FreeCinema

Follow us

ΤΣΕ: Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ (2008)

(CHE: PART TWO)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σόντερμπεργκ
  • ΚΑΣΤ: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Όσκαρ Χαενάδα, Καλίλ Μέντες, Γιουλ Βάσκες
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 135'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Αυτός που ξέρεις μεταφέρει τον πυρσό της revolución του νοτιότερα. Ο μεταξύ 1966 και 1967 341 έσχατες ημέρες του. Episode II. (Όχι todo αλλά) bien, tambien.

«Σε μια επανάσταση νικάς ή πεθαίνεις», λέει στην αρχή της ταινίας από τηλεοράσεως ο Πρόεδρος Κάστρο, διαβάζοντας την επιστολή της παραίτησης του ήδη φευγάτου Υπουργού Βιομηχανίας του, Ερνέστο Γκεβάρα, του συν-νικητή της ανατροπής στην Κούβα που δεν δίστασε να εγκαταλείψει από τα αξιώματα μέχρι τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του ώστε να επιδιώξει τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα του για υπαρκτό σοσιαλισμό και σε άλλα εδάφη της πενόμενης Λατινικής Αμερικής, τα οποία έχουμε δει ένα προς ένα στον χάρτη της ηπείρου στην ουβερτούρα, κατά τον ίδιο τρόπο που ένας χάρτης του νησιού που έγινε η δεύτερη πατρίδα του είχε ανοίξει το «Τσε: Ο Αργεντίνος». Το τέλος της περιπέτειάς του, που όσοι έχουν την ελάχιστη σχέση με την ανά τον κόσμο πολιτική και το παρελθόν γνωρίζουν, είναι προδεδικασμένο: ο οραματιστής τολμητίας πέπρωται να θυσιαστεί. Το αυτό και το segunda parte της προτομής του δια χειρός Σόντερμπεργκ;

Claro que no, μολονότι επουδενί κινηματογραφική ανατροπή μπορείς να το αποκαλέσεις, γι’ αυτό ίσως και ούτε νικάει ούτε πεθαίνει, σηκώνοντας την bandiera rossa του έστω και τελευταία στιγμή ψηλά. Το «Ημερολόγιο Βολιβίας», που κρατούσε ευλαβικά ο ανήρ από τη στιγμή που από την πρωτεύουσα Λα Παζ, όπου έφτασε μεταμφιεσμένος και με ψεύτικο διαβατήριο, και μετεγκαταστάθηκε στο αυτοσχέδιο στρατόπεδο της Νιανκαουασού σχεδόν μέχρι ένα 24ωρο πριν από την εύρεσή του στο έλεος του εχθρού στο χωριό Λα Ιγκέρα, γίνεται αυτή τη φορά ο δομικός οδηγητής της απόλυτα γραμμικής χρονικής εξιστόρησης, που δεν εκποικίλλει ούτε off αλλά μόνο σε διαλειμματικές σκηνές των αντιπάλων καθώς, με τη σκιώδη βοήθεια των Γιάνκηδων, προσπαθούν ν’ αντιμετωπίσουν τις επιχειρήσεις των ανταρτών οι οποίοι ανεπιβεβαίωτες και σθεναρά αρνούμενες από επίσημα χείλη φήμες θέλουν να διατάσσονται απ’ τον εξαφανισμένο από τα φίλια και, κυρίως, μη radar Γκεβάρα.

Αυτή είναι η πρώτη παράπλευρη απώλεια για τον Σόντερμπεργκ: η αναγκαστικά συντηρητικότερη, σχεδόν αντιδραστική οργάνωση του χωροχρόνου. Στη χωρισμένη στα δύο εκδοχή τής κάλλιο-αργά-παρά-ποτέ διανομής στην Ευρώπη και στην ημεδαπή, επιπλέον, καθιστά δύσκολη αν όχι αδύνατη τη δια του νου σύλληψη της αντιπαραβολής τού ζόρικα θριαμβευτικού τότε, ηγούμενου του Φιντέλ, και του ζόρικα αντίξοου τώρα, με 100% jefe τον Τσε, καθιστώντας δύσκολη συνακόλουθα και την εμπέδωση της εξυπνότερης τακτικής κίνησης της δραματουργίας, με τον Μπέντζαμιν βαν ντερ Βιν να παίρνει κι αυτός τ’ άρματα του σεναρίου. Στη χώρα του πούρου οι συνιστώσες των «μπολσεβίκων» έγιναν ένα, τα χωριά στάθηκαν καίρια στο πλάι τους, τα τάγματα της υπεροπτικής χούντας αντιλήφθηκαν καθυστερημένα ότι χάνουν την εξουσία; Στο τελευταίο εθνικό μετερίζι του διεθνιστή Γκεβάρα η κομμουνιστική αντιπολίτευση δεν στήριξε το modus operandi τής βίας δασκαλεμένη απ’ το Σοβιέτ, οι καθημαγμένοι αγρότες δυσκολεύτηκαν να εμπιστευτούν τους αντάρτες ή έσπασαν υπό απειλές, η δεξιά κυβέρνηση κι η CIA δεν τους άφησαν εξαρχής σε χλωρό κλαρί.

