνητα και χωρίς καμία διάθεση να εμπορευματοποιήσουν την καθημερινότητά τους προς όφελος του όποιου τουρισμού.

Από το ξεκίνημα της ταινίας, διακρίνει κανείς μια διάθεση μη φόρμας, μιας κινηματογράφησης σχεδόν ακατέργαστης, η οποία επιχειρεί να συντονιστεί με το πνεύμα που θέλει να ζωντανέψει με εικόνες στην οθόνη ο Πανουσόπουλος. Κάποιοι θα τον αποκαλούσαν «γεροξεκούτη», όμως επειδή έχει υπάρξει συνεπής σε μια εντελώς αδέσμευτη αναζήτηση της χαράς της ζωής εδώ και δεκαετίες, του επιτρέπεις αυτή την ανεμελιά ή και τις αφέλειες του έργου, και τον ακολουθείς στην πορεία της κεντρικής ηρωίδας του, όσο προφανής κι αν δείχνει εξαρχής ο τελικός «εξαγνισμός» της από τα πρωτευουσιάνικα «δαιμόνια», που καμία σχέση δεν έχουν με την ανθρωπιά και τη σχέση του Έλληνα με τη φύση.

Επειδή ο Πανουσόπουλος έχει υπάρξει (αναμφισβήτητα) ο πιο ερωτικός των σκηνοθετών τούτου του τόπου, με μια ματιά σχεδόν ηδονιστική απέναντι στο γυναικείο σώμα (ειδικά), είτε αυτό ήταν γυμνό είτε όχι, το «Σ’ Αυτή τη Χώρα Κανείς δεν Ήξερε να Κλαίει» συναντά εδώ έναν αναπάντεχα ανασταλτικό παράγοντα που δεν του επιτρέπει να απογειώσει την υποφώσκουσα «μαγεία» ερωτισμού που φαίνεται να είναι η κινητήρια δύναμη του νησιού. Όντας κόρη του, η Μαργαρίτα Πανουσοπούλου μοιάζει σαν να βάζει τρικλοποδιά στο πιο γνώριμο συστατικό της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη. Μοιραία, η πρωταγωνίστρια γίνεται μια κινούμενη… ηθική αναστολή, που ενώ αρχικά πληροί τις ανάγκες του ρόλου τής «στεγνής» οικονομολόγου της πόλης, δεν ταράζει τα κύματα ως απελευθερωμένη γυναίκα που επιτέλους ολοκλήρωσε μια παλιά (μάλλον πλατωνική) σχέση (όχι η πιο ευτυχής στιγμή του σεναρίου, έτσι κι αλλιώς). Τουλάχιστον, υπάρχουν στιγμές που ανακαλύπτεις στο πρόσωπό της στοιχεία της υπέροχης γοητείας της Μπέτυς Λιβανού (θα τολμούσα να πω ότι εντοπίζονται περισσότερο στα χείλη και τις κινήσεις τους) και υποκλίνεσαι στις θαυμαστές ικανότητες των γονιδίων και της Φύσης.

«Ήτανε ένα γύρισμα αποχαιρετιστήριο», δηλώνει στις συνοδευτικές σημειώσεις για το έργο ο Πανουσόπουλος, χωρίς να ομολογεί τι ήταν αυτό που αφήνει πίσω του με τούτο το φιλμ. Τον κινηματογράφο; Την αναζήτηση για εκείνο το (τόσο ερωτικό στον φιλμικό του κόσμο) νόημα της ζωής, που μάλλον δεν μας χαρίστηκε ποτέ ως γνώση; Μια Ελλάδα πιο παλιά κι από τον χρόνο, που κατέστρεψαν οι ξένοι «κατακτητές» της Ιστορίας της (που ποτέ δεν έπαψαν να συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο…); Απαντήσεις δεν υπάρχουν. Μυστήριος λαός ήμασταν ανέκαθεν, όμως. Οπότε, ας μην τα περιμένουμε όλα από μια ταινία.

