FreeCinema

Follow us

ΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΘΛΙΜΜΕΝΑ (2014)

(BLUE RUIN)

  • ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέρεμι Σολνιέ
  • ΚΑΣΤ: Μέϊκον Μπλερ, Ντέιβιντ Ράτρεϊ, Έιμι Χάργκριβς, Κέβιν Κόλακ, Ντέιβιντ Γ. Τόμσον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE

Κουρελής και πλάνητας τύπος που κοιμάται σε εγκαταλειμμένο αυτοκίνητο μαθαίνει ότι ο άνδρας που δολοφόνησε τους γονείς του βγαίνει από τη φυλακή, και επιλέγει να πάρει το νόμο στα χέρια του, με όποιον τρόπο μπορεί. Οι συνέπειες αυτής του της απόφασης, όμως, θα περιπλέξουν τα πράγματα πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόταν.

«Τα Ερείπια Μένουν Πάντα Θλιμμένα» είναι, πράγματι, μια ιστορία ερειπίων. Άνθρωποι τσακισμένοι απ’ την οργή και τη θλίψη προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι ζουν ακόμα. Όταν δε σου έχει μείνει τίποτα, χρειάζεσαι μια ιδέα για να συνεχίζεις. Η ιδέα, ίσως, ότι υπάρχει ένας σκοπός που πρέπει να εκπληρωθεί, μια αποστολή. Στην περίπτωση του πρωταγωνιστή (που τον πρωτοσυναντάμε ρακένδυτο, ανέστιο να «μπουκάρει» σε άδεια σπίτια για να ικανοποιήσει βασικές ανάγκες και να βγάζει τη νύχτα σε ένα σαράβαλο), αυτή η ιδέα που τον κρατάει, σχετίζεται με την τιμωρία, την απονομή δικαιοσύνης. «Μπαίνουμε» στην πλοκή, κάπου στα μισά της. Το δράμα έχει ήδη ξεκινήσει, τη στιγμή δηλαδή που του στέρησαν την οικογένεια. Η αθλιότητα της κατάστασής του έχει να κάνει μ’ αυτό το πρώτο γεγονός ή είναι συμπτωματική; Δε μας το λένε, αρκεί να ξέρουμε ότι το μόνο που του έχει απομείνει είναι να εκδικηθεί. Από εκεί και πέρα, «προσγειωνόμαστε» χωρίς να γνωρίζουμε λεπτομέρειες, σε μια περιοχή μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, παρακολουθώντας ένα ανθρώπινο συντρίμμι που σχεδιάζει τη μία και μοναδική πράξη που θα το δικαιώσει.

Καμιά αντίρρηση σε ό,τι έχει να κάνει με τη μινιμαλιστική προσέγγιση στην αφήγηση. Η αρχική άγνοια του θεατή (που συντηρείται επιμελώς μέχρι τα μισά της ταινίας – αφού οι ήρωες ανταλλάσουν μισόλογα και υπονοούμενα σε σχέση με τα κομβικά σημεία τής ιστορίας) δημιουργεί ένα ωραίο εφέ απροσδιοριστίας και σύγχυσης που κάνει την ατμόσφαιρα βαριά από ερωτηματικά και αινίγματα. Ο σκηνοθέτης Τζέρεμι Σολνιέ (γνωστός ίσως στους underground κύκλους από μια cult κωμωδία τρόμου, το «Murder Party») υιοθετεί μια less is more τεχνική απόκρυψης και πλάγιας έκθεσης, θολώνοντας (και κυριολεκτικά, αφού η ομίχλη βρίσκεται παντού) το ισχνό περιεχόμενο, προκειμένου να το κάνει πιο γοητευτικό για τα μάτια που δεν μπορούν να διακρίνουν τι ακριβώς παρακολουθούν. Ένα μηδενιστικό νεο-νουάρ; Μια περιπέτεια αυτοδικίας ή ένα ιδιότυπο οικογενειακό δράμα; Η προσπάθεια είναι αξιέπαινη γιατί το φιλμ του, πράγματι, διαθέτει ορισμένες αρετές (κυρίως φορμαλιστικές, βέβαια), αλλά το γεγονός παραμένει: σεναριακά, «Τα Ερείπια» δε μένουν μόνο «Θλιμμένα» αλλά πάσχουν κιόλας.

