FreeCinema

Follow us

… ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ (2020)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Παπαδάκος
  • ΚΑΣΤ: Γιάννης Τσιμιτσέλης, Κατερίνα Γερονικολού, Όλγα Δαμάνη, Χάρης Μαυρουδής, Ευγενία Σαμαρά, Πένυ Αγοραστού, Αντιγόνη Νάκα, Σπύρος Κυριάκος, Στέργιος Αντούλας
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS

Ο Πέτρος δεν ψάχνει για σχέση. Τον ευχαριστεί η περιπέτεια του ευκαιριακού σεξ. Η Ζωή βρίσκεται στην απέναντι όχθη. Θα συναντηθούν τυχαία, εκείνος θα τη φλερτάρει επίμονα, εκείνη θα πειστεί και θα κατακτηθεί. Είναι έρωτας; Και μπορεί ν’ αντέξει… για πάντα;

Το «… Για Πάντα» στην ουσία αποτελεί remake ενός ρομαντικού δράματος από την Τουρκία, του «Issiz Adam» (2008). Η ταινία είχε προβληθεί στη χώρα μας τον Απρίλιο της επόμενης χρονιάς, με τον ελληνικό τίτλο «Πάντα Μόνος». Δεν το είχα παρακολουθήσει τότε και… μάλλον σκοπίμως το απέφυγα και σήμερα, καθώς το εμπορικό σινεμά της γείτονος δεν είναι καθόλου του στυλ μου (για να μην προσθέσω και το… «φεστιβαλικό», με τα τρίωρα plus «έπη» γνωστού εξαγώγιμου «προϊόντος»). Μπήκα, λοιπόν, με εντελώς παρθένα ματιά στην ελληνική εκδοχή του έργου, που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Παπαδάκος, προερχόμενος από τον χώρο των music promo και τα δύο «αμαρτωλά» sequel του «The Bachelor» (από το 2017 και το 2018). Πάνω-κάτω, ήξερα τι να περιμένω από το φιλμ, δεν φανταζόμουν όμως πώς… τελειώνει! Κι εκεί κρύβεται όλη η μαγκιά του σεναρίου, ώστε να δικαιολογεί τη ύπαρξη τούτου του remake.

Τα κεντρικά πρόσωπα του ρομάντζου είναι ο Πέτρος και η Ζωή. Εκείνος είναι ένας πετυχημένος chef με δικό του μαγαζί και οικονομική σιγουριά. Ο προσωπικός του βίος, όμως, δεν παρουσιάζεται τόσο «κολακευτικά». Σχεδόν κάθε νύχτα κοιμάται και με άλλη γυναίκα, ενίοτε πληρώνει για το σεξ, συμμετέχει σε μικρές παρτούζες και γενικά συμπεριφέρεται στο «ασθενές» φύλο σαν να είναι σκουπίδι, ένα «δοχείο» σεξουαλικής ηδονής στο οποίο «αδειάζει» ένα αδιευκρίνιστο μίσος. Η εναρκτήρια σεκάνς, με τον ανήλικο Πέτρο να κρυφακούει τους μεγάλους και άσχημους καυγάδες των γονιών του, επιχειρεί να προσθέσει μία ψυχαναλυτική ερμηνεία στη συμπεριφορά του ήρωα. Μια ωραία πρωία, στο σκηνικό θα μπει και η Ζωή, μια κοπέλα περαστική που θα του τραβήξει την προσοχή και θα την (παρ)ακολουθήσει με μανία στους δρόμους. Μοιάζει να τον χτύπησε κάτι το κεραυνοβόλο. Έρωτας; Ο Πέτρος; Είναι δυνατόν;

