ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (2015)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαργαρίτα Μαντά
- ΚΑΣΤ: Κώστας Φιλίππογλου, Άννα Μάσχα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Εκείνος δουλεύει στον Ηλεκτρικό, οδηγός. Εκείνη πουλάει εισιτήρια για τα καράβια, στο λιμάνι. Εκείνος την παρακολουθεί από το πρωί ως το βράδυ, σχεδόν παντού. Εκείνη δεν τον έχει πάρει χαμπάρι. Μέχρι τη μέρα που θα θελήσει να της πει κάτι.
Η Μαργαρίτα Μαντά αφιερώνει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της στον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Δεν το αναφέρω για να… αποτρέψω την πλειοψηφία των θεατών από το να παρακολουθήσουν το «Για Πάντα»! Και, ευτυχώς, το ίδιο το φιλμ δεν αποτελεί «αναφορά» στο έργο του εκλιπόντος. Απλά, πρόκειται για μια μικρή ταινία με πρόσωπα που αποκτούν ψυχή, σταδιακά, μέσα από τη μονότονη ροή ενός σεναρίου που θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο φροντισμένο, αν η σκηνοθέτις δεν αφοσιωνόταν σχεδόν αποκλειστικά στα κάδρα της…
Παραδόξως, η μη περιπλοκότητα στη σκιαγράφηση των δύο χαρακτήρων, δεν αποτελεί παράληψη ή ελάττωμα σε τούτο το φιλμ. Μιλάμε για δύο μοναχικές φιγούρες, που από μόνες τους αποπνέουν μια διακριτική ευγένεια. Από τους τύπους που περνάνε σχεδόν απαρατήρητοι δίπλα σου, στο κέντρο της Αθήνας. Σχεδόν αμέσως, από τον τρόπο που παρατηρεί την παρουσία της Άννας στον σταθμό του Θησείου, γνωρίζουμε πως ο Κώστας είναι ερωτευμένος μαζί της. Είναι ερωτευμένος με τις καθημερινές συνήθειες εκείνης, όπως τις καταγράφει σαν σε λούπα ο φακός της κάμερας, μέσα από αποχρωματισμένα πλάνα που «γκριζάρουν» ακόμη πιο έντονα την υφεσική πρωτεύουσα.
Ο Κώστας θα γίνει ένας κανονικός stalker, όταν ανακαλύψει την πλήρη διαδρομή της Άννας στις εργάσιμες μέρες, εξαιτίας της αναρρωτικής που παίρνει, κατόπιν όχι και τόσο ευχάριστων ιατρικών εξετάσεων. Από εκείνη τη στιγμή, βρίσκεται πάντοτε ξοπίσω της, μέχρι που αποκτά και το θάρρος να την πλησιάσει, την πρώτη φορά ως πελάτης, την επόμενη ως «σύμπτωση» στον δρόμο. Θα της μιλήσει, εκείνη θα τρομάξει, θα αρνηθεί την επικοινωνία.
Η ιεροτελεστία των στιγμών και της ρουτίνας αποτυπώνεται με έναν μάλλον παλιοκαιρίσιο τρόπο από τη Μαντά, με τη «θαμπή» χρωματική παλέτα να παλεύει να δώσει ένα στίγμα στιλιστικό στα ζυγιασμένα καδραρίσματά της. Τα λόγια απουσιάζουν, η κατάληξη είναι πάντοτε ίδια: μόνοι, ο καθένας στο σπίτι του, τρώνε ένα πιάτο φαΐ μπροστά στην τηλεόραση και… πάλι από την αρχή. Η φωτογραφία του Κωστή Γκίκα αξιοποιεί μουντά και σωστά το σύγχρονο τοπίο, το ύφος της Μαντά, όμως, βγάζει κάτι το τόσο 90’s…
Ευτυχώς, και πάλι, δεν είναι ο Αγγελόπουλος που έρχεται στο νου, αλλά ο Παντελής Βούλγαρης, με τα συναισθήματα που είχε αφήσει το κομμάτι του Θανάση Βέγγου στις «Ήσυχες Μέρες του Αυγούστου» (1991). Για τέτοιου είδους κινηματογραφική ευγένεια μιλάμε. Κι αν κάπου αλλού πήγε επίσης το μυαλό μου, ήταν στην φετιχιστική προσήλωση του «Monsieur Hire» (1989) του Πατρίς Λεκόντ προς το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του. Βέβαια, στο τελευταίο υπήρχε και η πένα του Ζορζ Σιμενόν από κάτω, που έδινε μέχρι και θριλερικές διαστάσεις στην ιστορία. Εδώ, από την άλλη, η Μαντά αδιαφορεί απέναντι στην όποια πιθανή εκδοχή ενός σεναριακού «παιχνιδιού» με τον θεατή, ανοίγει τα χαρτιά της σχεδόν από το ξεκίνημα του φιλμ και… μένει πάντα στο ίδιο σημείο – στάση, αφήνοντας τους δύο πρωταγωνιστές της να δώσουν ένα κομμάτι ψυχής ή τις λιγοστές «ανατροπές» τής αφήγησης μέσα από τις επιλογές τους. Φαντάσου, όμως, πόσο πιο δυνατά θα έπαιρνε μπρος το φιλμ, αν δεν γνωρίζαμε τα πάντα για την ταυτότητα του Κώστα, αν το βλέμμα τού ανθρώπου που παρακολουθεί την Άννα ήταν αποκλειστικά υποκειμενικό και πρόσθετε ένα είδος «μυστηρίου» γύρω από τον παντοτινό θαυμαστή της.
Ο Φιλίππογλου και η Μάσχα καταφέρνουν να φτάσουν στον τερματικό σταθμό τής συγκίνησης (του θεατή) με βλέμματα, μειδιάματα κι εκείνα τα μαγκούφικα χαμόγελα της μέσης ηλικίας που δηλώνουν μαζί την πίκρα του χαμένου από τη ζωή χρόνου. Κι αφού το μέσα σου το νιώσει το «Για Πάντα», θα καταλάβεις πως και η δική σου διαδρομή μαζί τους δεν πήγε χαμένη.