Αν αφαιρέσεις το στυλιζάρισμα, κάποιες ωμά ρεαλιστικές σκηνές βίας και δυο-τρεις επιδείξεις σωστής διαχείρισης της εκκρεμότητας, δε σου μένει στα χέρια, σχεδόν, τίποτε άλλο. Οι χαρακτήρες είναι οριακά σκιαγραφημένοι, οι περισσότεροι εξ αυτών δεν καταφέρνουν να ολοκληρωθούν σε κάτι συμπαγές και μένουν απλώς «τύποι» (όπως ο χεβιμεταλάς φίλος που προμηθεύει όπλα και συμβουλές μάχης ή ο «κακός» αδελφός τού εχθρού), και το στόρι, ενώ χτίζεται πάνω σε μια ίντριγκα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ωραίες δραματικές κορυφώσεις, δίνει διαρκώς την αίσθηση ενός – μισοηθελημένου, μισοαθέλητου – μετεωρισμού. Δηλαδή, ακόμα κι αν η πρόθεση ήταν αυτή, να διατηρηθούν τα πράγματα σε μια κατάσταση ανήσυχης αβεβαιότητας, ο θεατής δεν μπορεί παρά να αναρωτηθεί στο τέλος για το σκοπό όλων αυτών. Η ταινία λειτουργεί ως απλό mood piece και τίποτα περισσότερο.

Σαν τεκμήριο σκηνοθετικής ικανότητας, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τη δουλειά του την κάνει. Υπάρχουν επιρροές από τον πρώιμο κινηματογράφο των αδελφών Κοέν (κυρίως από το «Μόνο Αίμα»), ο αμοραλισμός στην απεικόνιση της βίας θυμίζει Ταραντίνο και το σχόλιο, πάνω στη σταδιακή αποκτήνωση του φιλήσυχου «ανθρωπάκου» που καλείται να προστατέψει τους δικούς του με κάθε μέσο, φέρνει στο νου και τις ανάλογες επισημάνσεις του Γουές Κρέιβεν απ’ τα 70’s (η «σεβεντίλα» είναι διάχυτη σε όλο το φιλμ). Ο Σολνιέ έχει αφομοιώσει σωστά αυτά που πρέπει. Πλανοθεσία, φωτογραφία (την οποία επιμελείται ο ίδιος) και soundtrack φέρνουν αποτέλεσμα. Το σενάριο, όμως, τα αφήνει όλα ξεκρέμαστα. Εκεί πρέπει να εστιάσει ο νέος δημιουργός. Είτε να παιδέψει τον εαυτό του για να γράψει κάτι πιο ουσιαστικό την επόμενη φορά ή να αναλάβει να κινηματογραφήσει την ιστορία κάποιου άλλου. Διαφορετικά, μπορεί πάντα να αρκεστεί στην b-movie αισθητική, την οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μπορεί να εξελίξει και να τελειοποιήσει. Είπαμε, σαν άσκηση ύφους, η ταινία δείχνει δυνατότητες. Μέχρι εκεί, όμως.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν το πρόβαλε η τηλεόραση, μετά τα μεσάνυχτα, ένα φιλμ όπως «Τα Ερείπια Μένουν Πάντα Θλιμμένα» θα άξιζε το ξενύχτι σου. Στις διαστάσεις τής μεγάλης οθόνης, η ταινία αναπόφευκτα «μικραίνει» γιατί δεν έχει κάτι σημαντικό να πει. Ακόμα και οι φανατικοί τού minor κινηματογράφου (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν τέτοιο, αδόκιμο, όρο) δεν είναι σίγουρο ότι θα ικανοποιηθούν απόλυτα. Κι αυτό γιατί ούτε ο ίδιος ο σκηνοθέτης δε φαίνεται να έχει αποφασίσει αν θέλει την ταινία του σοβαρή και με «μήνυμα» ή, απλώς, χορταστική σε gore, ατμοσφαιρική καλτιά. Σε στιγμές αγωνιώδες και τονικά καλοκουρδισμένο, αλλά φτωχό, τελικά. Maybe next time.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.