FreeCinema

Follow us

EVERYTHING IS WONDERFUL (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πία Μέχλερ
  • ΚΑΣΤ: Πία Μέχλερ, Τόνια Σωτηροπούλου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 79'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Νέα Υόρκη. Νέα γυναίκα μόνη ψάχνει. Girlfriend της το ίδιο. Το συζητούν. Το ζουν. Μαζί μπορούν;

Ακόμα δεν έχω ξεπεράσει το «Μια Γυναίκα Μόνο Ξέρει», το για μένα εξωφρενικότερα κατώτερο δείγμα με-καλλιτεχνικό-προκάλυμμα ταινίας της τρέχουσας δεκαετίας περί τη φιλία και τα θέλω (sic) της μεγαλοκοπέλας. Τώρα, όμως, ξέρω ότι υπάρχουν και χειρότερα, και μάλιστα με το συγκεκριμένο «τεφαρίκι» ως πιθανή συνειδητή ή ασυνείδητη επιρροή. Παραγωγή του 2016 (με τη βούλα, προσέξτε το copyright στους τίτλους τέλους), που το 2017 φιλοξενήθηκε στα Φεστιβάλ Τσέλσι και Θεσσαλονίκης (μόνο), καταχωρίζεται στο imdb ως τίτλος του 2018 λανθασμένα (ενδεχομένως εκούσια) και φτάνει αποκλειστικά στις εγχώριες αίθουσες το 2019 (ίσως επειδή μεταξύ άλλων συμπαραγωγός είναι ο επίσης σε δεύτερο ρόλο Αλέξης Γεωργούλης), το «Everything Is Wonderful» είναι συγγνωστό ως αποτυχημένο πρωτόλειο μιας πρώην ingénue αλλά ασυγχώρητο ως ντροπιαστική μπαγκατέλα της εμπορικής διανομής, για να υιοθετήσω το σκληρό ανδρικό λεξιλόγιο που επιφυλάσσεται συνήθως στις μη ελκυστικές εκπροσώπους του ασθενούς φύλου, στις οποίες οι δύο πρωταγωνίστριες δεν ανήκουν (από εμφάνιση, τουλάχιστον).

Τη μητρότητα, τη φιλοδοξία, τον σεξισμό, την ανασφάλεια, τους δικούς, το ennui, τη libido, τη μυθομανία, τον γάμο, την παραμονή, τα πάντα όλα του αλλοδαπού θηλυκού Είναι και γίγνεσθαι στο Μεγάλο Μήλο σε δύο εκδοχές μέσω των αντιδιαμετρικών περσόνων χαϊδεύει με βινιέτες αλλά δεν ακουμπάει το ντεμπούτο της Μέχλερ ενώ, το πιο απογοητευτικό, αφήνει για τα πρώτα 2/3 ουσιαστικά στην απέξω, άπιαστο στις διακυμάνσεις του, το υποτίθεται οργανικό του ζήτημα, της σχέσης δύο επιστηθίων, αναθέτοντας στο επανερχόμενο (εμφανώς κυρίως στο στάδιο του μοντάζ παρά στο στάδιο του σεναρίου) αντρικό voice-over κάποια στιγμή ξαφνικά να μας ανακοινώσει την πρώτη φάση καμπής της. Αυτό το ερασιτεχνικού χρωματισμού από αρσενικό speakage, που παίρνω όρκο ότι μόλις έσκασε στην εισαγωγή μού θύμισε τα τύπου «η Αθήνα μας. Μια μοντέρνα πόλη κ.λπ.» κάποιων ταινιών του ΠΕΚ, είναι ο κακός οιωνός για ό,τι έπεται, καθώς μας διαβεβαιώνει ότι η Μαρία και η Λένα είναι κολλητές, αλλά αυτό που βλέπουν τα ματάκια μας στην πρώτη σκηνή είναι η επιπέδου outtake στιχομυθία δύο ηθοποιών που δεν έχουν ακόμα κατακτήσει την απαιτούμενη χημεία, κάτι ακόμη πιο θλιβερό καθώς η Σωτηροπούλου και η συμπρωταγωνίστριά της δημιουργός τυγχάνουν όντως φίλες και πρώην συγκάτοικοι στο Λονδίνο.

