ΑΜΕΣΗ ΑΠΟΒΙΒΑΣΗ! (2016)
(DEBARQUEMENT IMMEDIAT!)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπετειώδης Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φιλίπ ντε Σοβερόν
- ΚΑΣΤ: Αρί Αμπιτάν, Μεντί Σαντούν, Σιρίλ Λεκόντ, Σλιμάν Νταζί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Αστυνομικός σε αποστολή ρουτίνας, συνοδεύοντας κρατούμενο προς έκδοση στην Καμπούλ, αναγκάζεται να περάσει μία ολόκληρη ημέρα μαζί του στη Μάλτα, όταν το αεροπλάνο τους προσγειώνεται αναγκαστικά εκεί. Ο διαρκώς διαμαρτυρόμενος πως δεν είναι ο μικροκακοποιός που νομίζουν δεν δείχνει διατεθειμένος να απολαύσει το όμορφο τοπίο του μεσογειακού νησιού, έχοντας κατά νου μονάχα την απόδραση.
Υπάρχουν πράγματα που είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Το ελληνικό καλοκαίρι, λόγου χάρη, από κινηματογραφικής άποψης, φημίζεται για το ασίγαστο πάθος που τρέφει για οτιδήποτε ομιλεί την γαλλικήν, με ιδιαίτερη προτίμηση στις ανάλαφρες κομεντί και αντίστοιχες κωμωδίες. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι αξιοπερίεργο, ικανό να κινήσει ίσως το ενδιαφέρον του ιστορικού του μέλλοντος που θα ασχοληθεί με τα της διανομής στη χώρα μας, γιατί μια ταινία σαν και τούτη εδώ «χαραμίζεται» μέσα στο καταχείμωνο, αντί να βγει ακριβώς εκείνη την εποχή για την οποία μοιάζει να γυρίστηκε. Εκτός πια κι αν ο εν λόγω ιστορικός χρειαστεί να εξετάσει την αυτή καθεαυτή την έξοδό της στις ελληνικές αίθουσες, κάτι για το οποίο εγώ τουλάχιστον θα τον δικαιολογούσα.
Ο Φιλίπ ντε Σοβερόν, σκηνοθέτης του «Θεέ μου, Τι Σου Κάναμε;», μεγάλου προπέρσινου καλοκαιρινού hit στα μέρη μας, αφήνει εδώ την καθαρόαιμη λαϊκή κωμωδία προσπαθώντας να φτιάξει ένα buddy movie α λα γαλλικά. Το τελικό αποτέλεσμα όμως δεν τον δικαιώνει, καθώς επιδίδεται σε ένα récital μπαλαφάρας, που ουδεμία σχέση έχει με το πηγαίο χιούμορ. Έχοντας πιθανότατα στο πίσω μέρος του μυαλού του την ιδέα να πετύχει κάτι σαν τον «Διώκτη του Μεσονυχτίου» (1988), με μια κάπως πιο σύγχρονη ευρωπαϊκή προσέγγιση, αυτό που καταφέρνει είναι να παρουσιάσει κάτι που θα ταίριαζε γάντι στις καλοκαιρινές επιθεωρήσεις του Μάρκου Σεφερλή στο Δελφινάριο, χωρίς μάλιστα να έχει στη διάθεσή του τις αχτύπητες… περούκες τού τελευταίου.
Υπάρχουν δύο-τρεις σκηνές στις οποίες είναι αλήθεια ότι με έπιασε ένα ατελείωτο νευρικό γέλιο, προερχόμενο από την πηχτή βλακεία των όσων έβλεπα να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μου. Όπως στη σεκάνς του bar, όπου ο αστυνομικός ευρισκόμενος σε high κατάσταση, εξαιτίας των ναρκωτικών που ο κρατούμενός του έχει ρίξει στο ποτό του, έχει τη φαεινή ιδέα να παραγγείλει καμιά διακοσαριά espresso προκειμένου να… ξενερώσει, οδηγούμενος ασφαλώς στα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Η καλοκαιρινή Μάλτα, στην οποία καταλήγει να περάσει αναγκαστικά ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο το ντουέτο του φιλότιμου και ευρισκόμενου σε τελευταία σχετική αποστολή συνοριακού φύλακα (ένεκα καλής μετάθεσης), καθώς και του γκομενιάρη συναδέλφου του που βλέπει την όλη φάση ως την τέλεια ευκαιρία για να «χτυπήσει» καυτές τουρίστριες, μην έχοντας και τόσο στο μυαλό τους τη φύλαξη του προς απέλαση κρατουμένου τους, φαίνεται να είναι αρκούντως δελεαστική, πλην όμως τα «όμορφα τοπία» δεν σημαίνει πως κάνουν μια κωμωδία να είναι αστεία.
Η μεταφορά της δράσης στη νήσο Λαμπεντούζα, με την αντιστροφή σχεδόν των ρόλων φρουρού – φυλακισμένου, προσφέρει το έδαφος για μια κριτική του φλέγοντος ζητήματος του μεταναστευτικού (στο εντελώς light εννοείται, δεν είναι δα και Κεν Λόουτς…), με την παρουσία τού μη έχοντος στον ήλιο μοίρα πονηρού Αλγερινού, ο οποίος κατέληξε στη Γαλλία προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος, να προσφέρει (θεωρητικά, τουλάχιστον) το αντίπαλο κωμικό δέος, στην τυπικότητα του υπηρέτη του νόμου Γάλλου αστυνομικού. Όλα αυτά, όμως, παρουσιάζονται με κακόγουστο τρόπο, με σουρεάλ καταστάσεις που φλερτάρουν με το λανθάνον cult ώστε να γίνονται καμιά φορά σχεδόν… αξιαγάπητες, και με μια ισχυρή δόση αθεράπευτης χαζομάρας, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό.