ΤΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ (2017)
(DITA ZË FILL)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκεντιάν Κότσι
- ΚΑΣΤ: Ορνέλα Καπετάνι, Σουζάνα Πρίφτι, Καζίμ Χότζα, Γιονίντα Μπέκο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Ανύπανδρη μητέρα δίχως δουλειά, σπίτι κι ελπίδα αναλαμβάνει τη φροντίδα κατάκοιτης ηλικιωμένης γυναίκας. Έχοντας πλέον εξασφαλίσει στέγη και εισόδημα, τα πάντα γι’ αυτήν εξαρτώνται από το χρονικό διάστημα που η γηραιά κυρία θα καταφέρει να παραμείνει ζωντανή.
Εάν δεν το έχετε καταλάβει από τη σύντομη περίληψη, «Το Ξεκίνημα της Μέρας» είναι ένα βαρύ κι ασήκωτο art-house melo κοινωνικού ρεαλισμού που πατάει πάνω στο μοντέλο του σινεμά των αδελφών Νταρντέν (αλίμονο, φτάνει!). Εάν είστε φανατικοί οπαδοί του είδους, τούτη την εβδομάδα θα βρεθείτε προ σημαντικού διλήμματος. Να δείτε αυτό ή το παρόμοιου ύφους «Ανάσα Ελευθερίας» που παίζει παραδίπλα; Το πιο πιθανό, βέβαια, είναι να… μην παρακολουθήσετε κανένα, καθώς αμφότερα ελάχιστη κινηματογραφική αξία έχουν, δεν μπορούμε όμως να μην επισημάνουμε ένα ακόμη «θαύμα» του ντόπιου προγραμματισμού, που πάντα βρίσκει τρόπους να εκπλήξει.
Η Λέτα είναι μια γυναίκα γύρω στα 40 και ζει στα Τίρανα, σε συνθήκες εξαθλίωσης οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια της φτώχειας. Αυτό γίνεται σαφές με τον πλέον ξεκάθαρο (και ξεδιάντροπο) τρόπο από το ξεκίνημα κιόλας της ταινίας, όταν την παρακολουθούμε να πιέζει για ώρα το στήθος της μήπως και καταφέρει να βγάλει μια σταγόνα (έστω) μητρικού γάλακτος, ώστε να ταΐσει το ενός έτους μωρό της που κλαίει ασταμάτητα. Απολυμένη από τη δουλειά της στο νοσοκομείο όπου εργαζόταν, με τα απλήρωτα ενοίκια να τρέχουν και δίχως βοήθεια από κανέναν ουσιαστικά, δέχεται με κάποια ανακούφιση πρόταση εργασίας από Αλβανογαλλίδα γνωστή της, η οποία της αναθέτει τη φροντίδα της άρρωστης μητέρας της, μιας και η ίδια πρέπει να μεταβεί εσπευσμένα στη Γαλλία, μπας και καταφέρει να σώσει τον γάμο της. Θα επιτύχει να ξεφορτωθεί (εντέχνως) τη συνάδελφο – νοσοκόμα με την οποία μοιράζονται τις βάρδιες στο σπίτι, ώστε να έχει την ελευθερία να μετακομίσει πια εκεί μαζί με το μωρό της, θα δεθεί με τη γηραιά κυρία Σοφία, η μοίρα όμως παίζει ενίοτε παράξενα παιχνίδια.
Ο προβληματισμός του σκηνοθέτη – σεναριογράφου Γκεντιάν Κότσι περιστρέφεται (εκτός από το προφανές της ανέχειας) γύρω από το ηθικόν και το ανήθικον του πράγματος, εξετάζοντας το σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει κάποιος που δεν έχει ελπίδα καμιά σε τούτον τον κόσμο, ώστε να μπορέσει να επιβιώσει. Αυτός ο κάποιος είναι η Λέτα, η οποία πάντα λιγομίλητη και μονίμως συνοφρυωμένη αποτελεί την προσωποποίηση της δυστυχίας. Το παρελθόν της δεν ενδιαφέρει καθόλου εδώ, αν και μέσω μιας συζήτησης πληροφορούμαστε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασε τον σύζυγό της, σπρώχνοντάς την ταυτόχρονα στο κατώφλι της μόνιμης ανεργίας. Η πληροφορία αυτή, που έρχεται λίγο μετά τη μέση της ταινίας, είναι αρκετή από μόνη της για να ψυλλιάσει ακόμα και τον πιο αθώο για το πού πρόκειται να οδηγηθεί η σχέση της με τη Σοφία, αν και μέχρι να φτάσουμε εκεί υπάρχουν μία-δύο ανατροπές που σχετίζονται με την εργοδότριά της και τον ταχυδρόμο που φέρνει κάθε μήνα τη σύνταξη της γιαγιάς στο σπίτι, με την πρώτη εξ αυτών να χαρακτηρίζεται… ουρανοκατέβατα βολική.
Οι ρυθμοί όλων αυτών είναι χαρακτηριστικά αργοί. Ο Κότσι επιμένει να τονίζει τη ρουτινιάρικη καθημερινότητα της Λέτα, καθώς μέσω μακρόσυρτων σεκάνς (που φέρνουν με σιγουριά την άγρια νύστα) την παρακολουθούμε να σκουπίζει, να καθαρίζει, να κάνει μπάνιο την άρρωστη Σοφία, να κάνει μπάνιο το μωρό της, να ψωνίζει γάλα και ούτω καθεξής. Όπερ εστί μεθερμηνευόμενον πως η αφήγηση κινείται σε άκρως μινιμαλιστικό πλαίσιο (στα όρια του ντοκμαντερίστικου), σαν να έχει σκοπό να αναδείξει με έναν άκρως κατατονικό τρόπο την αδιέξοδη ζωή της Λέτα. Η μόνιμη υγρασία που υπάρχει σε ένα από τα ταβάνια του σπιτιού τής δίνει την ιδέα που (αφελέστατα) θεωρεί πως θα λύσει τα προβλήματά της, με τη σκοτεινή τροπή που παίρνει το φινάλε της υπόθεσης ελάχιστα να μπορεί να σταθεί ως πιστευτή (παρά τους κάποιους σπόρους που έχουν φυτευτεί από νωρίτερα). Η τελική πράξη απελπισίας της Λέτα είναι τέτοια που θα έπρεπε από κάποια έστω σκοπιά να βρωμάει (#diplhs), η σεναριακή όμως ανεπάρκεια την κάνει να στέκει μετέωρη.