FreeCinema

Follow us

ΦΩΤΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ (2016)

(FUOCOAMMARE)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζανφράνκο Ρόζι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS

Καθημερινά στη Λαμπεντούζα, ένα μικρό νησί έξι χιλιάδων κατοίκων ανάμεσα στις ακτές της Αφρικής και της Ιταλίας, εκατοντάδες πρόσφυγες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή καταφθάνουν σε αναζήτηση καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Ο μικρός Σαμουέλε, όμως, δεν μοιάζει να απασχολείται από αυτά, θέλει μόνο να κυκλοφορεί στη φύση, να ασχολείται με τη σφεντόνα του και να… αποφεύγει την θάλασσα. Αυτή είναι η παράλληλη καταγραφή δύο διαφορετικών κόσμων αλλά μιας κοινής πραγματικότητας σε κρίση.

O Τζανφράνκο Ρόσι ανέκαθεν ενδιαφερόταν για το περιθώριο. Είτε αυτό αφορούσε τους κοινωνικούς απόκληρους του «Below Sea Level» που βρίσκουν καταφύγιο στην έρημο της Καλιφόρνιας, είτε το σύνολο των ανθρώπων τού «Sacro GRA» που διαμένει λίγο μέσα, λίγο έξω ή ακριβώς πάνω στον μεγάλο περιφερειακό δακτύλιο γύρω από τη Ρώμη, ταινία που δείχνει μια διαφορετική εικόνα σχετικά με το πώς είναι να ζεις στην ιταλική πρωτεύουσα του σήμερα. Ειρωνικά, το θέμα τού τελευταίου του φιλμ δε θα μπορούσε να ανήκει περισσότερο στο επίκεντρο του τώρα και στο προσκήνιο των κοινωνικών ευρωπαϊκών εξελίξεων. Ωστόσο, ο ίδιος παραμένει συνεπής στη μόνιμη προσέγγιση που χαρακτηρίζει το oeuvre του και παρουσιάζει την πραγματικότητά του όχι με παραδοσιακή «ντοκιμαντερίστικη» δραματική πυγμή αλλά σαν κάτι που εξακολουθεί να συμβαίνει στο περιθώριο των οπτικών οριζόντων των πρωταγωνιστών του.

Ειδικά όσοι είναι εξοικειωμένοι με την παρατηρητική μέθοδο του Ρόζι, θα προσαρμοστούν αμέσως στις κινηματογραφικές ιδιαιτερότητες του «Φωτιά στη Θάλασσα». Οι υπόλοιποι θα χρειαστεί σίγουρα να προετοιμαστούν για μια αφήγηση που δεν ακολουθεί προφανείς αφηγηματικούς άξονες παρά αποτελείται από μεμονωμένα καθημερινά επεισόδια που συνθέτουν σταδιακά την ευρύτερη εικόνα, για εκτενείς περιόδους σιωπής όπου η ματιά στη φύση και στον κόσμο αντικαθιστά κάθε ανάγκη για χρήση λέξεων, για αρκετές εκ βαθέων εξομολογήσεις που δημιουργούν άβολη αίσθηση στον θεατή (ειδικά η μαρτυρία του γιατρού, που αφενός εξηγεί σε μία νεαρή έγκυο κοπέλα το υπερηχογράφημά της και αφετέρου εξομολογείται ότι δεν αντέχει άλλο τη συνεχή έκθεσή του σε νέα πτώματα, προκαλεί ανατριχίλες) και για φαινομενικά άσχετες σκηνές (όπως η «συνομιλία» ενός μικρού αγοριού με ένα πουλί μέσα στη νύχτα), όπου μόνο έπειτα από προσωπικό συλλογισμό μπορεί να αποκαλυφθεί η ελεύθερη συσχέτισή τους με το κεντρικό νόημα της ταινίας.

Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά είναι που κρατούσαν μέχρι τώρα τον Ρόζι μακριά από την ευρεία αποδοχή, καθιστώντας το έργο του δύσκολο και απρόσιτο ακόμα και στο λεγόμενο «arthouse» κοινό. Η «Φωτιά στη Θάλασσα», όμως, δείχνει μεγαλύτερη συνοχή από ποτέ, σαφέστερη προσήλωση σε ένα αφηγηματικό κέντρο και, συγκριτικά με το παρελθόν, λιγότερους χαρακτήρες γύρω από τους οποίους στήνει τον ιστό της. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ο Ρόζι ξαφνικά έγινε… εμπορικός και προσιτός στο ευρύ κοινό. Παρ’ όλα αυτά, η νέα του ταινία επικοινωνεί με αυτό σαφώς καλύτερα, ίσως επειδή το θέμα της χτυπάει τόσο κοντά και στην ελληνική πραγματικότητα αλλά σίγουρα και επειδή δείχνει περισσότερο προσιτή στο συναίσθημα και στην αναγνώριση της ανθρώπινης τραγωδίας.

Από τη μια πλευρά, ο Ρόζι τοποθετεί τον μικρό Σαμουέλε, ο οποίος αν και κατάγεται από μία ναυτική γενιά, όχι μόνο δεν δείχνει ενδιαφέρον να ακολουθήσει την οικογενειακή παράδοση αλλά και… ζαλίζεται μόλις πατάει πόδι πάνω στο αλιευτικό σκάφος. Ο Σαμουέλε και η οικογένειά του (δηλαδή ο ναυτικός πατέρας του και η μονίμως έγκλειστη στο σπίτι γιαγιά του) δείχνουν να μην επηρεάζονται από τη μαζική απόβαση προσφύγων στα εδάφη του νησιού τους, απασχολούμενοι με την αφιέρωση τραγουδιών στο ραδιόφωνο, τη μαγειρική και το πρόβλημα όρασης που παρουσιάζει ο μικρός στο ένα μάτι (η μεταφορά σε σχέση με τη συνολική προσέγγισή τους στην περιρρέουσα κατάσταση δεν μπορεί να αγνοηθεί). Η μοναδική στιγμή που η πραγματικότητά τους φαίνεται να διαταράζεται είναι όταν η γιαγιά μονολογεί «Καημένες ψυχές…», ακούγοντας τα νέα στο ραδιόφωνο, πριν συνεχίσει ατάραχη την καθημερινή της τελετουργία.

Από την άλλη πλευρά, ο Ρόζι εικονογραφεί τις καθημερινές ροές προσφύγων στο νησί, χωρίς όμως να επιχειρεί να παρουσιάσει «διδακτικά» μια επιχείρηση διάσωσης από την αρχή μέχρι το τέλος (ίσα-ίσα, μόνο τμηματικά βλέπουμε στάδια των καθημερινών επιχειρήσεων) ή να ωραιοποιήσει / αγιοποιήσει οποιαδήποτε συμμετοχή σε αυτή. Αντιθέτως, προσπαθεί να στήσει ένα ζευγάρι αόρατα μάτια σε κάθε άγνωστη πτυχή των διαδικασιών, είτε αυτό αφορά τις στιγμές που οι διασωθέντες οδηγούνται σε αναγνώριση και ταυτοποίηση, είτε την επιλογή των αρρώστων από ένα ακόμα υπερφορτωμένο πλοιάριο, είτε τις αγωνιώδεις ανάσες όσων σώθηκαν και τον θρήνο τους για όσους έχασαν στην πορεία. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται και οι πιο αποκαλυπτικές σκηνές της ταινίας, όπως η εξιστόρηση των περιπετειών ενός πρόσφυγα που σταδιακά μετατρέπεται σε θρησκευτική εμπειρία και προσευχή αλλά και η ξαφνική κάθοδος στο αμπάρι ενός πλοίου, που αποκαλύπτει σοκαριστικά τα – μέσα στα χρωματιστά τους ρούχα – πτώματα όσων δεν τα κατάφεραν. Σε όλη αυτή τη διάρκεια, η κάμερα του Ρόζι δεν δείχνει να μαρτυρά καν την παρουσία της, εωσότου καρφωθεί πάνω της φευγαλέα το βλέμμα ενός διασωθέντα που την παρεξηγεί για την κάμερα της επίσημης καταγραφής της άφιξής του. Το ξαφνικό αυτό σπάσιμο του τέταρτου τοίχου αποτελεί και μία από τις πιο δυνατές στιγμές του φιλμ.

