HELL FEST: ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ (2018)
(HELL FEST)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκρέγκορι Πλότκιν
- ΚΑΣΤ: Έιμι Φόρσαϊθ, Ρέιν Έντουαρντς, Μπεξ Τέιλορ-Κλάους, Κρίστινα Τζέιμς, Ρόμπι Έιταλ, Ματ Μερκούριο, Τόνι Τοντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Την ημέρα του Halloween, παρέα νεαρών φίλων επισκέπτεται περιοδεύον πάρκο τρομο-διασκέδασης, ώστε να ζήσει την παραδοσιακή αδρεναλίνη της ημέρας. Δεν γνωρίζει, όμως, πως ανάμεσα στο πολύβουο πλήθος κρύβεται μασκοφόρος επισκέπτης, ο οποίος είναι αποφασισμένος να σκορπίσει τον αληθινό τρόμο και όχι τον εν είδει ψυχαγωγίας σκηνοθετημένο.
Έχει κάτι από παλιομοδίτικο slasher το «Hell Fest», γεγονός που το κάνει να ξεχωρίζει κάπως από τα νεανικά PG-13 θρίλερ του σωρού τα οποία μας έχουν κατακλύσει εδώ και αρκετά χρόνια. Οφείλουμε να το πιστώσουμε αυτό στα συν του σκηνοθέτη Γκέγκορι Πλότκιν, ο οποίος, στη δεύτερη ταινία της καριέρας του μετά το «Paranormal Activity: The Ghost Dimension» (2015), παραδίδει ένα φιλμ που κρατάει ένα ελάχιστο έστω επίπεδο gore τρόμου, μαζί με ένα-δύο καλά τινάγματα από το κάθισμα. Το μηδαμινό σασπένς, όμως, μαζί με τη φτώχεια της παραγωγής που δεν υποκαθίσταται από κάποιο είδος πηγαίου ταλέντου και έμπνευσης, το κατατάσσουν αυτομάτως στους φτωχούς συγγενείς των θρίλερ της Halloween θεματολογίας.
Έξι άνθρωποι ανακατεύτηκαν στη συγγραφή του στόρι, έχοντας στο μυαλό τους (πιθανότατα) «Το Τούνελ του Τρόμου» (1981) του Τόμπι Χούπερ, με βασικότατο αρνητικό χαρακτηριστικό της δουλειάς τους να είναι το ότι η ουσιαστική αφήγηση αργεί πολύ να πάρει μπρος, όταν το κάνει, δε, κινείται σε μια ευθεία γραμμή αποφεύγοντας τις πολλές συγκινήσεις. Κατόπιν μιας εισαγωγικής σεκάνς όπου ένας μασκοφόρος άνδρας δολοφονεί μια νεαρή κοπέλα σε ένα ανάλογης λογικής πάρκο ψυχαγωγίας, η πλοκή επικεντρώνεται σε τρία κορίτσια τα οποία ετοιμάζονται να συναντήσουν τους φίλους τους προκειμένου όλοι μαζί να διασκεδάσουν στο «Hell Fest», που έχει σταθμεύσει στην πόλη τους. Οι απαραίτητες συστάσεις των χαρακτήρων, κατά τις οποίες γίνεται αντιληπτό πως ο πιο βασικός εξ αυτών είναι εκείνος της συνεσταλμένης Νάταλι, καθώς και οι πρώτες αναγνωριστικές βόλτες της εξαμελούς παρέας στα διάφορα παιχνίδια του πάρκου (φανταστείτε κάτι σαν τη EuroDisney αλλά στο πιο τρομακτικό της) διαρκούν αδικαιολόγητα πολλή ώρα, δίχως να συμβαίνει κάτι περισσότερο από τυπικά νεανικά καλαμπούρια. Ο μασκοφόρος δολοφόνος, το πρόσωπο του οποίου ουδέποτε βλέπουμε και που άνετα μπορούμε να του προσδώσουμε το παρατσούκλι «ο Μάικλ Μάγερς των (πολύ) φτωχών», αρχίζει να κόβει βόλτες στο πάρκο ψάχνοντας τα νέα θύματά του και βάζει στο μάτι τη Νάταλι που για κάποιο λόγο τον συγκινεί περισσότερο. Η μπάλα, βέβαια, παίρνει σβάρνα όλη την παρέα της…
Είναι αρκετά έξυπνο το σεναριακό εύρημα της ταινίας που θέλει ένα ολόκληρο θεματικό πάρκο να είναι γεμάτο, εκτός απ’ τους ανατριχιαστικά παραλλαγμένους υπαλλήλους, και από μεταμφιεσμένους επισκέπτες οι οποίοι έχουν σαν σκοπό να τρομάξουν (στ’ αστεία) τους υπόλοιπους. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι αιτιάσεις της Νάταλι σχετικά με έναν μυστήριο άνδρα που την παραμονεύει και απειλεί να τη σκοτώσει δεν γίνονται πιστευτές από κανέναν, εκλαμβανόμενες απλά ως μέρος του show. Μέχρι να γίνει αντιληπτό πως οι φόνοι είναι αληθινοί, ο μασκοφόρος τύπος έχει προλάβει να βγάλει αρκετούς από τη μέση, ακολουθώντας την τυπική πατροπαράδοτη συνταγή του μαχαιρώματος, αν και το κοπάνημα με βαριοπούλα στο κεφάλι, η λεπτοδουλειά με τη σύριγγα και η φάση με την γκιλοτίνα α λα Μαρία Αντουανέτα διεκδικούν κάποιους πόντους ευρεσιτεχνίας. Το αυτό κάνει και η σεκάνς του τελικού κυνηγητού, με τις μάσκες που μοιάζουν να είναι δανεικές από το set του «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» (1999) να δίνουν έναν απόκοσμο, υποβλητικό τόνο. Το αίμα, φυσικά, δεν τρέχει ποτάμι στα φονικά, καθώς το φιλμ δείχνει να είχε προδιαγραφές για το επάρατο PG-13, μέχρι που κάποιος στην παραγωγή (μάλλον) αποφάσισε να του προσδώσει μια αύρα πολύ ελαφριάς εκδοχής του ακατάλληλου, ίσα-ίσα για να κάνει τη διαφορά. Υπάρχουν, πάντως, οι βάσεις για ένα βελτιωμένο sequel, μιας και το ορθάνοιχτο φινάλε (που ρίχνει ένα πέπλο παρωδίας στα όσα προηγήθηκαν) γεννά κατευθείαν σκέψεις για franchise – αρκεί κάποιος να απαλλάξει αυτό το «Hell Fest» από το χαλινάρι που εμφανώς του έχουν περάσει, έτσι ώστε να κάνει κυριολεκτικά πράξη αυτά που προστάζει ο τίτλος του.