FreeCinema

Follow us

ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΦΤΑΣΕΙ ΜΑΚΡΙΑ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ (2018)

(DON’T WORRY HE WON’T GET FAR ON FOOT)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφική Δραματική Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκας Βαν Σαντ
  • ΚΑΣΤ: Χοακίν Φίνιξ, Τζόνα Χιλ, Ρούνεϊ Μάρα, Τζακ Μπλακ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 114'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS

Όρεγκον, ’70s: νεαρός παθολογικός πότης κυριολεκτικά τρακάρει με την ανημπόρια. Το πενάκι και ποιοι ακόμα θα τον σηκώσουν, άλλον άνθρωπο πια, ξανά όρθιο;

Αν δεν αποτελούσε σχέδιό του εδώ και περίπου 20 χρόνια, από τότε που ο μακαρίτης πια Ρόμπιν Γουίλιαμς τον πλεύρισε έχοντας οψιόν τού βιβλίου για κινηματογραφική μεταφορά, θα έλεγε κανείς ότι ο Γκας Βαν Σαντ έχει εσχάτως έρθει ανησυχητικά σ’ επαφή με την πλέον ερασιθάνατη (#diplhs) πλευρά του, κρίνοντας από τα διαδοχικά περισσότερο ή λιγότερο ασθενών σημείων ζωής στην υπόθεση και στο αποτέλεσμα «Μια Θάλασσα από Δέντρα», «Η Γη της Επαγγελίας», «Restless». Δεν ξέρουμε (εάν) από (κά)τι πάσχει ο καλλιτέχνης, χτύπα ξύλο, αλλά, ευτυχώς, αυτή είναι μια όχι μόνο πιο ανεβαστική αλλά και καλύτερη «δώσε πόνο» θέματος ταινία. Δυστυχώς, δεν είναι «Milk», δουλειά απ’ την οποία μοιάζει να αντλεί (στο υπαρκτό ρεζουμέ, στο 70s – 80s φόντο εποχής, σε μια queer παράμετρο, στο μοτίβο του – προσωπικού εδώ – αγώνα) ως εάν αυτή είχε καθηλωθεί στο αμαξίδιο απ’ το «Drugstore Cowboy». Αλλά τι ακριβώς, όπως ο Τζακ Μπλακ έξω απ’ το παράθυρο όντας στο τιμόνι τύφλα πριν απ’ το μοιραίο ατύχημα, ξέρασε στην πορεία;

Ο Τζον Κάλαχαν υπήρξε επί 27 χρόνια και παρά αναγνωστικές αντιδράσεις σκιτσογράφος γνωστής εφημερίδας του Πόρτλαντ με πανεθνικές αναδημοσιεύσεις χάρη στο πνευματωδώς προοδευτικό, συχνά στα όρια του κακόγουστου και εκτός εκείνων του πολιτικά ορθού χιούμορ, που όχι σπάνια αντλούσε αυτοσαρκαστικά από την κατάσταση που τον οδήγησε στη Μούσα: την τετραπληγία του. Σ’ αυτήν, κατόπιν αυτοκινητικού στα 21 του, τον είχε οδηγήσει με τη σειρά του ο παιδιόθεν αλκοολισμός, απ’ τον οποίο ξέφυγε έξι χρόνια μετά χάρη στη βοήθεια των ΑΑ, μιας γυναίκας, της δημιουργικής εργασίας, για να φτάσει σε σημείο να γράψει το φερώνυμο του φιλμ «Μην Ανησυχείς, δε θα Φτάσει Μακριά με τα Πόδια: Η Αυτοβιογραφία ενός Επικίνδυνου Άνδρα», ραχοκοκαλιά του σεναρίου τού επιστρέφοντος μετά από πολύν καιρό στη γραφίδα Βαν Σαντ.

