FreeCinema

Follow us

ΟΤΑΝ ΞΕΣΠΑΣΕ Η ΒΙΑ (2016)

(CAINI)

  • ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπόγκνταν Μίρικα
  • ΚΑΣΤ: Ντράγκος Μπούκουρ, Γκεόργκε Βίζου, Βλαντ Ιβάνοφ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS

Σαραντάρης κουβαλημένος από το Βουκουρέστι στα σύνορα με την Ουκρανία, στα άσπαρτα χωράφια που του άφησε νεκρός παππούς μαζί με παλιόσπιτο και άγρια σκύλα, σχεδιάζει το γρηγορότερο «σκότωμα» της κληρονομιάς μέσω του συμβολαιογράφου. Σύντομα έρχεται ανεπαίσθητα αντιμέτωπος με το «άσε τα κρυφά κρυμμένα» της περιοχής και τις ενάντιες διαθέσεις φανερών ή αφανών ντόπιων. Η απροσχεδίαστη επίσκεψη της κοπέλας του και η βούληση ενός γέρικου «οργάνου» επιτέλους να αποδώσει δικαιοσύνη θα… ποδηγετήσουν το ξεκαθάρισμα. Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας;

Σίγουρα ναι. Αλλά, πρώτα, επιτρέψτε ένα ξεστράτισμα, καθώς συνέβη, και τις προάλλες, κάτι που σε όλες τις σοβαρές κινηματογραφικές αγορές του κόσμου απαγορεύεται επί υπέρογκη χρηματική ποινή: προσθέτοντας το άρθρο στον τίτλο, ο διανομέας του «Η Άφιξη» βάφτισε ακριβώς όπως κι ένα προ 20ετίας φιλμ (το «The Arrival» του Ντέιβιντ Τούι) την ταινία τού Ντενί Βιλνέβ. Τώρα, είναι η τεμπέλικα κουτοπόνηρη απόφαση ενός συναδέλφου του να εξαφανίσει έναν… πρωτότυπο τίτλο υπέρ ενός αόριστα και μεσοβέζικα πιασάρικου τέτοιου, που στην Ελλάδα έχει συνδεθεί αμετάκλητα με μια από τις ταινίες ο αντίλαλος των μοτίβων (προσθέστε και ότι εδώ είναι όχι ένα δίποδο piggy αλλά ένα λυσσασμένο αγριογούρουνο που κυνηγιέται, πέφτει θύμα και τρώγεται από τους κακούληδες) των οποίων ακούγεται εν προκειμένω ευδιάκριτα, το «Deliverance» του Τζον Μπούρμαν. Και είναι διπλό το ατόπημα, καθώς τα ρουμανικά «Σκυλιά», όπως είναι ο αυθεντικός τίτλος, κάνουν ούτως πώς και ονοματικά νύξη για μια επιπλέον ταινία, τα «Αδέσποτα Σκυλιά» του Σαμ Πέκινπα, υφέρπουσα στο επεισόδιο της διαφαινόμενης απειλής από το θηρίο της επαρχιακής τεστοστερόνης εις βάρος της φερμένης απ’ αλλού κυρίας του κυρίου και, μέσω αυτής, εις βάρος του καλλιεργημένου machismo του.

«Εσύ δεν είσαι για δω». Η εκ των υστέρων αντιληπτή απ’ τον θεατή ως δυσοίωνη προειδοποίηση προς τον – για πόσο; η πιο θαρρετή, με σιγαστήρα εκπυρσοκρότηση της υπόθεσης – κεντρικό ήρωα θα μπορούσε να απευθύνεται από κάποιον καλοθελητή προς τον Μπόγκνταν Μίρικα, ώς τα σήμερα σκηνοθέτη διαφημιστικών και σεναρίστα, που ξαφνικά «σκάει» απ’ το πουθενά για να χαλάσει την πιάτσα του «κοινωνικού» νατουραρεαλισμού, που με άντρο την πάλαι ποτέ χώρα του Τσαουσέσκου λυμαίνεται κοινό και φεστιβάλ την τελευταία 10ετία. Στόχος του; Περισσότερο από μοντέρνο παρακολούθημα και φόρος τιμής στους δύο άνωθι (κι όχι μόνο, σου ‘ρχεται) 35mm δερβέναγες, η παρακαταθήκη του ανατολικού bloc και της δικτατορίας ως ανέγγιχτο άβατο της παρανομίας στην άγονη ανοιχτωσιά, ένας – αντιστρατευόμενος τον πολιτισμό και τον νόμο της πόλης, του κράτους – θύλακας του δίκιου του ισχυρότερου, εκείνου που θέλει να δείξει στον πρωτευουσιάνο ξένο πόσα απίδια βάνει ο σάκος.

