ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΡΔΙΕΣ (2015)
(HUNGRY HEARTS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σαβέριο Κοστάντσο
- ΚΑΣΤ: Άνταμ Ντράιβερ, Άλμπα Ρορβάκερ, Ρομπέρτα Μάξγουελ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο Τζουντ και η Μίνα γνωρίζονται τυχαία, παγιδευμένοι στις τουαλέτες ενός εστιατορίου στη Νέα Υόρκη. Γίνονται ζευγάρι, μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη αλλάζει τα σχέδια της ζωής εκείνης και ο γάμος τους συνοδεύεται από τη γέννηση ενός βρέφους που οι γιατροί θα διαγνώσουν ότι υποσιτίζεται. Μπορούν ως γονείς να διατηρήσουν… υγιή τη σχέση τους;
Η πρώτη σκηνή αυτής της ταινίας μπορεί να σε ξεγελάσει. Και μοιάζει σα να έρχεται από… άλλο φιλμ! Διότι η εξέλιξη των χαρακτήρων (ειδικά της κεντρικής ηρωίδας) είναι πιο αφύσικη και από τα όσα βιώνουν μεταξύ τους. Από τα ευτράπελα της αρχικής γνωριμίας στις τουαλέτες ενός ασιατικού εστιατορίου προχωράμε στο σεξ, τη σχέση, την απειλή του χωρισμού όταν εκείνη μαθαίνει πως πρόκειται να μετατεθεί από τη δουλειά της (κατάγεται από την Ιταλία) και σε μια – περισσότερο από πρόθεση εκείνου – ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη, η οποία θα φέρει τη «λύση» στο ζευγάρι, που παντρεύεται και ζει, πια, μόνιμα στη Νέα Υόρκη.
Μέχρι εκεί, η σκιαγράφηση των δύο βασικών ηρώων του φιλμ δεν προδιαθέτει κανέναν για τη συνέχεια των «Πεινασμένων Καρδιών». Η Μίνα, η οποία εμμένει σε… ενοχλητικό βαθμό ως προς την επιλογή του φυσικού τοκετού, μεταλλάσσεται σε μια, αρχικά, υπερπροστατευτική μητέρα η οποία θέλει να μεγαλώσει το παιδί της με τις δικές της αρχές. Οι επισκέψεις στον παιδίατρο απαγορεύονται, το ίδιο και κάθε μη φυσική θεραπευτική αγωγή όταν το μωρό αρρωσταίνει, με τη διατροφή τού βρέφους να ταυτίζεται με εκείνη ενός σκληροπυρηνικού, ενήλικα vegan (ακριβώς όπως και η μάνα, δηλαδή).
Ξαφνικά, ο σύζυγος συνειδητοποιεί ότι το παιδί του δεν αναπτύσσεται «σωστά» (τα εισαγωγικά εξαρτώνται από τη σκοπιά του κάθε γονέα) και κάνει τη δική του επανάσταση, ταΐζοντας το ολίγων μηνών βρέφος με παιδικές, τυποποιημένες τροφές που περιέχουν κρέας, προκαλώντας, φυσικά, όλο και περισσότερα δράματα στο σπίτι…
Ακούγεται λίγο σαν παρωδία της υγιεινής διατροφής για κοινωνίες και ανθρώπους που ταυτίζονται με έναν πιο… «new age» τρόπο ζωής, όμως το φιλμ του Ιταλού σκηνοθέτη Σαβέριο Κοστάντσο αυτοχαρακτηρίζεται ή θέλει να σε πείσει ότι ανήκει στην κατηγορία του ψυχολογικού θρίλερ, με το background της Νέας Υόρκης να κλείνει το μάτι στο πολανσκικό «Μωρό της Ρόζμαρι» (1968). Καμία σχέση! Και ούτε κατά διάνοια δεν συγγενεύει τούτη η ταινία με το genre τού θρίλερ. Ο στόχος εδώ είναι το παιχνίδι με τα νεύρα του θεατή, μέσα από καταστάσεις που ενώ δείχνουν τόσο φυσιολογικές, αποτυπώνονται με δόσεις ψυχωτικής υστερίας, αποφεύγοντας σαν τον διάβολο τις στερεοτυπικές, δραματικές εξάρσεις.
Βασικό πρόβλημα της αφήγησης, η αδικαιολόγητη μεταστροφή της Μίνα σε κάτι σαν vegan «μάγισσα» (!), που αυξάνει την εκκεντρικότητά της διαρκώς κατά τη διάρκεια του φιλμ, από το χαριτωμένα αφελές τής επίσκεψης σε ένα μέντιουμ για να της πει το ριζικό του παιδιού που θα γεννήσει μέχρι την απαγόρευση της εξόδου τού μωρού από το σπίτι επί σειρά μηνών, διότι η ατμόσφαιρα της πόλης είναι «μολυσμένη». Ο Κοστάντσο, πραγματικά, δεν ξέρει τι είναι η ηρωίδα του. Μια παρεξηγημένη μάνα ή ένα ανθρωπόμορφο τέρας; Η αμφισβήτηση του φυσιολογικού, όπως το χαρακτηρίζει εκείνη, αξίζει να δαιμονοποιείται με τέτοιον τρόπο; Κι αν έχει δίκιο ο Τζουντ, τι παριστάνει η σκηνή της βόλτας στη θάλασσα με το μωρό; Μπορεί αυτή η γυναίκα να παρουσιάζεται ως θύτης και θύμα ταυτόχρονα;
Όταν η αποσύνθεση της οικογένειας έχει φτάσει στον «δρόμο δίχως γυρισμό», ο Κοστάντσο δεν επιλέγει μια ξεκάθαρα δραματική στροφή για το φιλμ, αλλά καταλήγει σε ό,τι πιο υπερβολικό, για να σου στερήσει τη συμπάθεια από – ίσως όλα – τα πρόσωπα των ηρώων του. Το φινάλε είναι ένας τραγέλαφος που συνθλίβει το όλο εγχείρημα. Και ο θεατής εγκαταλείπει την αίθουσα με την εξής απορία: τόσο αρρωστημένο πράγμα είναι η χορτοφαγία; Και θα εξακολουθεί να γελά με την ιδέα…