FreeCinema

Follow us

CATS (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Μιούζικαλ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τομ Χούπερ
  • ΚΑΣΤ: Φραντσέσκα Χέιγουορντ,Τζέιμς Κόρντεν, Τζούντι Ντεντς, Τζέισον Ντερούλο, Τζένιφερ Χάντσον, Ίαν ΜακΚέλεν, Ίντρις Έλμπα, Τέιλορ Σουίφτ, Ρέι Γουίνστον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP

Γάτα εγκαταλελειμμένη στους δρόμους του Λονδίνου μπλέκει με τη γατοφυλή των Jellicles, τη νύχτα που θα αποφασιστεί ποιο καλλίφωνο μέλος τους θα κερδίσει ταξίδι μετ’ επιστροφής στον γατοπαράδεισο.

Μπορεί (εδώ και πολλές δεκαετίες, πλέον) η χρυσή εποχή του μιούζικαλ να έχει παρέλθει… οριστικά και αμετάκλητα, πλην όμως το είδος κάθε άλλο παρά έχει εξαφανιστεί. Για να περιοριστούμε στα πιο πρόσφατα του τρέχοντος αιώνα, έχουμε δει εκπροσώπους του genre να κερδίζουν κοινό και Όσκαρ, όπως έκαναν το «Σικάγο» (2002) και το «La La Land» (2017), βαρύγδουπες αποτυχίες που πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένες σαν το απαράδεκτο «Εννέα» (2009), αναβιώσεις φιλμ θρυλικών που δεν μπόρεσαν επ’ ουδενί να μπουν στα παπούτσια των προκατόχων τους, όπως το «Η Μαίρη Πόπινς Επιστρέφει» (2018), μελοδραματικούς πειραματισμούς δια χειρός Λαρς φον Τρίερ στο στοιχειωτικό «Χορεύοντας στο Σκοτάδι» (2000), φαντασμαγορικά «πειραγμένα» θεάματα τύπου «Moulin Rouge!» (2001) ή μετριότητες που για κάποιον λόγο κατάφεραν να μοσχοπουλήσουν τόσο στο box-office όσο και στα δισκοπωλεία ή τις διάφορες πλατφόρμες streaming, όπως το «The Greatest Showman» (2017). Έχουν γυριστεί, δηλαδή, μιούζικαλ για λογιών λογιών γούστα τα τελευταία χρόνια. Με το χέρι στην καρδιά, όμως, αναφέρω πως τέτοιο εκ προμελέτης CGI έγκλημα σαν αυτό του «Cats» δεν είχε γυριστεί μέχρι σήμερα, ανεξαρτήτως κατηγορίας και είδους!

Για να βρούμε κάτι σχετικά ανάλογο πρέπει να πάμε πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αρχές του ’80, εποχή δηλαδή που ο Άντριου Λόιντ Γουέμπερ πρώτα οραματιζόταν και εν συνεχεία έδινε σάρκα και οστά στο θεατρικό μιούζικαλ «Cats», έχοντας βασίσει την έμπνευσή του στην ποιητική συλλογή του Τ. Σ. Έλιοτ «Το Εγχειρίδιο Πρακτικής Γατικής του Γερο-Πόσουμ». Ήταν ακριβώς τότε που μια σειρά από άκρως αποτυχημένες ταινίες του genre, οι οποίες ανήκουν πλέον στη σφαίρα του cult («The Wiz», «Xanadu», «The Apple»), έμοιαζαν να βάζουν ταφόπλακα στο είδος που υπηρετούσαν. Κι αυτές ακόμη, όμως, ωχριούν μπροστά στο camp πανηγύρι κακογουστιάς που παρελαύνει σε τούτη την κινηματογραφική διασκευή του διάσημου stage show, που αφενός με έκανε να αναρωτιέμαι πώς διάβολο η παράσταση του West End και του Broadway σπάει τα ταμεία όπου κι αν ανεβαίνει ανά τον κόσμο (έχοντας πια αποκτήσει το status του θρύλου), αφετέρου η άγρια #wtf φάση του μόνο με κινηματογραφικά «μνημεία»… καταστροφής τύπου «Battlefield Earth» (2000) μπορεί να συγκριθεί.

Σε ένα πλημμυρισμένο από neon lights Λονδίνο, η παρατημένη λευκή γατούλα Βικτώρια (η prima ballerina του Royal Ballet, Φραντσέσκα Χέιγουορντ) γίνεται άθελά της μέλος της παρέας των Jellicle Cats. Κατά σύμπτωση είναι η νύχτα που όλες οι γάτες και γάτοι της φυλής θα συναγωνιστούν στον χορό και στο τραγούδι, ώστε η γηραιά αξιοσέβαστη αρχηγός Δευτερόνομη (η Τζούντι Ντεντς, που ενώ σαν καλή γατούλα έχει το όμορφο τρίχωμά της, φοράει κι ένα γούνινο παλτό από πάνω, έτσι, για την αλητεία) να επιλέξει τον νικητή που θα κερδίσει το έπαθλο της αναλήψεως στους ουρανούς του Heaviside Layer (μιλάμε για σκληρά ναρκωτικά). Ωσάν διαγωνιζόμενοι σε τηλεοπτικό talent show για τετράποδα, επί της οθόνης περνούν εκτελώντας το νούμερό τους κάθε λογής γατούλες, όπως ο έξω καρδιά χοντρομπαλάς γάτος του Τζέιμς Κόρντεν, η παρομοίων κυβικών ακομπλεξάριστη χορευταρού ψιψίνα της Ρέμπελ Γουίλσον (σε μια σεκάνς που πρέπει να δει κανείς για να πιστέψει!), ο βετεράνος της γατίσιας υποκριτικής (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και σκουριασμένος από τα χρόνια στο σανίδι «αίλουρος» του Ίαν ΜακΚέλεν και ούτω καθεξής. Κάπου ανάμεσα σε όλους αυτούς υπάρχει και ο κακός της υπόθεσης, ο μακιαβελικών προθέσεων… Μακάβιτι του Ίντρις Έλμπα (τον οποίο λυπήθηκε πραγματικά η ψυχή μου να τον βλέπω με τέτοια αμφίεση), που έχει κάποια σκοτεινά και δολοπλόκα σχέδια για την εν λόγω βραδιά.