Το φιλμ επικεντρώνει πλέον στο «ρίξιμο» της Ζωής, το οποίο φυσικά και θα έχει αποτέλεσμα (διαφορετικά δεν θα υπήρχε ταινία!), με το ζεύγος να περνά όμορφες και ρομαντικές στιγμές και τον Πέτρο να αλλάζει κλασικές του συνήθειες, μέχρι και να επιτρέπει σε γυναίκα να κοιμηθεί μαζί του στο ίδιο κρεβάτι. Ο Παπαδάκος σκηνοθετεί με καλή ροή, εκμεταλλεύεται την Αθήνα ως μεσογειακή πόλη φωτός και τα εξωτερικά του πλάνα είναι όσο πιο λαμπερά γίνεται (μερικοί… κυνικοί αυτό το αποκαλούν και «εικόνα διαφήμισης»), δίχως να προσπαθεί να «καλλωπίσει» (και) τη βρωμιά του κέντρου της πρωτεύουσας. Είναι μία από τις λίγες φορές που σύγχρονο ελληνικό έργο βάζει σε φιλμικό κάδρο την Αθήνα με τέτοιον τρόπο, γήινο και τόσο… δίπλα σε αυτό που ζούμε, συνεχίζοντας την προσέγγιση των δύο πρώτων ταινιών του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, χωρίς να αποφεύγει κάπου και την «γραφική» παγίδα της Πλάκας.

Σταδιακά, τα προβλήματα του σεναρίου αρχίζουν να βγαίνουν στην επιφάνεια. Ο Πέτρος και η Ζωή δεν έχουν περίγυρο, φίλους που να συνυπάρχουν με τους ήρωες και να ζωντανεύουν την ύπαρξή τους με επιπλέον ξεχωριστές στιγμές ή μικρές υποπλοκές. Που να βοηθούν τον Πέτρο και τη Ζωή να σχηματίσουν μέσω των «έξω» και τους δικούς τους χαρακτήρες. Εκείνος έχει έναν συνεταίρο στο μαγαζί (έστω) και μια μάνα στο νησί, με συγγενείς. Στην αφήγηση, όμως, αυτά δείχνουν τόσο λίγα, δίπλα σε μία Ζωή που πέραν του ραφτάδικου για παιδικά (κυρίως) κοστούμια που διατηρεί, έχει μία φίλη κολλητή την οποία συμβουλεύεται στα δύσκολα (προσέξτε πόσο δυναμώνει τις σκηνές της ηρωίδας όταν εμφανίζεται μαζί της), αλλά πέραν αυτής… το απόλυτο «κενό». Το σενάριο, ενώ σχετίζεται με ρεαλιστικές καταστάσεις και απαιτεί χτίσιμο χαρακτήρων, αφήνει το ζευγάρι σε ένα πλαίσιο αμηχανίας, να «αιωρείται» στη γλύκα του έρωτά του, χωρίς να παίρνει στα σοβαρά την υπόθεση. Στην πραγματικότητα, παρακολουθούμε δύο ήρωες που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε όσο πρέπει ώστε να ταυτιστούμε μαζί τους. Είναι δύο στερεότυπα. Και η ταινία, απλά, σου λέει: τα αγόρια με τον Πέτρο και τα κορίτσια με τη Ζωή.

Επιπλέον, ο χαρακτήρας του Πέτρου, ο οποίος έχει την ανάγκη μιας κάποιας εξιλέωσης ή μιας πιο διεισδυτικής ματιάς που θα μας εξηγήσει γιατί προέκυψε τόσο μαλάκας και μισογύνης, κατοικεί μονίμως σε ένα «θολό» τοπίο, το οποίο δεν ξεκαθαρίζει ούτε ο ερχομός της μάνας του από το νησί. Ήταν η μία και μοναδική ελπίδα που είχα, μπας και μέσω κάποιας έκρηξης μεταξύ τους, βγει στην επιφάνεια το όποιο «μυστικό» βασανίζει και τους δύο από το παρελθόν, κάτι που θα ανέλυε την αρχική πληροφορία που έχουμε για έναν βίαιο πατέρα. Αντίο ψυχανάλυση…

