ΠΩΛ ΓΚΩΓΚΕΝ (2017)
(GAUGUIN: VOYAGE DE TAHITI)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εντουάρ Ντελίκ
- ΚΑΣΤ: Βενσάν Κασέλ, Τουέϊ Άνταμς, Μαλίκ Ζιντί, Περνίλε Μπέργκεντορφ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Η αυτοεξορία στη Γαλλική Πολυνησία, ο καλλιτεχνικός οίστρος, τα προβλήματα υγείας και ο έρωτας με μια «μούσα», σε μια χαρτογράφηση της πιο δημιουργικής εποχής στη ζωή τού μετα-ϊμπρεσιονιστή ζωγράφου Πωλ Γκωγκέν.
Μια ακόμη «καλοκαιρινή» (και γαλλική) βιογραφία ανοίγει στις ελληνικές αίθουσες νωρίς-νωρίς, γιατί… ποιος δεν θέλει να απολαύσει σε μια αίθουσα πλησίον του ένα φιλμ για τις περιπέτειες (;) του Πωλ Γκωγκέν εν έτει 1891, ο οποίος σαν άλλος ερημίτης / ναυαγός Ροβινσώνας Κρούσος μπαρκάρει μόνος σε μια εναγώνια αναζήτηση της πολυπόθητης έμπνευσης που θα δώσει πραγματικό νόημα στην ταλαιπωρημένη ύπαρξή του; Φαντάζομαι πως όλο και καμία ντουζίνα άτομα θα ενδιαφέρονται, συνεπώς αυτό είναι αρκετό για την ελληνική διανομή («επιτυχία» μυρίζομαι πάλι…). Ακόμη κι έτσι, θα ήταν άξια λόγου μια ταινία που αν μη τι άλλο διατηρούσε την ιστορική της πιστότητα (με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει). Στην προκειμένη περίπτωση, ο προσδιορισμός του φιλμ του Ντελίκ ως βιογραφία «σκοντάφτει» ολίγον τι ξεδιάντροπα πάνω στα πραγματικά γεγονότα και πρόσωπα που απαρτίζουν το χρονικό του ταξιδιού τού Γκωγκέν, αρχής γενομένης από την ηλικία της όμορφης ιθαγενούς, στην οποία ο διάσημος δημιουργός βρήκε συναισθηματικό και ζωγραφικό αποκούμπι.
Σε ένα Παρίσι βουτηγμένο στις ακολασίες, το ποτό και τις εταίρες, όπως τουλάχιστον το παρουσιάζει ο Ντελίκ μέσα στα πρώτα (ελάχιστα) λεπτά της ταινίας, ο Γκωγκέν (Κασέλ) αισθάνεται παγιδευμένος και καλλιτεχνικά «ανάπηρος». Αποφασισμένος να επαναπροσδιορίσει την τέχνη του με μια αναζήτηση νέων οπτικών ερεθισμάτων, θα ξεκινήσει το μακρύ και διόλου εύκολο ταξίδι μέχρι την παρθένα Γαλλική Πολυνησία, δίχως όμως τη συντροφιά της συζύγου και των πέντε παιδιών τους, οι οποίοι αρνούνται να τον ακολουθήσουν σε αυτό το αυτοκαταστροφικό νέο μονοπάτι. Με την υγεία του να χειροτερεύει διαρκώς, άφραγκος και μόνος, ο Γκωγκέν δεν θα το βάλει κάτω, επιδιδόμενος σε μια ασταμάτητη παραγωγή έργων τέχνης μοναδικής ομορφιάς, συγκλονισμένος από τη μαγεία του τοπίου και την εξωτική ομορφιά της Τεχούρα (Άνταμς), μιας νεαρής ιθαγενούς η οποία έμελλε να αποτελέσει ερωμένη και μούσα του, μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης για μια από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικά περιόδους του Γκωγκέν.