«Παλεύουμε, σκοτωνόμαστε. Βαριόμαστε του θανατά εδώ», θα πει μεταξύ σοβαρού και αστείου (η τραμπάλα στην οποία διαλογικά παίζει συχνά, πολύ ικανά ο Μίρικα) στον εγγονό τού πεθαμένου κύρη του (που με τι λεφτά αγόρασε εν μέσω του κομμουνισμού, γιατί του επέτρεψαν τόση ιδιωτική περιουσία και τι δουλειά έκανε σε 500+ εκτάρια, όπου δεν καρποφορεί τίποτα και μια αγροικία της συμφοράς σαν την καλαμιά στον κάμπο περιφράσσεται και φυλάγεται από μούργο σαν τι;) ο επαρχιώτης που δείχνει αποφασισμένος, διαφυλάσσοντας τη δική του ιδιοκτησία της βίας, να κινήσει πλέον τα νήματα στην περιοχή σε μια αξέχαστη σκηνή βραδινού barbecue, όπου την δεν-κινείται-τίποτα κουφόβραση της ημέρας σβήνει κατεβάζοντας μπίρες το σαρκοβόρο ανθρώπινο κτήνος, η υποφώσκουσα απειλή τού οποίου γρυλίζει το τρομερό «Εγώ φοβάμαι τον Θεό. Αλλά κι ο Θεός φοβάται εμένα».

Κρατήστε (πισινή) τον Βλαντ Ιβάνοφ, τη φάτσα που κάπου μεταξύ Χρήστου Στέργιογλου και Ρέι Γουίνστοουν σημαδεύει σαν επαναληπτική καραμπίνα μερικά απ’ τα πιο χτυπητά ρουμανικά φιλμ νέας εσοδείας. Τι, επίσης, θα χαλάσει τον κόσμο τού φαίνεσθαι σ’ αυτό το crime μικρό σπίτι στο λιβάδι; Ένα αποκαλυφθέν ως υφαρπαγμένο κινητό που λέει πολλά, μία εξαφάνιση («Είναι σαν να τον κατάπιε η γη», τι ατάκα!), η αδόκητη χρήση ενός σφυριού εναντίον ενός νοματαίου που το έχει δίπορτο καταπατώντας περαιτέρω τα μπερδεμένα σύνορα υποκόσμου και Αρχών σ’ αυτή τη μεθόριο, η στο πιάτο (κυριολεκτικά) ιατροδικαστική εξέταση ενός κομμένου σύρριζα άκρου (ορφανού από ιδιοκτήτη) που στην ουβερτούρα μάς έχει μπάσει σ’ αυτόν τον βούρκο πλησίον του Δούναβη… ακούγοντάς την α λα Λιντς. Και, το κυνικότερο (ο νέος Διογένης του écran απεκείθε δίνει ρέστα εδώ), η ημίαιμη bitch του μακαρίτη που γαβγίζει αλλά δε δαγκώνει (γι’ αυτό) και ακούει στο όνομα «Αστυνομία».