Το «… Για Πάντα» εξελίσσεται σε ένα ολίγον… αψυχολόγητο δράμα σχέσης που θα έχει τα πάνω και τα κάτω της, χωρίς κάποια βαρύτητα καταστασιακού στο background, αφήνοντάς μας να απορούμε για την έκβαση της ιστορίας. Καταλήγει σε κάτι χαρούμενο ή σε κάτι… σπαρακτικό; Αν είναι το πρώτο, μήπως κάναμε τζάμπα κόπο τόση ώρα; Και αν είναι το δεύτερο, πού στο διάβολο θα βασιστεί για να μας κάνει να (το) νιώσουμε; Η απάντηση έρχεται με το φινάλε. Το οποίο είναι μαγικό! Όσο «ανάλαφροι» κι αν στέκονταν μπροστά μας για τόση ώρα στην οθόνη ο Πέτρος και η Ζωή, είναι τόσο δυνατό και έξυπνο αφηγηματικά αυτό που συμβαίνει στο τέλος της ταινίας, ώστε να δικαιολογεί τα σφάλματα και τις αστοχίες της γραφής. Και, επιτέλους, φέρεται σωστά στους ήρωές του, τους οποίους ερμηνεύουν δύο φωτογενή πρόσωπα, ο Γιάννης Τσιμιτσέλης και η Κατερίνα Γερονικολού. Ο πρώτος στέκεται καλύτερα από ποτέ σε κινηματογραφικό ρόλο, αλλά στηρίζεται κυρίως στο «αίνιγμα» του χαρακτήρα του, το μετατρέπει σε ευκολία και άνεση όλο αυτό, κουβαλώντας ενίοτε μία «μάσκα» βασανισμένου, με βλέμμα που πλανάται… κάπου. Εκείνη βγάζει μία ικανοποιητική φυσικότητα, του κοριτσιού «της διπλανής πόρτας», που έχει φάει κάμποσα ζόρια από προηγούμενες σχέσεις και δεν θα κάτσει να «καεί» πάλι τόσο εύκολα. Βγάζουν μία χημεία… κανονικότητας μαζί, αλλά όχι ότι πετάνε και «σπίθες» θαυμασμού. Ωραία παιδιά είναι. Για νεανικές καρδιές που έχουν ανάγκη να βρουν τους local stars τους.

Για mainstream δουλειά που απευθύνεται σε μάζες και ένα πιο «λαϊκό» κοινό, το «… Για Πάντα» είναι ταινία που θα αποζημιώσει το target group της, έστω και στο φινάλε. Πολλές φορές, αυτό μετράει περισσότερο. Το πώς θα βγεις από το σινεμά. Στην προκειμένη, με πολύ κλαμένα μάτια!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ένα νεανικό ρομάντζο που αφήνει αρκετά ερωτηματικά γύρω από τους δύο βασικούς χαρακτήρες του έργου, αλλά αυτά ίσως και να είναι «προβλήματα» τα οποία αφορούν μία πιο ουσιαστική κριτική ή πιο ώριμους και απαιτητικούς θεατές. Το «… Για Πάντα» δεν φτιάχτηκε για εμάς. Το πιο «άβγαλτο» κοινό των multiplex δεν θα νιώσει προδομένο. Και πολλές γυναίκες θα… βογκήξουν και θα πλαντάξουν (μα, τι τέλος!). Ο Γιάννης Παπαδάκος, πάντως, αν θέλει να προχωρήσει σε κάτι καλύτερο, θα πρέπει να μάθει να «διαβάζει» (#diplhs) σενάρια. Στην εικόνα το έχει, ρυθμό έχει, μάτι σημερινό διαθέτει επίσης. Και είναι ωραίο που δοκιμάζεται σε genres, πόσω μάλλον εντός μιας πλέον εμπορικής παραγωγής. Ας έχουμε στην Ελλάδα και σκηνοθέτες που δεν είναι… «δημιουργοί»! Ας τους δίνουμε ευκαιρίες, ας ελπίσουμε σε μία κάποια εξέλιξη. Προσωπικά, θεωρώ ότι η ελληνική κινηματογραφία χρειάζεται περισσότερα τέτοια «πειράματα» από δήθεν αποψάρα «καλλιτέχνη». Τέλος, λίγη προσοχή με τους χορηγούς. Γυρνάει σαν κακό boomerang πίσω σε όλους μαζί…


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.