FreeCinema

Follow us

ΕΞΟΔΟΣ 1826 (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Ιστορικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Τσικάρας
  • ΚΑΣΤ: Δημήτρης Παπαδόπουλος, Λεωνίδας Κακούρης, Μαρία Ανδρούτσου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 96'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR

Το δημοτικό classic «Τα Παιδιά της Σαμαρίνας» τώρα και σε ταινία. Αχός βαρύς ακούγεται, λίγα ντουφέκια πέφτουν…

Για ποιον λόγο κάποιος γυρίζει σήμερα (στη) «φουστανέλα», ανέκαθεν το λιγότερο ευκλεές (οξύμωρα για τα συνήθη περιεχόμενά της) κινηματογραφικό είδος; Επειδή το αίτημα της ελληνικότητας δονεί το είναι και το εκφράζεσθαί του, και το συγκεκριμένο genre μοιάζει το πιο άνευ παρεξήγησης ελληνικό; Επειδή το ρεύμα στη διεθνή βιομηχανία του χώρου, που ξέθαψε δια της μυθολογίας το Greek chic σε blockbuster όπως οι «300», με αισθητή καθυστέρηση ως συνήθως έχει απόνερα και στα μέρη μας; Επειδή οι τρέχουσες συνθήκες (η οικονομική δυσπραγία, το φαινόμενο της μετανάστευσης) καθιστούν το φαντασιακό του, όπως και των υπόλοιπων κατοίκων της Ψωροκώσταινας, εκ νέου ευάλωτο σε εθνικά αφηγήματα ηρωισμού κι αυτοθυσίας; Επειδή ως παιδί της Βόρειας Ελλάδας και λάτρης της ιστοριογραφίας βρίσκει ενστικτωδώς στον συνδυασμό τους το πρόσφορο για το κινηματογραφικό ντεμπούτο του έδαφος, με την πρώτη ever ταινία για το μακεδονικό σκέλος του 1821;

Ό,τι κι αν ισχύει, το αξιέπαινο της αποκοτιάς αφορά, δυστυχώς, μόνο το επίτευγμα της ολοκλήρωσης της ανεξάρτητης παραγωγής και όχι την καλλιτεχνική ευόδωσή της: εμπνεόμενος κατά την παράδοση του είδους από ένα δημώδες άσμα, όπως και ρομαντικά δράματα σαν τα «Ο Μιμίκος και η Μαίρη» και «Μαρία η Πενταγιώτισσα» που κατά κόρον χαρακτήρισαν τη συγκεκριμένη συνομοταξία, ο Θεσσαλονικέας δημοσιογράφος και θεατρικός συγγραφέας / σκηνοθέτης Βασίλης Τσικάρας δεν κατορθώνει παρά να δημιουργήσει, ως indie Τζέιμς Πάρις, έναν (με κάτι από «Glory: Ο Δρόμος για τη Δόξα») «Παπαφλέσσα» για τη γενιά του «Game of Thrones», που σφάζεται όμως στα πόδια τού κοινού του… «Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής».

Υπάρχει ένα καλό. Δεν μπορείς να γίνεις άλλος Νικηταράς ο Τουρκοφάγος κανιβαλίζοντας ό,τι προέκυψε, όπως π.χ. το περσινό απρόθετα εν αναμονή cult «Παραμύθι Χωρίς Όνομα». Η διδασκαλία των ηθοποιών αν και δεν αποδίδει ιδιαίτερους καρπούς είναι ορατή, οι προδιαγραφές του production και η δουλειά του συνεργείου είναι κατά πλειοψηφία επαγγελματικές, το σενάριο δεν δίνει αφορμές για χωρατά στους κακοπροαίρετους θεατές. Όμως αυτό ταυτόχρονα είναι και κακό (για το δυνητικό fun του πράγματος) – αλλά όχι το μεγαλύτερο. Και δεν εννοώ τα μούσια αλφαδιασμένα από trimmer που κανείς λεβέντης, όσο κοκέτης κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε να πετύχει δύο αιώνες πριν, τις λευκές βλάχικες φορεσιές που περιέργως δεν λερώνονται μετά από 10ήμερη διαβίωση (μαχών συμπεριλαμβανομένων) στην ύπαιθρο ή τη σπαθομαχία στην ακροποταμιά που, καθώς οι εμπλεκόμενοι δείχνουν να φοβούνται τα όπλα τους, μοιάζει με προβάρισμα αντί λήψης.

Δεν είναι αυτά που επιτάσσουν το «Στ’ άλογα, στ’ άλογα, Ομέρ Βρυώνη» σου σε φορά αντίθετη προς τα κονάκια που θα φιλοξενήσουν το φιλμ. Νόμιζες ότι είχαμε καθαρίσει οριστικά πια (με) τους διαλόγους που δεν ακούγονται ευδιάκριτα στο εγχώριο σινεμά; Ο ανά σημεία προβληματικός ήχος (κυρίως) σε συνδυασμό με την άρθρωση (κατά δεύτερον) κάποιων ερμηνευτών θα σε διαψεύσει εκνευριστικά. Όχι ότι δικαιολογείται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το τι διαμείβεται. Καθώς η δράση κόβεται στα τρία (Γρεβενιώτης «καπετάνιος» με τη βοήθεια φίλου οδηγεί παλικάρια της φημισμένης πια κοινότητας προς επίρρωση συμπατριωτών και αμυνόμενου στρατηγού στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι, οι γυναίκες πίσω στα σπίτια τους κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα για το τι ετοιμάζουν κρυφά οι άντρες τους, ο Ιμπραήμ πασάς κι ο Αγαρηνός Φρούραρχος της Άρτας σχεδιάζουν τις κινήσεις τους), οι εύτακτες και λιτές στιχομυθίες πάντα σε πολιτισμένο κλίμα (στα όρια του… βαρβάτου savoir-vivre, μιλάμε) διεκπεραιώνουν το minimum του σεταρίσματος των καταστάσεων, με λίγες κουμπουριές απροόπτων.