Ό,τι ακολουθεί μοιάζει (και είναι εξίσου φρέσκο) με Χαλ Χάρτλεϊ που φτιάχνει το δικό του «Sex and the City» (μ’ ένα λεκτικό γκαγκ περί εκσπερμάτισης απευθείας κλεμμένο από εκεί), ένα indie που στη δεκαετία του ‘90 μπορεί και να επιλεγόταν ως συμπλήρωμα σε παράλληλο τμήμα του Φεστιβάλ του Sundance, στη δεκαετία του ‘00 μάλλον θα δοκίμαζε την τύχη του ως πιλότος για serial συνδρομητικού καναλιού, και στη δεκαετία του ‘10 θα απορριπτόταν πανηγυρικά κι απ’ τα δύο και θα κατέληγε στο διαδικτυακό VOD – όπως ακριβώς και συνέβη. Η Λένα είναι ξανθιά, 30+ Γερμανίδα, από ευκατάστατη οικογένεια, με ψιλοϋποχονδριακούς ιδεασμούς, άνευ επαγγέλματος, παντρεμένη με Αμερικανό τον οποίο θα διώξει από το διαμέρισμά τους στο Μπρούκλιν με την κατηγορία της απιστίας. Η Μαρία είναι μελαχρινή, 29χρονη Ελληνίδα, χωρίς κομπόδεμα, με ψιλοέλλειψη αναστολών, σερβιτόρα και ηθοποιός χωρίς δουλειά, που θα αφήσει Ιταλό γκόμενο (κορίτσια, ο Γεωργούλης!) ο οποίος της ζητάει να το σοβαρέψουν. Η Λένα θα προσκαλέσει την bestie της να μείνει στο σπίτι. Τι περιμένει καθεμιά τους και τις δυο αντάμα στη ζωή; (Εντάξει, απολύτως βραχυπρόθεσμα, δεν πρόκειται για Τζέιν Όστεν.)

Η κάμερα που μάταια επιχειρεί να δώσει αέρα ύφους με οπίσθια (#diplhs) ρελαντί, steadycam, περιστροφικά 180 μοιρών, traveling. Το λιγότερο ή περισσότερο χαλαρών στιλ mixtape που καλόγουστα αλλά με το ζόρι συνδέει τα θραύσματα των και-μαζί-και-μόνες εμπειριών των δύο χαρακτήρων. Η φωνούλα του εξωτερικού αφηγητή που κάποια στιγμή, αφού η και μοντέζ Μέχλερ έχει συνειδητοποιήσει ότι αυτά δεν προκύπτουν από τη δραματουργία, μας επισημαίνει τα κίνητρά τους. Αλλά τι να το κάνεις όταν το la-donna-e-mobile-επί-δύο, το κυριολεκτικό και το μεταφορικό (της μυθοπλασίας και του filmmaking), έχει στιγματίσει ανεπανόρθωτα το ποιόν τους. Τη Λένα, λέει, προβληματίζει η θνητότητα, και οι ασθένειες που τσεκάρει στο internet… αράζουν οπτικά με cut σε ποικίλους χώρους του apartment της. Η Μαρία χρησιμοποιεί την έξοδο και το flirt ως περισπασμό στα ζόρια της, και αυτά περιλαμβάνουν τα γραφικά sketch της ήπιας παρενόχλησης από το συνομήλικο αφεντικό στο restaurant. Όταν είναι, δε, ενωμένες ποτέ νικημένες, μέχρι και στα Χάμπτονς θα φτάσουν. Κι εκεί σε περιμένουν κατεργαριές που ζευγαρώνουν ανώμαλα το «έχω και κότερο, πάμε μια βόλτα;» με το «Vicky Cristina Barcelona», ατάκες (από το παλικάρι off, εννοείται) επιπέδου «Maria was absorbing nature and nature was absorbing her», και μια ανατρεπτική αποκάλυψη (που a posteriori καθιστά ακόμη πιο μη πειστική την απολύτως δεκτική προς τη σύντροφό του συμπεριφορά τού εν πρώτοις αχαΐρευτου συζύγου) πριν από τη βεβιασμένη καθυστερημένη σύγκρουση της λογομαχίας αληθειών στην κορύφωση. Σετάκι με ένα βαρύγδουπο «a possibility of honesty, a chance to accept» (απ’ το στοματάκι ξέρετε ποιου, μην τα ξαναλέμε).