Πέρα από τη διακειμενική πλάκα με το «Αστυνομία, Ταυτότητα» του Κορνέλιου Πορουμπόιου, όπου πρωταγωνιστούσε επίσης ο Ντράγκος Μπούκουρ, ο Μίρικα ξεχερσώνει παντοιοτρόπως αποφασιστικά (και χωρίς ουρλιαχτά, αντίθετα απ’ το παλικάρι μας στην έξοχη μοιρολατρική σκηνή της απόφασης στο δίστρατο στον λόφο, η οποία ξεθάβει εφεξής το απέθαντο κουφάρι τού νουάρ ημέρας) τη νεόκοπη auteur περιουσία των πατριωτακίων του. Τα πανοραμικά στον ορίζοντα μαζί με τα στρέμματα στυλιζάρουν με ρεύματα νεο-γουέστερν ως εάν εκπήγαζαν από «Το Μικρό Νησί» του Αλμπέρτο Ροντρίγκεθ (μπάτσος… άρρωστος για να πληρώσει ο φταίχτης, anyone?) το «κάτσε καλά» των χώρων. Ο ερπετώδης ρυθμός υποβλέπει την ευρεία οθόνη όπου, εναλλασσόμενα λάου λάου traveling και λίγα-λόγια-και-σταράτα σταθερά πλάνα, έχουν ανησυχαστικά του χεριού τους το μικροκλίμα, με τις νυχτερινές σεκάνς να οργώνουν επί το φοβικότερον το «Κάποτε στην Ανατολία» του Νούρι Μπιλγκέ Τζεϊλάν. Και η παγωμένη θαλάμη της πλοκής, μαζί με το κρύψιμο εκτός στόρι κι οθόνης του κομβικότερου έως εκείνη τη στιγμή εγκλήματος, αδειάζει κοενικά όμορφα στα νευραλγικά λιγοστά ντου. Αδειάζοντάς την με συνεργούς τις εκούσιες ελλείψεις στη σκιαγράφηση και τη μυθοπλασία, δυστυχώς, επίσης.

Έξω και πέρα απ’ όλα αυτά, αυτά τα εδάφη μπορούν να σκαφτούν κι ως παραβολή με παραλήπτη το σινάφι (του / μας). Είναι σαν ο Μίρικα να διεκδικεί το δικαίωμα να εγκατασταθεί για να (τη) φυτέψει (σε) κάτι άλλο στα – ακόμα όχι στέρφα αλλά προς τα κει θα πάει το πράγμα, οσονούπω – χώματα του Ρουμανικού Νέου Κύματος. Στη στάκαμαν λύση του δράματος, το σασπένς κρεμιέται κλέβοντας από την ένταση της αφήγησης και ανοίγοντας τον λάκκο του σ’ έναν πεσιμιστικό επίλογο όπου η και τονική ελεγεία γράφει (για όλους) το τέλος. Δεν θα το χαρείς το αιματάκι, καθώς δεν υπάρχει βιώσιμο αύριο σε τούτα τα μέρη με τέτοια μυαλά, δείχνει να αποφαίνεται ο δημιουργός. «Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» (η άλλη βαρύνουσα φλασιά που θα περάσει απ’ τον νου σου πριν απ’ το οριστικό αντίο) που ‘λεγαν και κάποιες άλλες αδελφές ψυχές. «Ματαιότητης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης», ωστόσο, σίγουρα όχι. Με τέτοια σοδειά που βγάζει ο νέος αρχηγός της κλίκας; Δώσε θάρρος στον χωριάτη…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Κοντά στο άχαστο για ντεμπούτο, μολονότι περισσότερο για τους ορκισμένους του σινεμά τέχνης (όσοι «έφυγαν» με «Το Μικρό Νησί», θα εκπλαγούν βρίσκοντας τη βαλκανική, λιγότερο procedural και χωρίς πολλή ίντριγκα εκδοχή του) παρά για εκείνους του cult ή των genre (μιλάμε για την πρώτη ρουμάνικη ταινία που θα… κουνήσει από κοινού εξίσου τα fan club των «Deliverance» και «Straw Dogs»). Οι του εμπορικότερου, αν δεν αποστρέφονται εξ ακοής οτιδήποτε μη εγχώριο ή αγγλόφωνο, θα καβλαντίσουν ανά σημεία αλλά, άπαξ και τολμήσουν να μπουν σ’ αυτά τα χωράφια, θα την ψιλοπάθουν μια πλάκα (με την καλή έννοια). Οι εντελώς του χαχαχούχα ή του μάτσα μούτσα ή του μπαμ μπουμ, φεύγετε όπως είστε ή προκαλείτε την τύχη σας.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.