ΚΑΥΤΗ ΚΑΤΑΔΙΩΞΗ (2015)
(HOT PURSUIT)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ανν Φλέτσερ
- ΚΑΣΤ: Ρις Γουίδερσπουν, Σοφία Βεργκάρα, Ρόμπερτ Καζίνσκι, Τζον Κάρολ Λιντς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Νευρωτική αστυνομικός με μηδενική αίσθηση χιούμορ, η Κούπερ ακολουθεί το πρωτόκολλο του Νόμου κατά γράμμα, αποτελώντας το απόλυτο αντικείμενο χλευασμού των συναδέλφων της. Όταν αναλαμβάνει να προστατέψει την – από κάθε άποψη – κυρία Ρίβα, σύζυγο εμπόρου ναρκωτικών και βασική μάρτυρα κατηγορίας στη δίκη επικεφαλής cartel, θα βρεθεί σε ακόμα πιο δύσκολη, κωμικοτραγική θέση.
Είναι πραγματικά αδιανόητο το πώς ταινίες σαν κι αυτή βρίσκουν τον δρόμο τους προς τις ελληνικές αίθουσες, ενώ άλλες, λιγότερο (σαν το επίσης θηλυκό buddy movie, που χρώσταγε επίσης πολλά στις πρωταγωνίστριές του, Σάντρα Μπούλοκ και Μελίσα ΜακΚάρθι, προπέρσινο «The Heat») ή περισσότερο (σαν το sequel του θαυμάσιου «Pitch Perfect» του 2012, που αυτή τη στιγμή σαρώνει τα αμερικάνικα και όχι μόνο ταμεία) ενδιαφέρουσες… βλέπουν μάτια θεατών στη χώρα μας απευθείας στο home cinema και μόνο. Γιατί όσο κι αν προσπαθούν οι Γουίδερσπουν και Βεργκάρα, όσο και να δουλεύει, περιστασιακά έστω, η μεταξύ τους κωμική χημεία, αυτή η κάθε άλλο παρά «Καυτή Καταδίωξη» σε καμία περίπτωση δεν αξίζει τα 7 ευρώ του εισιτηρίου περισσότερο από πολλά άλλα φιλμ που εμείς εδώ στην Ελλάδα δεν είχαμε, δεν έχουμε, ή δεν θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στη μεγάλη οθόνη.
Τίγκα στα κλισέ του είδους που θέλει ένα αταίριαστο είτε – αρχετυπικά – ανδρικό, είτε γυναικείο δίδυμο να περνά τα μύρια όσα, εξαιτίας σειράς εξωφρενικών παρεξηγήσεων, τούτη η κωμική, αστυνομική περιπέτεια μοιάζει να βαριέται τη «ζωή» της. Καθώς η ανέραστη, άχρωμη και άοσμη αστυνομικός / ανέκδοτο της Γουίδερσπουν δοκιμάζει να συνεννοηθεί, να συνυπάρξει και να σώσει τη ζωή τής χυμώδους και στο κορμί και στο μυαλό γυναικάρας / τροπαίου του εαυτού της μόνο Βεργκάρα, ούτε η σκηνοθεσία ούτε το σενάριο προσπαθούν έστω να σταθούν αντάξιές τους. Το τελευταίο ιδιαίτερα, πέρα από τις προβλέψιμες κοινοτοπίες και τους παντελώς ασχημάτιστους, αδικαιολόγητους, αψυχολόγητα… «κούκου», περιφερειακούς των δύο γυναικών χαρακτήρων (με τον από… καρότσα θεό, δυνάμει μνηστήρα της Κούπερ, Ράντι του Καζίνσκι να βγάζει μάτι προχειρότητας), επενδύει άστοχα σε ένα ακούραστο επί της οθόνης, αλλά κουραστικό εκτός αυτής, σεξιστικό χιούμορ. Έτσι, αντί για τις διαφορές στον χαρακτήρα και τη νοοτροπία των δύο γυναικών και κατά συνέπεια τις κωμικοτραγικές εντάσεις και τριβές που αυτές δημιουργούν στη μεταξύ τους σχέση, καλείσαι να γελάσεις με το γεγονός ότι η μια είναι κοντή και η άλλη 40άρα, η μεν αγοροκόριτσο η δε σέξι κι όποιος αντέξει, η Ρίβα ξέρει να δίνει ψαγμένες σεξουαλικές συμβουλές ενώ η Κούπερ δεν διστάζει να υπόσχεται ευφάνταστες χάρες (σε εκδρομικό pulman γεμάτο υπερήλικες!), ή με τις δυο τους να περιγράφουν τι ακριβώς συμβαίνει κατά την περίοδό τους ή να παριστάνουν τις λεσβίες. Πιο πολύ αμηχανία θα νιώσεις, παρά θα διασκεδάσεις.
Το φιλμ τα καταφέρνει καλύτερα στις πιο slapstick / σωματικής κωμωδίας στιγμές του, οπότε και το γέλιο, έστω και φευγαλέο, κοφτό, έρχεται πιο αβίαστα. Στην ανταλλαγή των πυροβολισμών στο σπίτι των Ρίβα, στο πρώτο, cabrio αυτοκίνητο της απόδρασης, στο παντοπωλείο ψωνίζοντας ρούχα με την Κούπερ μαστουρωμένη, μονομαχώντας για το όπλο, είναι μερικές από τις σκηνές, κατά τις οποίες χάρη στο μπρίο και την τόλμη τής Βεργκάρα και κυρίως της οσκαρούχου Γουίδερσπουν να δοκιμάσουν τα… γελωτοποιητικά τους όρια, αυτή η «Καταδίωξη» δικαιολογεί κάπως τον χαρακτηρισμό «κωμωδία». Όταν, όμως, πιάσεις τον εαυτό σου να γελάει περισσότερο με τις γκάφες των πρωταγωνιστριών κατά τα γυρίσματα, που συνοδεύουν τους τίτλους τέλους, από όσο με ό,τι προηγήθηκε, καταλαβαίνεις πως πρόκειται για «κακή κωμωδία».