Αν τα παραπάνω λάμβαναν χώρα με κάποια σκερτσόζικη χάρη (όπως στην εξαίρεση του φιλιού στην Κινέζα νυχού) ή αίσθηση του βιωμένου (όπως στην εξαίρεση της αμοιβαίας εκμυστήρευσης στην παραλία), πήγαινε κι ερχόταν. Αλλά η Μέχλερ, που είναι καλύτερη στο παίξιμο και στο γράψιμο απ’ ό,τι στο γύρισμα, αδυνατεί να διακρίνει όχι μόνο πότε μια σκηνή πρέπει να πάει ξανά (η ξεπέτα σε σοκάκι υπό το φως της ημέρας είναι κλάσης Εντ Γουντ, της φάσης του με τα φουστάνια) αλλά και πότε ένας ηθοποιός δεν τα λέει, όχι μόνο επειδή η ίδια δεν τον καθοδηγεί σωστά αλλά κι επειδή δεν θα έπρεπε να έχει πάρει τον ρόλο εξαρχής. Αυτός ο ηθοποιός, δυστυχώς, μιας κι είναι ένα από τα πιο κινηματογραφικά πρόσωπα που έβγαλε ποτέ η χώρα μας, είναι η Τόνια Σωτηροπούλου. Το επεισόδιο της κατά μόνας πρόβας με το σαρδάμ στα αγγλικά προ της audition είναι η αλήθεια της, με την καλή και την κακή έννοια. Στα μείον και η αβεβαιότητα, μάλλον ελέω του ταλαιπωρημένου continuity, σε σχέση με μια πιθανή λεσβιακή υποπλοκή: σε κάποια δόση είχα το ανεξήγητο προαίσθημα ότι θα συμβεί κάτι α λα «The L Word», μετά αυτομουντζώθηκα, μετά από 10 λεπτά όντως έγινε στο φτερό, μετά όλα straight και πολύ μετά, τσουπ, να σου πάλι μια κάποια αθώα εκδήλωση dykeness. Κατόπιν όλων τούτων, η μοντερνιά στην ψαλιδάτη κατακλείδα σχεδόν εκπλήσσει, κάτι που σχεδόν 75 λεπτά δεν μπόρεσαν να κάνουν, αναλωμένα σε συχνά χαρακτηριστικά αδέξιο σινεμά. Δεν θα έπρεπε. Είναι μια ακόμα απόδειξη ότι η επίδοξη auteur πειραματίζεται επειδή ακόμη δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα, κάπως όπως κι η γάτα που εμφανίζεται απρόθυμα δις πλάι της. Άντε, την πηδήξαμε την υστερία πάλι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μόνο αν ανήκεις στο fan club των… ονομάτων που αναγνώρισες ή αν προτιμάς την TV από το πανί ή αν ομνύεις στο #Time’sUp. Ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, θα δοκιμαστείς σε ευάριθμα σημεία. Οι υπόλοιποι, λάθος, οι υπόλοιπες, ούτε υπό την επήρεια υπερδόσης οιστρογόνων.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.