ΟΚ, «Υπόθεση Λάρι Φλιντ» ούτως ή άλλως δεν στήριζε το πράγμα, που υποδεικνύει με το καλημέρα (μια συνεδρία με ομιλούντα τον τροχοφόρο σακάτη) τον αναπηρικό κι απεξαρτησιακό Γολγοθά προσωπικής πραγμάτωσης ενός πλακατζή τον σταυρό του οποίου ζαλωμένος ο Βαν Σαντ, προκειμένου να διαφοροποιηθεί καταρχήν δομικά, παλουκώνει μη γραμμικά και θραυσματικά με σημεία (επ)αναφοράς μια διάλεξη του πετυχημένου πια παλικαριού και το καβλάντισμά του στον δρόμο με sk8er boys. Αρχής γενομένης από το ο-Μπουκόφσκι-στουκάρει-στο-«Έμφυτο Ελάττωμα» μάγκα του, και για ένα βάλε-βγάλε 40λεπτο, η αφήγηση τσουλάει θαυμάσια. Το απομεσήμερο ενός όχι φαύλου αλλά λειτουργικά μπεκρή καλόκαρδου κι ευφραδούς ανειδίκευτου εργάτη δίνει ζωντανά μέσω κραιπάλης σε πάρτι και αστείων για τη στιχουργική τού Μπομπ Ντίλαν με τάλε κουάλε τυπά τη θέση του στην ατυχηματική νύχτα που θα στερήσει την αρτιμέλεια απ’ τον Κάλαχαν, η Μπεθ Ντίτο ντεμπουτάρει υποκριτικά τραβηχτικά ως southern mama της ανανήφουσας παρέας των συναντήσεων, ο τρόπος με τον οποίο η προσφορά στοματικού μπορεί να ξυπνήσει τον καβάλο ενός ανίκανου απ’ τη μέση και κάτω κατάκοιτου αρσενικού έχει το γούστο του – ιδίως καθώς ο auteur απ’ το Κεντάκι εδώ ξαναβρίσκει, καλειδοσκοπικά, τον οπτικά συναρπαστικό υφίστα (από τις συσπάσεις του φακού μέχρι τα εμψυχωμένα καρτουνάκια) εαυτό του, πλάι στο παιδί για υιοθέτηση απ’ τον θεατή που αποδεικνύεται, χάρη στον έξοχο Φίνιξ, ότι είναι ο κεντρικός ήρωάς του.

Απ’ το ξέσπασμα ενός ομοιοπαθούς στην τακτή κλειστή μάζωξη των οινοφλύγων (συν μια ακόλουθη καταστασιακή καμπή για τον πρωταγωνιστή μετά), πρωτογονατίζει το στόρι. Το ένιωθες το μούδιασμα ήδη απ’ τις πρώτες συστάσεις με το αξιοπερίεργο του μεταμορφωμένου Τζόνα Χιλ ως αρχι-υποστηρικτή Ντόνι: ως κάτι σαν αυτοσχέδιος guru (με αναγκαία για κάθε μεθύστακα-σε-ίαση Ανώτερη Δύναμη τον – τότε ανύπαρκτο ως κινηματογραφική φιγούρα, ω της γκάφας – Τσάκι του «Childs Play»!) σε κομψευόμενη εκδοχή μεγαλοκληρονόμου γίνεται… νούμερο, το αφήγημα κι η κάμερα συχνά επιμένουν σ’ αυτόν σαν η ταινία να είναι γι’ αυτόν, με αποτέλεσμα να μην παρακολουθούμε τον Ντόνι, αλλά τον star να παίζει τον Ντόνι. Η ενδιαφέρουσα ιδέα της πλαισίωσής τους στον κύκλο των πρώην γερών ποτηριών από τη ροκού Κιμ Γκόρντον και τον cult Ούντο Κίερ κλωτσάει καθώς αποδεικνύονται διαλογικά διακοσμητικοί, ανήμπορα αντίμετρα στις σοφίες εμψύχωσης που επιδαψιλεύει ληθαργικά ο καθοδηγητής του στον διψασμένο για οινόπνευμα Τζον Κάλαχαν, ενώ τα δώδεκα βήματα των Ανώνυμων Αλκοολικών πατάνε πόδι και στην πλοκή με λ.χ. την αυτογνωσία, την επανόρθωση, τη μεταφορά του μηνύματος να διαποτίζουν ως σκεπτικό τα κεφάλαια του βίου του αναβαπτιζόμενου καροτσάκια, και την αλληλοεπουλωτική μεγαλόκαρδη συγχώρεση του υπαιτίου της δοκιμασίας του να φαντάζει large στα όρια του ετεροχρονισμένου bromance.

Παρενέργειες θα δεις κι άλλες, έστω ελάσσονες. Η γέννηση του AIDS και του υγιεινισμού, δύο οροσήμων των «κοινωνικών» ΗΠΑ, ως μη όφειλε περνάει και δεν ακουμπάει συμπτωματικά κι υποστοιχειωδώς σ’ ένα fresco εποχής που χάνουν τόσο κάποια χύμα α λα τηλεφακός ζουμαρίσματα όσο και η ρευστά, αυθαίρετα αλματική χρονικογράφηση της νευρολογικής αυτή τη φορά ανάρρωσης του πρωταγωνιστή: «απ’ τον λαιμό και κάτω» ακούμε ότι είναι φυτό μετά το τροχαίο, κατόπιν κινεί μόνο το ένα χέρι αλλά δε βλέπουμε πώς το πέτυχε η αποθεραπεία, μετά το ίδιο συμβαίνει με το άλλο χέρι ενώ το υποτιθέμενο υγιές μοιάζει αγκυλωμένο ώσπου εν προόδω τα δύο συνεργάζονται σχεδόν ισότιμα – αλλά το διαρκές μπρος-πίσω στο timeline συσκοτίζει τις σχετικές αποσαφηνιστικές λεπτομέρειες, καθώς μυθοπλαστικό δεκανίκι προσφέρεται και στην απαρχή της σχεδιαστικής καριέρας τού Κάλαχαν που, ενώ στην πραγματικότητα συνέβη μ’ ένα στυλό κοπιωδώς και αδέξια τοποθετημένο μεταξύ των απολήξεων των δύο άνω άκρων, εν προκειμένω βρίσκεται σχετικά άνετα στα δάχτυλα του ενός.

