FreeCinema

Follow us

ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΤΖΑΣΜΙΝ (2013)

(BLUE JASMINE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γούντι Άλεν
  • ΚΑΣΤ: Κέιτ Μπλάνσετ, Σάλι Χόκινς, Άλεκ Μπόλντουιν, Μπόμπι Καναβάλε, Άντριου Ντάις Κλέι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Χρεοκοπημένη μεγαλοαστή της Νέας Υόρκης μετακομίζει υποχρεωτικά στο λαϊκό σπίτι της αδελφής της, με μοναδικά μπαγκάζια τις νευρώσεις της. Θα μπορέσει να προσαρμοστεί σε μια νέα ζωή στο Σαν Φρανσίσκο ή τα λογικά της θα γίνουν παρελθόν για πάντα;

Το βασικό χαρακτηριστικό των ταινιών του Γούντι Άλεν είναι το σενάριο και οι δυνατοί γυναικείοι χαρακτήρες, ακόμη και όταν μιλάμε για δεύτερους ρόλους. Όταν σήμερα βλέπεις και τα δύο να μην μπορούν να σου επιβληθούν στη μεγάλη οθόνη, πια, χάνεται το παράπονο για την πτώση του δημιουργικού συμβόλου που ακούει στο όνομα Γούντι Άλεν και μένει μονάχα μια αίσθηση λύπησης. Πιο δραματικής κι από το τελευταίο πλάνο της παρατημένης στο κενό ενός μη φινάλε ηρωίδας του.

Στη «Θλιμμένη Τζάσμιν» υπάρχει το σενάριο, αλλά απουσιάζει η ιστορία, ο προορισμός, το κλείσιμο των λογαριασμών. Όλα τα πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται είναι περαστικά, μπαίνουν στη ζωή των ηρώων αναπάντεχα και εξαφανίζονται με μια απίστευτη ευκολία, αφήνοντας πίσω τους τραυματικές εμπειρίες που, ίσως, σε διδάξουν κάτι. Ότι όλοι οι άνδρες είναι άχρηστοι και ψεύτες; Ότι όλες οι γυναίκες είναι νευρωτικές και τυφλές να δουν την αγάπη ακόμη και όταν τις κρατά σε μια αγκαλιά; Ειλικρινά, δεν έλαβα κανένα μήνυμα, ούτε καν έναν μηδενιστικό σαρκασμό προς το ανθρώπινο, ανόητο είδος μας. Τα πάντα έμπαιναν με αφέλεια μέσα στην πλοκή και χάνονταν στο… εκτός κάδρου άγνωστο, με την κεντρική ηρωίδα να παραπαίει μεταξύ Μπλανς Ντιμπουά και ανακατεμένης βότκας με Xanax. Χωρίς σταματημό και με κάτι κρίσεις μονολόγων σε μορφή σαλεμένου trip στο παρελθόν.

Θυμάμαι τα χρόνια που υποτιμούσαμε τον Άλεν και τα με το ζόρι μπεργκμανικά του ψυχοδράματα ή τις απόπειρες να αντιγράψει τα ευρωπαϊκά πρότυπά του, μέχρι να φτάσει στην ιδανική ωρίμανση με τις ξεκάθαρα δικές του δόσεις χιούμορ, σε ένα πάντρεμα που μας έδωσε αριστουργήματα, ως τα μέσα των 90’s και για δύο δεκαετίες σχεδόν. Για να κατανοήσει κανείς βαθύτερα την ήττα της «Τζάσμιν», πρέπει να επιστρέψει σ’ εκείνα τα χρόνια και τα φιλμ που στη σύγκρισή τους με το σήμερα σε προκαλούν κι εσένα ν’ αναζητήσεις… τα χάπια σου! Ειλικρινά, πρέπει να έχει κανείς πλήρη άγνοια της φιλμογραφίας του Άλεν για να επαινέσει ή να υποστηρίξει τούτο εδώ το έργο.

Φυσικά, ο άνθρωπος δεν είναι ούτε τυχαίος ούτε και άχρηστος. Ξέρει πως το υλικό της «Τζάσμιν» είναι μια ανακυκλωμένη αρπαχτή και για να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή, ο οποίος πάντοτε ελπίζει να εντοπίσει τα παρελθόντα απομεινάρια τής μαγείας τού Άλεν, έστω στην πένα, ξεδιπλώνει το σενάριό του μέσω της γραμμικής αφήγησης σε δύο χρόνους, λες και τα flashback θα μας αποκαλύψουν κάτι που δε γνωρίζαμε από την αρχή. Τσάμπα κόπος. Ή, μάλλον, ένας καλός τρόπος να καλύψεις τις αδυναμίες μιας ιστορίας που δεν οδηγεί πουθενά. Μιάμιση ώρα αργότερα, τα πάντα έχουν μείνει εκεί που τα βρήκες. Κι αυτό δεν το λες καλό…

Η αδυναμία του Άλεν να προσανατολίσει το καστ του προς μια ανάπτυξη χαρακτήρων και ουσιαστικών ρόλων (επειδή δεν υπάρχουν…) αφήνει εκτεθειμένη πρωτίστως την Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία, εντελώς συμπτωματικά, έχει τη σκηνική πείρα της ερμηνείας της Μπλανς Ντιμπουά από το παρελθόν (άραγε, την είχε δει στη Νέα Υόρκη ο Γούντι;) και κάπως αφηρημένα «αγκιστρώνεται» στην ηρωίδα του Τένεσι Γουίλιαμς όταν έρχονται τα δύσκολα, αφήνοντας να της ξεφύγει (σε μια φευγαλέα εξομολόγηση) πως εκτός από τα Xanax έχει υποστεί και κάποια θεραπεία με ηλεκτροσόκ (σημείο απολύτως θολό και αιωρούμενο σεναριακά), που οριακά αιτιολογεί τη δραματική της κατάπτωση. Η Τζάσμιν της Μπλάνσετ δεν έχει ζωή. Μοιάζει με ένα κολάζ από προκάτ νευρώσεις, πριν από το μεγάλο μακροβούτι στον γκρεμό τής απώλειας της λογικής. Ακριβώς επειδή το μακροβούτι αυτό το κάνει μόνη της, βρίσκει καταφύγιο σε εύκολες «εκρήξεις», δάκρυα γεμάτα eyeliner και rewind μέσα στη δίνη του μυαλού της, με ατάκες που ξεφεύγουν από άλλες στιγμές του ταλαίπωρου φιλμικού της βίου. Και αν αυτά συμβαίνουν στην κεντρική ηρωίδα, μάλλον δε θέλεις να σου αναλύσω τη σημασία της οντότητας των υπόλοιπων, υποστηρικτικών ρόλων…

Περιέργως, η Σάλι Χόκινς (στο ρόλο της λαϊκής αδελφής) κερδίζει πόντους ως η ήρεμη δύναμη του φιλμ, μια φιγούρα που αναζητεί την απόδραση προς έναν καλύτερο κόσμο στοργής και φροντίδας για εκείνη και τα παιδιά της, μια γυναίκα που δεν έχει αισθανθεί ποτέ τη ζεστασιά μιας αληθινής καρδιάς στο πλευρό της. Είναι εκείνη που μπορεί να κρίνει, που μαθαίνει από τα λάθη της και που τολμά να ολοκληρώσει το χαρακτήρα της μέσα από μια τελική σύγκρουση – διάλογο με την Τζάσμιν. Οι άρρενες ηθοποιοί του Άλεν, από την άλλη, δίχως το ισχυρό alter ego του ιδίου παρών, αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία που, κυριολεκτικά, εξαφανίζονται από την πλοκή της ταινίας ύστερα από κάθε γυναικεία απόρριψη, αν όχι εξαπάτηση προς εκείνες, αποδεικνύοντας την ασημαντότητά τους.

Εσύ, όπως συνήθως, θα δυσπιστήσεις. Και αντί να ανατρέξεις στον παλιό καλό Γούντι Άλεν, θα δοκιμάσεις και πάλι την τύχη σου στο… αναμάσημα. Εκείνος, δε, γυρίζει ήδη την επόμενη ταινία του (και όχι στην Ελλάδα, όπως σου πούλαγαν διάφοροι προσφάτως). Σαν κανονική φάμπρικα, στον αυτόματο πιλότο. Λυπάμαι, αλλά αυτός δεν είναι ο Άλεν που θέλω να θυμάμαι.

Αντί υστερόγραφου, ας προσέξουν οι οπαδοί του σκηνοθέτη πόσο λάθος είναι η στερεοτυπική χρήση ενός jazzy score – jukebox ως ηχητική μπάντα σε τούτη τη δραματική ταινία. Μοιάζει σα να βγήκε από playlists που παραπαίουν σε συρτάρια και πρέπει να παίξουν, ο κόσμος να χαλάσει, ασχέτως αναγκών κλίματος ή φιλμικού mood. Λες στον τουρίστα που ήρθε στην Αθήνα πως δεν πρόκειται να δει την Ακρόπολη; Αυτό.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το κοινό του Γούντι Άλεν θα πάει γιατί θα θελήσει να έχει προσωπική άποψη. Οι δραματικοί τόνοι του έργου θα ενισχύσουν αυτή την απόπειρα και το ρίσκο. Με σύγκριση το adult «προϊόν» που έχει καταναλωθεί κατά τη διάρκεια των θερινών μηνών, ίσως η άνωθεν κριτική να φανεί πολύ αυστηρή έτσι. Οι πραγματικοί fans του δημιουργού θα παρατηρήσουν την κόπωση. Ξανά. Όσοι δε γνωρίζουν το σινεμά του Άλεν, καλύτερα να πάνε στο πλησιέστερο video club, με προσοχή στο έτος παραγωγής (να μην ξεπερνά τη δεκαετία του ’90).


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.