Έστω, βγαίνοντας από την προβολή της, είχα μια όμορφη αίσθηση καθαρότητας, αν και ουχί «μαγεμένος» από το σύνολο της δουλειάς. Χάρηκα γι’ αυτή τη σύντομη αναλαμπή του αφορισμού στο σήμερα που επιχείρησε ο Πανουσόπουλος. Σέβομαι τη σταθερότητα στις ιδέες με τις οποίες ταυτίστηκε εδώ και δεκαετίες. Ας μην… κλαίμε που δεν μας έδωσε κάτι κινηματογραφικά σπουδαιότερο. Μας έδωσε την αύρα μιας άλλης ζωής. Σαν μάθημα. Αναζήτησης.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Καλές προθέσεις στην ψυχή κι από καρδίας σε τούτη την επιστροφή του Γιώργου Πανουσόπουλου που ξαφνιάζει ευχάριστα, ως η πιο όμορφη δουλειά του… μη σου πω κι από το 1989! Λίγο «χειροποίητη» αισθητικά, λίγο άτσαλη μέσα στην ανεμελιά της, νοιάζεται περισσότερο να περάσει ένα μήνυμα στον θεατή παρά να τον καλύψει καλλιτεχνικά και ψυχαγωγικά. Οι θεατές που δεν έχουν προηγούμενη εμπειρία με το υπόλοιπο της φιλμογραφίας του σκηνοθέτη, δεν θα το ευχαριστηθούν και τόσο. Οι τελευταίοι των οπαδών του (νέου) ελληνικού σινεμά του ’70 και του ‘80 θα βρεθούν σε πιο γνώριμα «νερά» και ίσως συγκινηθούν ανά στιγμές.


MORE REVIEWS

ΑΜΠΙΓΚΕΪΛ

Ασύνδετη ομάδα παρανόμων απάγει ανήλικη μπαλαρίνα, με τη φήμη ότι πρόκειται για την κόρη ζάμπλουτου ο οποίος θα δώσει ασυζητητί το τεράστιο ποσό των λύτρων που θα του ζητηθεί. Η μικρή Άμπιγκεϊλ, όμως, δεν είναι ένα κοινό, απροστάτευτο κοριτσάκι…

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον, η Αμερική σπαράσσεται από τον διχασμό ενός Εμφυλίου που έχει μετατρέψει τη χώρα σε αληθινή ζώνη πολέμου. Καθώς μία ισχυρή φατρία ανταρτών κατευθύνεται προς τον Λευκό Οίκο για να σκοτώσει τον Πρόεδρο, μία φωτορεπόρτερ και η ομάδα συνεργατών της αγωνίζεται να προλάβει να φτάσει στη Γουόσινγκτον πριν να είναι αργά.

DEMON SLAYER: KIMETSU NO YAIBA - HASHIRA TRAINING

Ο Τάνζιρο, ο Γκένια και η Νέζουκο καταδιώκουν έναν δαίμονα Ανώτερης Τάξης στα δάση του Χωριού Ξιφασκίας, με τον πρώτο ν’ αντιμετωπίζει ένα θανάσιμο δίλημμα. Βγαίνει κερδισμένος, αλλά δεν πρόκειται να χαρεί τη νίκη του, μιας και ο Άρχοντας Μούζαν θέλει να εκμεταλλευτεί εκείνη της «μολυσμένης» Νέζουκο έναντι του ήλιου!

MIA AND ME: Η ΤΑΙΝΙΑ

Όταν η Μία επιστρέφει στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας με τον παππού της, η πέτρα στο μαγικό της βραχιόλι φωτίζει ξαφνικά - ένα κάλεσμα για βοήθεια! Μέσω μιας αστραφτερής πύλης, μεταφέρεται στον φανταστικό κόσμο των μονόκερων της Σεντοπίας. Εκεί συναντά τον μονόκερο Στόρμι και τον Ίκο, ένα ξωτικό από το Νησί Λώτους, το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα τη βοήθειά της. Ο Τόξορ, ένας αποκρουστικός κακός που μοιάζει με βατράχι, θέλει να κατακτήσει το νησί με μαύρη μαγεία.

ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ

Διάσημος συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του έπειτα από τριανταπέντε χρόνια απουσίας, προκειμένου να παραστεί σε επετειακές εκδηλώσεις. Η τυχαία συνάντηση με τον γιο παλιού συμμαθητή του, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος του εφηβικός έρωτας, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, αλλά και των συγκρούσεων.