Το φωτογραφικό σχέδιο του Πίτερ Άντριους, δηλαδή του Σόντερμπεργκ με το σταθερό ψευδώνυμό του ως cameraman, διαφοροποιείται επίσης πεσιμιστικά. Εδώ ο ακόμη πιο συχνά φορητός φακός και τα αποκορεσμένα παρά τον διάκοσμο ζούγκλας και τις υψηλές θερμοκρασίες χρώματα εντέλλονται ως οι μαντατοφόροι του επιλόγου του σκοπού και της βιοτής του Ραμόν πρώτα, Φερνάντο μετά (τα δύο βολιβιανά ψευδώνυμα του «καπετάνιου»), που κάποια στιγμή λέει σημαδιακά: «Θα πρέπει να με σκοτώσουν για να με πάρουν από δω». Όμως, το ότι η κάμερα επί 100 λεπτά έχει από μακριά τον Τσε ώστε ιδεολογικά να μην τον προδώσει εντάσσοντάς τον, όπως και στο πρώτο φιλμ, αντι-ειδωλοποιητικά στον κύκλο των συντρόφων του, κοστίζει στο άδραγμα αφενός της έντασης, αφετέρου της δεξιοτεχνικά εσωτερικής ερμηνείας του Ντελ Τόρο. Απ’ την άλλη, βέβαια, η συγκεκριμένη επιλογή επιτρέπει σε μια από τις καλύτερες σεκάνς να λειτουργήσει ανορθόδοξα, καθώς κατά την κατήχηση μετά τον καβγά δύο γενναίων του ακούμε αυτόν αλλά βλέπουμε καθέναν ξεχωριστά μόνο τους υπόλοιπους της ομήγυρης, να έχουν λόγω των κακουχιών μετατραπεί, όπως τους είχε υποσχεθεί εξαρχής, σε «ανθρώπινα σκουπίδια», αφού «για να επιβιώσεις εδώ, πρέπει να ζεις σα να έχεις ήδη πεθάνει».

Εντυπωτικό σε όσους θυμούνται ένα αντιθετικής αισιοδοξίας ενσταντανέ – καρμπόν στην ύπαιθρο της Σιέρα Μαέστρα του ‘58 το συγκεκριμένο επεισόδιο και ένας ακόμα σχεδόν ψυχαναλυτικός οιωνός τού τέλους εξαιτίας τού αυτοκαταστροφικού ταξίματος του Comandante η φράση, συντάσσονται αμφότερα με όχι πολλές ακόμα ξεχωριστές στιγμές (σίγουρα η κρίση άσθματος και το ξέσπασμα στο άλογό του, απ’ τις ελάχιστες εξάρσεις bigger than life πνοής και σκηνοθετικής υπογραφής), καθώς πάγιο μέλημα είναι να χρονικογραφηθεί ιστορικά μη κίβδηλα το τι συνέβη, ακόμη και εις βάρος της συναρπαστικότητας της πλοκής. Μια γυναίκα (η Φράνκα «Τρέξε Λόλα Τρέξε» Ποτέντε) μυστικός σύνδεσμος κι ένα με επιπτώσεις σφάλμα της, ο Γάλλος διανοούμενος κι ομοϊδεάτης Ρεζίς Ντεμπρέ κουβαλητός για μια συνέντευξη και στα χέρια των Αρχών, λιποταξίες και προδοσίες διανθίζουν περισσότερο ή λιγότερο αναιμικά μια μυθοπλασία στην πρώτη ώρα εμφανώς λαβωμένη και από το μοντάζ για λόγους διάρκειας. Εωσότου το αποκόψιμο του τάγματος του Τσε σε δύο τμήματα, το τουφεκίδι στις πλαγιές, ο τραυματισμός, η αιχμαλωσία κι η αποδημία του γίνουν πεδίον δόξης λαμπρότερον για τον Σόντερμπεργκ, που επιτέλους βγαίνει για περίπολο πλάι με και σε απόσταση ανάσας απ’ τον ήρωά του.

Κι αν η φύση σβήνει κατά την ήττα της guerrilla φύσης του, κάτι που συλλαμβάνεται εξίσου ωραία επίσης απ’ τον Αλμπέρτο Ιγκλέσιας με σβήσιμο και των δικών του λυρικών μοτίβων για χάρη ηλεκτροακουστικού λευκού θορύβου, το πνεύμα τού Τσε θα επιμείνει. «Μου ζήτησε να τον λύσω», θα πει αναστατωμένος στη σειρούλα του ζητώντας αντικατάσταση ο φρουρός τον οποίο ο προσπάθησε να πλευρίσει ο «κόκκινος». «Πυροβόλα», θα πει ο Γκεβάρα και στον διστακτικό εκτελεστή του. Το ότι η κάμερα χάνει το φως της και σωριάζεται μαζί του δεν είναι η στιλιστική χαριστική βολή, μιας και για το φινάλε η πανούργα αφήγηση επιστρέφει σ’ εκείνα τα ανύποπτα κεφαλαιώδη δύο πλάνα του ταξιδιού των άκαπνων ακόμα συνωμοτών απ’ το Μεξικό προς την Αβάνα. Βλέπουμε τον Γκεβάρα γερμένο στην κουπαστή. Αυτός βλέπει τους κατοπινούς survivors αφούς Κάστρο, σε υποκειμενικό όπως και όταν ξεψυχάει. Την Ιστορία, ως γνωστόν, τη γράφουν οι νικητές. Αλλά καμιά φορά νικάς κι όταν πεθαίνεις. Ισχύει για τον τιμώμενο, ισχύει και για την ταινία…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ο Περισσός και το fan club τού θρύλου κάνουν γιουρούσι, οι κουλτουριάρηδες δε θα ζωστούν τα φυσεκλίκια εναντίον του αιθουσάρχη, οι multiplex-άδες θα το βρουν παλιόπραμα. Μεροδούλι-μεροφάι η… παραλλαγή αυτή τη φορά, μόνο σε ξεβαμμένο χρώμα και με νταουνιάρα την κορύφωση, αλλά άχαστο για τους θεατές τού προ δύο εβδομάδων primer capítulo.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.