Αφήνοντας σε πρώτη φάση στην άκρη τις τρανταχτές ανακρίβειες τούτου του biopic, δεν είναι να απορεί κανείς που μετά το τέλος του η μόνο αίσθηση που (σου) μένει είναι πως αν είχες πετύχει στην τηλεόραση την εν λόγω ταινία ίσως και να τη χάζευες για λίγα λεπτά, πριν σε «χτυπήσει» στο κεφάλι το όλο… «Γαλάζια Λίμνη» του θεάματος, κάνοντάς σε να αλλάξεις (και πάλι) κανάλι. Έχεις ακούσει αυτό που λέει ο σοφός λαός, «όπου λαλούν πολλοί κοκόροι, αργεί να ξημερώσει;», Ε, στην περίπτωση του «Πωλ Γκωγκέν» όπου «κοκόροι» βάλε τους σεναριογράφους και… έχεις τέσσερις στο σύνολο! Παρακολουθώντας την ταινία, αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που για κάποιους (για τους σχετικούς με το θέμα, δηλαδή) θα ήταν μια ενδιαφέρουσα ευκαιρία για την κινηματογραφική αποτύπωση μιας αξιόλογης ζωγραφικής πορείας (όπως αυτή αναγνωρίστηκε μετά τον θάνατο του Γκωγκέν), καταλήγει σε ένα άβολο και διόλου σημαντικό στα μάτια σου ερωτικό…τρίγωνο, το οποίο αποσπά με ανόητο τρόπο την προσοχή από τα λίγα σημαντικά που εκτυλίσσονται εδώ. Κατά κάποιον τρόπο, μοιάζει λες και η ταινία του Ντελίκ δεν διαθέτει έναν ξεκάθαρο προσανατολισμό, γεγονός που σίγουρα οφείλεται (σε έναν βαθμό) στο μπλέξιμο τεσσάρων διαφορετικών ατόμων στη συγγραφή ενός σεναρίου που επιπλέον βασίζεται στα ίδια τα απομνημονεύματα του ζωγράφου από το ταξίδι του στην Ταϊτή. Μπάχαλο.
Πέρα (και πάνω) από όλες τις αστοχίες τού «Γκωγκέν», τρανταχτό πρόβλημα εντοπίζεται στον ρόλο της Τεχούρα, που εδώ μπορεί να ερμηνεύεται από τη 17χρονη (κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων) Τουέϊ Άνταμς, στην πραγματικότητα όμως επρόκειτο για ένα 13χρονο (!) κορίτσι, το οποίο ο Γκωγκέν πήρε από ένα χωριό με τις ευλογίες των γονιών του επειδή… έτσι του άρεσε, όπως αφήνεται να εννοηθεί από την πλοκή του φιλμ. Υπό αυτό το πλαίσιο, η μη αναφορά (καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας) στην πραγματική ηλικία της Τεχούρα είναι αναμενόμενη, με τον Ντελίκ να αφήνει συνειδητά διφορούμενο αυτό το μελανό για βιογραφία σημείο. Δεν δύναμαι να φανταστώ ποια εναλλακτική αφηγηματική γραμμή θα μπορούσε να έχει επιλέξει ο σκηνοθέτης προκειμένου να διηγηθεί αυτή την ιστορία, εντούτοις η ωραιοποίηση της εικόνας του Γκωγκέν, η αμφισημία πίσω από την παιδοφιλική του τάση και η ολοκληρωτική απόκρυψη της φημολογούμενης βίαιης συμπεριφοράς του (λεγόταν ότι ασκούσε λεκτική και σωματική βία στη σύζυγό του) χάριν αναδείξεως της προσωπικής του οπτικής (το φιλμ βασίζεται εν μέρει σε δικά του γραπτά) καθιστούν το «Γκωγκέν» μια κινηματογραφική απόπειρα που μοιραία απέχει πολύ από το genre και παίρνει ξεκάθαρη θέση απέναντι στα πραγματικά γεγονότα, «βαφτίζοντας» ουσιαστικά το μυθοπλαστικό κομμάτι σε βιογραφία, ενδεχομένως σε μια απόπειρα να γλυτώσει την όποια κατακραυγή κάθε μη γνώστη της ζωής του σπουδαίου ζωγράφου.