Συνδετικός κρίκος των δύο αυτών κόσμων (αλλά και μέτρο αντίθεσης, ικανό να αποδείξει το ουσιαστικό χάσμα ανάμεσά τους) παραμένει η θάλασσα, η οποία δένει παρόν και παρελθόν, τη βαρετή καθημερινότητα των ντόπιων με τις αναγκαίες ριψοκίνδυνες επιλογές των ανθρώπων που παλεύουν για τη ζωή τους, αλλά και την παραδοσιακή έννοια του πολέμου (η ταινία παίρνει τον τίτλο της από τις προσφυγικές μαρτυρίες για ρουκέτες που έσκαγαν στη θάλασσα χρωματίζοντάς την) με το εμπόλεμο παρόν που ξεπερνάει τους γνώριμους όρους. Γι’ αυτό και ο βυθός της θάλασσας είναι γεμάτος ναυάγια, ανάγοντάς τη σε μέσο επιβίωσης αλλά και σε κοινό εχθρό, πάντα εντυπωσιακή, όπως και κάθε πλάνο της φύσης που προσφέρει ο Ρόζι.

Γιατί ο Ρόζι, παρά την… εμπόλεμη ματιά, στήνει κάθε πλάνο με μια ποιητικότητα και ομορφιά που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό αλλά και προβληματισμό σχετικά με τον τρόπο που προσεγγίζει ένα τόσο ευαίσθητο θέμα. Σίγουρα, ο ίδιος διαχειρίζεται με προσοχή την καταγραφή του δίχως να πλησιάζει καν τα όρια της εκμετάλλευσης, όμως ο τρόπος που προσπαθεί να αναγάγει σε τέχνη την ίδια την επιβίωση (είτε με τα χρωματιστά κάδρα των υπερφορτωμένων πλοίων, είτε με τον τρόπο που οι χρυσόχρωμες θερμαντικές κουβέρτες λαμπυρίζουν μέσα στο σκοτάδι, είτε με τον απόλυτα «κινηματογραφικό» τρόπο που προσεγγίζει κάθε απόπειρα διάσωσης), θυμίζει κατά στιγμές περισσότερο τον παλιό, απρόσιτο Ρόζι παρά τον συνειδητοποιημένο σκηνοθέτη που δείχνει να είναι παρών στη μεγαλύτερη διάρκεια αυτής της «Φωτιάς στη Θάλασσα».

Στο τέλος τού φιλμ, ακόμα μία μέρα στη Λαμπεντούζα κλείνει, με ένα ακόμα πλοίο έτοιμο να αφιχθεί και τον μικρό Σαμουέλε να ισορροπεί σε μία αποβάθρα, στον δικό του κόσμο και τις δικές του ανησυχίες, με το δικό του «τεμπέλικο» μάτι και τη μερική οπτική του στον κόσμο. Ο Ρόζι, όμως, έχει «ανοίξει» το μάτι του ίδιου τού θεατή, του έχει αποκαλύψει κομμάτια μιας εμπόλεμης πραγματικότητας και του έχει προσδώσει κρίσιμες πληροφορίες που δεν έχουν να κάνουν με την πολιτική αλλά με μια κοινωνική διάσταση, η οποία είναι επίκαιρη και πιο επιτακτική από ποτέ (ακόμα κι αν στ’ αλήθεια ο Ρόζι έχει προσφέρει περισσότερη ομορφιά παρά φρίκη).

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μην αποπροσανατολίζεσαι από την ταμπέλα τού «ντοκιμαντέρ». Το σινεμά τού Ρόζι έχει μια δική του αισθητική, μια δική του προσέγγιση στην επιχειρηματολογία, και μια αφηγηματική αρχή που δε συντάσσεται ούτε με τη μυθοπλασία ούτε με την αυστηρή τεκμηρίωση. Ο παραδοσιακός θεατής κατά πάσα πιθανότητα θα τα βρει δύσκολα, ακόμα και εκείνος που έχει συνηθίσει στην αφήγηση των περισσότερο παραδοσιακών ντοκιμαντέρ. Αυτός, όμως, δεν είναι ο σκοπός μιας ταινίας που δεν θέλει (δεν οφείλει, στην τελική) να δώσει απαντήσεις αλλά να προβληματίσει και να στρέψει το μάτι εκεί που πρέπει;


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.