Οι περίπολοι των Οθωμανών στην ορεσίβια πορεία, ένας ξέμπαρκος νταβραντισμένος στα πρανή που μπορεί να είναι ή να μην είναι εχθρός κι ένα σμάρι από ντόπιες σκλάβες της Ερυθράς Ημισελήνου, ωστόσο, μόνο ως κοντογούνι τού συλλήβδην αρσενικού δρόμο-παίρνω-δρόμο-αφήνω στον Σμόλικα μπορούν να σταθούν. Στα επεισόδια του χωριού το διάσελο της θηλυκής ανησυχίας για το μυστικό εγχείρημα επιχειρείται να κυοφορήσει μια κάποιου είδους συναισθηματική ένταση – και απλώς a posteriori μοιάζει να ξεγεννάει τις α λα Μάλικ νοερές φλασιές οικογενειακής ευτυχίας στο μη παρέκει της μοίρας των νταγλαράδων. Τα tête-à-tête των βυσσοδομούντων Τουρκαλάδων στη γλώσσα τους, πάλι, φαντάζουν σαν εν μέσω των λοιπών εξωτερικών διάλειμμα δωματίου serial εποχής αγορασμένου απ’ τη γείτονα.

Αυτό, τελικά, είναι το κακοτράχαλο πέρασμα που δεν μπόρεσε να διαβεί ο Τσικάρας. Έφτιαξε ένα έπος αναλέκτων που εκφραστικά δε ματώνει και που φέρνει, υπό την κάπα τού φόρου τιμής στους ημών προγόνους και της συστατικής επιστολής στο σινάφι της 7ης Τέχνης, περισσότερο σε πιλότο mini σειράς. Το μπουμπουνάνε, περισσότερο από τα λελογισμένα πανοραμικά τού drone στις πλαγιές, τα ρελαντί των συννέφων ως συνδεσμολογικό εργαλείο, το «Εσείς μωρέ παιδιά κλεφτόπουλα…» σε σχεδόν a cappella εκτέλεση στο soundtrack και τη συμβολιστική αγγελιαφόρο των τιμητικών μα κακών μαντάτων ονόματι Ελευθερία, οι απογοητευτικά στοιχειωδέστατοι χαρακτήρες – υποχείρια των πεπραγμένων, το αντιset-piece γιουρούσι όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα στη με δεμένα τα χέρια ελέω προϋπολογισμού φωτογραφία (του καταρτισμένου dp του «Παραμονεύοντας», Δημήτρη Σταμπολή) και το μοντάζ δεν μπορεί να το σώσει, η υποτυπώδης κορωνίδα της μάχης που παρότι ταμπουρωμένη στον προμαχώνα της ελεγείας απογοητεύει σε σχέση με το σπουδαιοφανές ροβόλημα των όσων οδήγησαν σε αυτήν.

Η βιογραφική σημείωση για την πολιτικά επωφελή διπροσωπία κάποιων από τους κακούς της υπόθεσης στοχεύει στο θυμικό (αντί του δόξα πατρί) του αντιμνημονιακού λαού του «ψόφα!», ενώ το φινάλε έχει ήδη καταθέσει στέφανο, με αλυσιδωτά φευγαλέα πορτρέτα και freeze frame, στις περισσότερο ή λιγότερο επώνυμες φιγούρες που έπεσαν σ’ αυτόν τον αγώνα – της αφήγησης. Κάπως έτσι έπεσε, αν και όχι μπερδεμένος στα τσαρούχια του, κι αυτός ο άκαπνος μεταξύ μυθοπλασίας, Ιστορίας, τραγουδιού του βουνού και του λόγγου πολιτιστικός κι εξωραϊστικός σύλλογος εορτάζοντας τις «θύμησές» μας. Μπρε, καλ(ύτερ)ο βόλι την επόμενη φορά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μόνο αν έχεις φάει πετριά με την Επανάσταση του ’21 ή διατηρείς εντοπιότητα – αν βλέπεις και τούρκικα δε, μπορεί να μην βαρεθείς. Όσοι θέλετε σκληρό σαπούνι, θα το βρείτε πολύ comme il faut και συνάμα rustique. Κουλτουριάρηδες, παρά το δυνάμει απατηλό παρουσιαστικό καμία σχέση με το «Άφεριμ!». Το οικειοθελές παιδομάζωμα, πάλι, αποκλείεται, εκτός αν κάνας Ελληνάρας δάσκαλος χαντακώσει τα κακόμοιρα σε εκπαιδευτική εκδρομή στη σκοτεινή αίθουσα.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.