Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΑΡΣΑ (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Ραΐσης
- ΚΑΣΤ: Νίκολας Πιπεράς, Μαρίνα Καλογήρου, Ανδρέας Μαριανός, Νίκος Μοναστηριώτης, Μιχάλης Καλιότσος, Γιώτα Αργυροπούλου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 83’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Τέσσερις νέοι επιστήμονες φίλοι ξεσκάνε με ένα περίεργο hobby: στήνουν φάρσες σε ερευνητές του μεταφυσικού (πνευματιστές, μέντιουμ, χαρτορίχτρες, κ.λ.π.) για να τους ξεμπροστιάσουν ως απατεώνες. Όταν ο Ηλίας, ένας από τους επιστήμονες, μπαίνει στο κοινόβιο ενός «εναλλακτικού» θεραπευτή τού καρκίνου, για να αποκαλύψει την απάτη του, μερικές αναπάντεχες αλήθειες και ένας απρόοπτος έρωτας φανερώνονται και αναστατώνουν τις ισορροπίες της παρέας.
Φτιαγμένο με μηδαμινό προϋπολογισμό, καθαρόαιμα ανεξάρτητο, αυτό το παρεΐστικο φιλμάκι πολύ απέχει από την τελειότητα. Είναι, όμως, μια φιλότιμη, έντιμη, κάθε άλλο παρά αυτάρεσκη ή ματαιόδοξη προσπάθεια προσέγγισης της αβάσταχτης (αν και τόσο κοινότοπης) τραγωδίας του καρκίνου, που όχι ανεξήγητα κέρδισε ένα από τα βραβεία κοινού στο τελευταίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Χωρισμένο σε τρία ευδιάκριτα μέρη (μέχρι το «3 μήνες πριν» το πρώτο, μέχρι την αυτόβουλη… πτώση το δεύτερο, από εκεί και ύστερα το τρίτο), καταφέρνει να εξελιχθεί σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτα και να ξαφνιάσει ευχάριστα.
Με άλλα λόγια, θα αργήσεις, ιντριγκαδόρικα, να καταλάβεις πού το πάει… Εντωμεταξύ θα χαζέψεις τις καθαρές, πανέμορφες, πανοραμικές εικόνες του μεγαλείου της φύσης (στα βράχια πάνω από τη θάλασσα ή μέσα σ’ αυτή, κάτω από έναν απέραντο ουρανό) ή του παρελθόντος (στο λόφο του Φιλοπάππου, με θέα την Ακρόπολη, σε ένα πλάνο που θυμίζει retro carte postale), που υπαινίσσονται την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα στο σύμπαν και στο ρου του χρόνου. Θα διασκεδάσεις με τον παιχνιδιάρικο τρόπο με τον οποίο το μοντάζ συνδυάζει τα παραπάνω πανοράματα με extreme close-up (σαν αυτοσχέδιες, αυθόρμητες selfies) και medium shots πίσω από φυλλωσιές ή αντικείμενα (σα να κρυφοκοιτάς από πίσω), τα διαφορετικά video formats (από τις κάμερες του Ηλία και της παρέας, και τα διαδικτυακά players), καθώς και το διάλογο με τη σιωπή (στη σκηνή στο πούλμαν, μεταξύ του Ηλία / Πιπερά και της Ντόρα / Καλογήρου, όπου για μεγάλο διάστημα ακούς αυτόν που μιλάει ενώ βλέπεις μόνο αυτόν που ακούει), οπλίζοντας με αβίαστη αμεσότητα τα δρώμενα. Θα την (κατα)βρείς με τις χύμα, (φαινομενικά) ακατέργαστες ερωτικές σκηνές και την ακομπλεξάριστη, ρεαλιστική, ισότιμη γύμνια αμφότερων των πρωταγωνιστών. Και θα εκτιμήσεις τη σημερινή, γνώριμη, καθημερινή, απλή γλώσσα του σεναρίου.
Το πρόβλημα αυτής της «Τελευταίας Φάρσας», όμως, είναι πως από τα τρία μέρη της, σαφώς το καλύτερο είναι το αναπάντεχο, ειλικρινέστερο μεσαίο. Το πρώτο μοιάζει επιτηδευμένα… κούκου, εκβιαστικά αστείο και λίγο ή πολύ εξωπραγματικό (πώς και γιατί αυτή η παρέα επιστημόνων κόλλησε με αυτές τις τραβηγμένες και χρονοβόρες φάρσες; Γιατί τέτοια η εμμονή του Ηλία με το κοινόβιο του ψευτο-θεραπευτή, Ίκαρου, ώστε να διακινδυνεύει την επιστημονική του καριέρα; Και πώς τόσοι λογικοί άνθρωποι, έστω και απελπισμένοι καρκινοπαθείς, έχουν πεισθεί με τους προφανείς, εξωφρενικούς και κατά λάθος αστείους τσαρλατανισμούς του Ίκαρου;), τόσο ώστε ενδέχεται να σε πετάξει εκτός ταινίας από πολύ νωρίς. Και το τρίτο, αν και ταιριαστά γλυκόπικρο, χάνει τη φρεσκάδα και το απρόοπτο όσων προηγούνται, εξαιτίας της επανάληψης των (όχι πια πρωτότυπων) τεχνασμάτων τού μοντάζ, της εντελώς προβλέψιμης πια έκβασης του όλου εγχειρήματος, αλλά και – κυρίως – της τίγκα στα κλισέ, λυρικής γλώσσας της αφήγησης off τού Ηλία.