ΝΤΟΜ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΪ (2013)
(DOM HEMINGWAY)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί Υποκόσμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίτσαρντ Σέπαρντ
- ΚΑΣΤ: Τζουντ Λο, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, Εμίλια Κλαρκ, Κέρι Κόντον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Έχοντας περάσει 12 χρόνια στην ψειρού επειδή κράτησε το στόμα του κλειστό, ο Ντομ επιστρέφει στους δρόμους του Λονδίνου για να διεκδικήσει όσα του στέρησαν.
Ένα από τα πιο «κουρασμένα» κινηματογραφικά υποείδη της τελευταίας δεκαπενταετίας πρέπει να είναι η κωμική γκανγκστερική περιπέτεια, και δη η βρετανική. Ό,τι ξεκίνησε ως πολλά υποσχόμενο, φρέσκο και διαφορετικό με τις «Δυο Καπνισμένες Κάνες» (1988) του Γκάι Ρίτσι, μοιάζει πλέον οδυνηρά επαναλαμβανόμενο, αστόχαστα επιπόλαιο και – το χειρότερο όλων – «ασφαλές». Η συνταγή γνώριμη, τα υλικά συγκεκριμένα, κανένα ρίσκο. Με την εξαίρεση του συναρπαστικού «Ερωτικού Κτήνους» (2001) που μας σύστησε στο ιδιαίτερο ταλέντο τού Τζόναθαν Γκλέιζερ, η θεματολογία «Εγγλέζος gangster που βγαίνει απ’ τη στενή κι αναζητά τον χαμένο χρόνο», φαίνεται να τα ‘χει φάει τα ψωμιά της. Κι επειδή ο Ρίτσαρντ Σέπαρντ, ο σκηνοθέτης του «Ντομ Χέμινγουεϊ», δεν είναι Γκλέιζερ, ούτε καν Ρίτσι, όλη αυτή η «style over substance» υπερβολή που δεν υποστηρίζεται, ούτε καν στοιχειωδώς, από ένα δομημένο, έστω υποτυπωδώς, σενάριο, γρήγορα καταντάει εξουθενωτική.
Έχουμε να κάνουμε με χαρακτηριστική περίπτωση κακοχωνεμένων επιρροών και ισχνού (για να μην πούμε μηδενικού) προσωπικού ταλέντου. Βλέπεις, το σινεμά του Κουέντιν Ταραντίνο, μέχρι ένα σημείο μπορεί να γεννήσει ανεκτά αποπαίδια, μετά από τόση αφαίμαξη, όμως, αρχίζει να δείχνει κι αυτό τα όρια του. Όλες οι παραπομπές στην cool υποκουλτούρα του εγκλήματος (που – τόσα χρόνια και μετά από τόσες απομιμήσεις – βαρέθηκε μέχρι κι ο μέσος θεατής να αναγνωρίζει) και το διονυσιακό lifestyle των μαφιόζων, είναι εδώ και κάνουν το «Ντομ Χέμινγουεϊ» κατευθείαν οικείο, με την κακή έννοια, όμως. Το στοιχείο της έκπληξης πάει περίπατο πια, με το που ξεκινάνε τα μπινελίκια με βρετανική προφορά. Και δεν είναι μόνο η πλοκή. Κυρίως η σκηνοθεσία φαντάζει ολοκληρωτικά δουλοπρεπής απέναντι στα πρότυπά της. Τα απότομα κοψίματα, οι μεσότιτλοι, η χρωματική παλέτα, όλα μοιάζουν ρυθμισμένα στον αυτόματο πιλότο. Πάρε και ροκιές στο soundtrack, πάρε και στυλιζαρισμένες βιαιοπραγίες, πάρε εξυπνακίστικες ατάκες. Τα ανακατεύουμε μεταξύ τους κι έτοιμο το προϊόν. Αυτό είναι το πρόβλημα του «Ντομ», τελικά: μοιάζει υπερβολικά με προϊόν.
Οι κινηματογραφικοί ήρωες του Ταραντίνο επέβαλαν τη δημιουργική τρέλα, την ασέβεια και τον τσαμπουκά τους, ακριβώς γιατί αδιαφόρησαν για τις νόρμες. Το mainstream βάλθηκε να «μασάει» επειδή παρεξήγησε αυτή τους την αναίδεια (σπουδαία αρετή – αν με ρωτάς – για έναν καλλιτέχνη) και την είδε σαν μια νέα πρόταση. Δεν ήταν αυτό μόνο, ήταν μια ολόκληρη επαναδιαπραγμάτευση με το παλιό, το καθιερωμένο, το καθολικά «σεβαστό», με όρους διαφορετικούς, τους δικούς τους. Ο σκηνοθέτης του «Ντομ Χέμινγουεϊ», όμως, παραείναι καλό παιδί για να πάει κόντρα στους δασκάλους του. Σκύβει το κεφάλι και ακολουθεί τα διδάγματά τους. Τίποτα καλό δεν προκύπτει για την ταινία του από μια τέτοια στάση. Και δεν έχει καν τα κότσια να αναπαραγάγει τον κυνισμό τους. Η αθυρόστομη πλάκα και το επίπλαστα αμοραλιστικό κλίμα, σταδιακά υποχωρούν για να αποκαλύψουν συναισθηματικές αποχρώσεις που και αταίριαστες είναι με ό,τι έχει προηγηθεί, και αθέλητα αστείες.
Ο μόνος που οριακά διασώζεται από το ναυάγιο είναι ο Τζουντ Λο. Με μια μανιακή ενέργεια, αποχαλινωμένος, εκρηκτικός, δίνει την αίσθηση πως έχει επενδύσει πολλά στο φιλμ. Είναι σίγουρα ορεξάτος και πιθανότατα νομίζει ότι συμμετέχει σε κάτι σημαντικό. Κάτι που δεν τον εμποδίζει να βρίσκεται σε ένα over the top ερμηνευτικό παραλήρημα που, κι αν ακόμα αναγνωρίσεις τη δύναμή του, ενδέχεται να σε εξαντλήσει από ένα σημείο και μετά. Αυτό σε περίπτωση που δεν έχεις ήδη απηυδήσει με την αντιπαθητική αυταρέσκεια ενός φιλμ που λέει μόνο ασυναρτησίες αλλά νομίζει πως είσαι υποχρεωμένος να ακούσεις μόνο και μόνο γιατί… γκαρίζει μέσα στο αυτί σου.