ΤΟ ΜΠΑΡ (2017)
(EL BAR)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμικό Κοινωνικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια
- ΚΑΣΤ: Μπλάνκα Σουάρεθ, Μάριο Κάσας, Κάρμεν Μάτσι, Σεκούν ντε λα Ρόσα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ομάδα άσχετων μεταξύ τους ανθρώπων εγκλωβίζεται εντός bar στο κέντρο της Μαδρίτης, εξαιτίας ελεύθερου σκοπευτή (;) ο οποίος έχει ήδη σκοτώσει δύο άνδρες που τόλμησαν να ξεπορτίσουν από αυτό. Τελικά, πού εντοπίζεται ο πραγματικός κίνδυνος; Έξω ή… μέσα στο bar;
Πρώην κομιξάς και πάλαι ποτέ protégé του Αλμοδόβαρ, ο Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια έχει πάντοτε over the top οράματα και διάθεση, αλλά συνήθως κάπου σκαλώνει, δίχως να λογαριάζει ακριβώς το μέχρι πού μπορεί να φτάσει με το εκάστοτε σενάριο που σκαρφίζεται. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με «Το Μπαρ» αυτό, στο οποίο οι ιδέες εξασφαλίζουν για τον θεατή το σασπένς και τη διασκέδαση, ουχί όμως μέχρι τέλους.
Ας προσπαθήσουμε να αποκρύψουμε κάποιες βασικές λεπτομέρειες της πλοκής, για το καλό σας. Τα πρόσωπα που θα βρεθούν μέσα σε αυτό το μικροσκοπικό bar είναι συγκεκριμένα, θα τα συνηθίσετε, θα διαμορφώσετε το ατομικό τους profile, θα τσεκάρετε σταδιακά με ποιο απ’ όλα ταυτίζεστε καλύτερα και θέλετε να… «σώσετε». Εξαιρούνται οι κύριοι που έκαναν το λάθος να βγουν έξω και… ένας μυστηριώδης τυπάς που έχει ξεχαστεί στην τουαλέτα (για τους πιο παρατηρητικούς) από την αρχή της ταινίας. Όταν οι δύο νεκροί άνδρες που πυροβολήθηκαν έξω από το μαγαζί… εξαφανίζονται (μαζί με τα όποια ίχνη από αίμα!) και οι εντός διαπιστώνουν ότι η περιοχή έχει ερημώσει, η τηλεόραση δεν παίζει «έκτακτη είδηση» και το σήμα στα κινητά τηλέφωνα «χάνεται», μαζί τους κι εμείς υποψιαζόμαστε διάφορα σενάρια για το τι θα ακολουθήσει. Φυσικά, δεν πρόκειται περί μπουνιουελικού homage ή αλληγορίας, κάτι πιο ορθολογιστικό παίζει. Κάποιο είδος συνωμοσίας; Κάτι που έχει συμβεί εντός του bar και δεν πρέπει να «διαρρεύσει» εκτός;
Η σπαζοκεφαλιά είναι καλοστημένη, οι κόντρες και η απώλεια κάθε ίχνους εμπιστοσύνης μεταξύ των ηρώων δημιουργεί άγριες εντάσεις και το έξω γίνεται ολοένα και πιο απειλητικό απέναντί τους. Διαφυγή δεν υπάρχει, σίγουρα. Υπάρχει, όμως, ένα υπόγειο και μια τρύπα στο πάτωμά του η οποία οδηγεί στον υπόνομο και… έχει έναν ύπουλο βαθμό δυσκολίας, διότι από εκεί δεν χωρά να περάσει σχεδόν κανείς τους! Μοιραία, οι πρωταγωνιστές θα μοιραστούν σε ομάδες «καλών» και «κακών», ο κάτοχος ενός όπλου θα αναλάβει να παίξει τον αρχηγικό ρόλο και οι μεν και οι δε θα ακολουθήσουν διαφορετικές πορείες, ευχόμενοι να βγουν ζωντανοί από το bar (ή τον υπόνομο, έστω).
Ο Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια χειρίζεται ωραία τους δύο χώρους, που δεν αισθάνεσαι ποτέ να παγιδεύουν άσχημα ή να περιορίζουν τη δράση τού φιλμ. Σου κλείνει το μάτι με διάφορα clues και μικροανατροπές, αλλά δεν στοχεύει στη δημιουργία μιας με το ζόρι κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας, κρατώντας σαν μπαλαντέρ τις εξελίξεις έξω από το μπαράκι. Το κωμικό στοιχείο μεταλλάσσεται σε κάτι σαφώς πιο μακάβριο, για να αντικατασταθεί σταδιακά από χαρακτηριστικά στερεότυπα του θρίλερ επιβίωσης, με καίριες πινελιές κοινωνικού σχολίου το οποίο βασίζεται στην προέλευση και το status του κάθε ήρωα. Είναι προφανές ότι τα πτώματα θα αυξηθούν ανάμεσά τους, έτσι ο καθένας μάχεται ξεκάθαρα για την πάρτη του, αποκαλύπτοντας τον αληθινό του εαυτό ή τα όρια της ανθρώπινης εξαθλίωσης μπροστά στο «ο θάνατός σου, η ζωή μου».
Θα μπορούσε να κυλήσει και σε πιο horror μονοπάτια η αφήγηση, που περισσότερο θυμίζει ταινίες του Τζορτζ Ρομέρο, αν ρωτάς κι εμένα, αλλά ο Άλεξ ντε λα Ιγκλέσια συγκρατείται (γιατί;) και αφήνει το δεύτερο μισό του φιλμ να αλληλοσκοτώνεται… υπογείως, μένοντας εκεί λίγο παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε, έχοντας εξαντλήσει τις ιδέες του. Αυτή είναι και η μόνη αρνητική παρατήρηση εδώ, η αμηχανία του φινάλε, η παράδοξη αποφυγή ενός πιο δυναμικού (ή και εξωφρενικού) τέλους, που θα άλλαζε τον τόνο της κατακλείδας. Τα end credits θα πέσουν χωρίς η ταινία να δείχνει ολοκληρωμένη, σαν να περιμένει κάτι ακόμη, με τα πλάνα να μην διακόπτονται. Ήλπιζα σε μια κανιβαλιστικών διαστάσεων τελευταία ανατροπή, έμεινα όμως με κάτι… ελαφρώς ανοιχτό (για sequel;). Αλλά δεν τολμώ να πω ότι δεν το ευχαριστήθηκα.