Κάπου εδώ εδράζεται και η μέγιστη παρασπονδία της διασκευής του απομνημονεύματος. Καλά να μείνει απέξω το ότι ήταν οργανοπαίχτης και συνθέτης που ηχογράφησε και CD ή το ότι είχε ξεκινήσει να σπουδάζει Συμβουλευτική. Αλλά να αποσιωπάται η σε ηλικία 8 ετών σεξουαλική κακοποίησή του από δασκάλα στο καθολικό σχολείο όπου πήγαινε, τη στιγμή που στην έκδοση ο ίδιος ρητά αποδίδει σε εκείνο το συμβάν τη στροφή του στο ποτό, και να πλασάρεται αντ’ αυτού ως ψυχολογικό έρεισμα της βασάνου του και μικροΐντριγκα η εγκατάλειψή του από τη βιολογική μητέρα του μετά τη γέννα; Τι να μας πει επ’ αυτού κι η παραισθητικά οραματική επιφοίτηση με κλου τη mommy που τον συντρέχει στην οδό της νηφαλιότητας, ή το… Κορίτσι με το Τατουάζ ουρανοκατέβατη καλή Σαμαρείτισσα εκ Σουηδίας με look Τζιν Σίμπεργκ στο κρεβάτι του, ακόμα κι αν πλάι στα ρέστα (γκουχ) γυναικεία πρόσωπα αντικατοπτρίζουν εν είδει μεταμοντέρνου σχολίου τα συναφούς προβοκατόρικης λογικής στριπάκια του Κάλαχαν; Ο Βαν Σαντ δεν μπόρεσε να αντισταθεί ούτε στον συνήθη για το είδος πειρασμό της πιασάρικης σεκάνς της συνειδητοποίησης της διπλής, στη σάρκα και στο πνεύμα, αδυναμίας (η σεκάνς τού άφταστου πεσμένου μπουκαλιού). Δεν θα τα τσουγκρίσουμε εντελώς μαζί του επειδή, ακόμα και μες στο κουρούμπελο στα 2/3 του, αυτός ο Ρουβίκωνας κρατιέται ανά κύκλους όρθιος χάρη στις εκλάμψεις χάρης της αρτίστικης περιπτωσάρας του τιμωμένου πεπτωκότος και του μεγάλου ρολίστα που τον ανέστησε στο écran. Αλλά το «American Splendor», ούτε καν το πλαϊνό του στο bar «Μαθήματα Ενηλικίωσης», δεν τα φτάνει τρεκλίζοντας. Don’t worry, be happy. Η Τέχνη, κι όχι ο όποιος Θεός του όποιου τσικουδόχοιρου, σώζει. Στον επόμενο γύρο. Απλώς όχι από drinks…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν κατεβάζεις τους ανδριάντες καθ’ έξιν ή αρρωστιάρικων αντιξοοτήτων σα νεράκι, άρπα τον συνδυασμό – αλλά ετοιμάσου για πιθανό ψιλοχάσιμο. «Ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» ή εκείνο το πιο πρόσφατο γαλακτερό με τον Σον Πεν δεν είναι, για όσους ξέρουν τον σκηνοθέτη από δαύτα τα πιο προσιτά (και πολύ ανώτερα). Οι θαυμαστές τού Χοακίν θα ρουφήξουν την πηγαία μαστοριά του στο υποδύεσθαι ενστικτωδώς, εν πληρότητι. Οι φίλοι των καρεδακίων θα γουστάρουν τις σποραδικές εμφανίσεις (και animated) των αμφιλεγόμενα αστείων προϊόντων της διανοίας του βιογραφούμενου. Οι multiplexάδες θα νιώσουν ότι από κάποιο σημείο και μετά το φιλμικό σώμα κάνει οχτάρια – για μια φορά δε θα έχουν πέσει έξω. Όσοι έχουν κόψει ουίσκια, βότκες, κρασιά κ.λπ. ή έχουν ειδικές ανάγκες, ενδεχομένως να το νιώσουν (και) για τους δικούς τους λόγους.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.

MINORE

Μυστηριώδη τέρατα εμφανίζονται σε παραθαλάσσιο location του Σαρωνικού κόλπου με εχθρικές και φονικές διαθέσεις. Θα μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν ένα ναυτάκι, μια σερβιτόρα, μια γιαγιά, ένας μποντιμπιλντεράς κι ένα τσούρμο… μπουζουξήδων;