Σπάνια έχουμε την ευκαιρία να δούμε έναν τέτοιο αψεγάδιαστο συνδυασμό πλήρους… αστοχίας και κακής εκτέλεσης! Ενώ στο θεατρικό «Cats» οι ηθοποιοί εμφανίζονται ντυμένοι με στολές που παραπέμπουν στις γάτες του τίτλου, εδώ έχει επιλεγεί ένα ολοκληρωτικά αποτυχημένο CGI, το οποίο έχει κάνει σύσσωμο το ταλαίπωρο καστ να μοιάζει με ένα παράξενο υβρίδιο γάτας / ανθρώπου, φέροντας γούνινο σώμα σαν από λούτρινη κούκλα, περίπου ανθρώπινα χέρια και πόδια, αλλά και γατίσια μουστάκια, σε ένα ολότελα απωθητικό θέαμα που γρήγορα καταντά γελοίο. Σεναριακός ιστός δεν υπάρχει για κανέναν λόγο, αφού το όλο φιλμ αποτελείται από ανεξάρτητα μουσικοχορευτικά νούμερα μέσω των οποίων συστήνονται οι διάφοροι γατοδιαγωνιζόμενοι, ανοίγοντας σταδιακά δρόμο για την κορύφωση του φινάλε, όπου ακούγεται το περίφημο «Memory» διά στόματος της Τζένιφερ Χάντσον (η οποία, επειδή βασικά… τραγουδούσε ωραία, είχε κερδίσει το Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου στο «Dreamgirls» το 2007).

Χαρακτήρες και ρυθμός, φυσικά, ούτε γι’ αστείο δεν υφίστανται, παρά μόνο μια αλλοπρόσαλλη αλληλουχία κακοσκηνοθετημένων κοντινών πλάνων (κατά τις συνήθειες του εδώ ευρισκόμενου σε ιστορικό ναδίρ Τομ Χούπερ, κατόχου βραβείου Όσκαρ σκηνοθεσίας για τον «Λόγο του Βασιλιά», παρακαλώ), με τις χορογραφίες, αλλά και τα ψηφιακά εφέ, να μοιάζουν πως έχουν εκτελεστεί πραγματικά από… γάτες. Πιθανότατα, άλλωστε, αυτές μονάχα θα είχαν τέτοια χαρακτηριστική δυσκολία να διακρίνουν το αληθοφανές βάθος πεδίου, δίχως να μπερδεύουν τα μεγέθη ανθρώπων και αντικειμένων, με τους πρώτους έναντι των δεύτερων να μοιάζουν άλλοτε με θηριώδη λιοντάρια έτοιμα να κάνουν τα πάντα μια χαψιά και άλλοτε με νεογέννητα ψιψίνια που πρέπει να τα κοιτάξεις δύο φορές για να τα δεις μία (μην έχετε πιει πριν το βιώσετε). Αν υπάρχει κάτι που κάπως επιπλέει σε τούτο το ναυάγιο, αυτή είναι η Τέιλορ Σουίφτ, η οποία μάλιστα έχει γράψει τις δύο νέες συνθέσεις που ακούγονται εδώ (πλάι στις παλιές γνωστές του Γουέμπερ), μιας και δείχνει (κατά κάποιον περίεργο λόγο) να διασκεδάζει με την όλη φάση. Ίσως επειδή η Μπομπαλουρίνα της εμφανίζεται ένα σκάρτο δεκάλεπτο, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που σηκώνουν τον σταυρό του μαρτυρίου για σχεδόν ολόκληρο δίωρο… νιαουρίζοντας ακατάπαυστα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Κερδίζει με το σπαθί του μια θέση δίπλα στο «Dune» (1984), το «Ishtar» (1987) και άλλες ανάλογες μεγαλεπήβολες αποτυχίες. Μόνο για την καλτιά του πράγματος αξίζει κάποιος να σπαταλήσει χρόνο και χρήμα, ας έχει όμως υπόψη του πως ο αρχικός ενθουσιασμός… γαλαρίας, όσο κι αν αγαπά κανείς τις καημένες τις γατούλες και τα μιούζικαλ επί το γενικότερον, γρήγορα θα δώσει τη θέση του σε μία βασανιστική αποστροφή ή σε ένα άνευ προηγουμένου σάστισμα. Από την άλλη, τα ονόματα του καστ και ο μύθος της θεατρικής παράστασης «Cats» ασφαλώς και στέκουν ως δυνατοί «κράχτες» για τούτη την κινηματογραφική μεταφορά. Χρειάζεται, όμως, πολύ θάρρος και αντοχές για όποιον το τολμήσει.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.