FreeCinema

Follow us

BLINDED BY THE LIGHT (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Μουσική Δραματική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γκουρίντερ Τσάντα
  • ΚΑΣΤ: Βιβέικ Κάλρα, Κουλβίντερ Γκιρ, Νελ Γουίλιαμς, Ντιν-Τσαρλς Τσάπμαν, Χέιλι Άτγουελ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Στη βιομηχανική βρετανική πόλη του Λούτον, το 1987, ένας ντροπαλός έφηβος πακιστανικής καταγωγής που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας, εμπνέεται από τους στίχους και τη μουσική του Μπρους Σπρίνγκστιν και συγκρούεται αναπόφευκτα με τον αυστηρό του πατέρα.

Την εβδομάδα εξόδου της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες συμπληρώνονται και τα 70 χρόνια ζωής του Μπρους Σπρίνγκστιν, ο οποίος παγκοσμίως επηρέασε άμεσα αρκετές γενιές εφήβων. Ίσως, όμως, κανέναν περισσότερο από τον αληθινό Τζάβεντ, τον άνθρωπο στου οποίου την ιστορία βασίζεται αυτή η δραματική κομεντί σε σκηνοθεσία της Γκουρίντερ Τσάντα, που έχει δεκαετίες εμπειρίας σε αυτό το υπο-είδος βρετανικών ταινιών οι οποίες πάντοτε έχουν πέραση, τόσο στη χώρα τους όσο και διεθνώς. Η Τσάντα έχει συν-γράψει και σκηνοθετήσει, μεταξύ άλλων, το υπερεπιτυχημένο «Καν’ το Όπως ο Μπέκαμ» και μερικά χρόνια νωρίτερα το «Bhaji on the Beach», με μεγάλο αντίκτυπο στο σύγχρονο βρετανικό σινεμά που μόλις είχε ξεκινήσει να ασχολείται σοβαρά με τη ζωή και την κουλτούρα των εγχώριων μειονοτήτων. Ασφαλώς, το πολύ συγκεκριμένο υπο-είδος της δραματικής κομεντί με ήρωες περιθωριοποιημένους outsiders αποτελεί χρυσή συνταγή επιτυχίας του σύγχρονου βρετανικού κινηματογράφου, με ενδεικτικά παραδείγματα τα «Οι Άντρες με τα Όλα τους», «Έντι ο Αετός», αλλά και το επίσης φετινό «ξαδελφάκι» της εν λόγω ταινίας, το «Yesterday» του Ντάνι Μπόιλ, όπου ο (επίσης ασιατικής καταγωγής) πρωταγωνιστής βλέπει τη ζωή του ν’ αλλάζει εξαιτίας των τραγουδιών των θρυλικών The Beatles. Η συνταγή, λοιπόν, είναι πολυδοκιμασμένη και το αποτέλεσμα βρίσκεται κάπου στον «μέσο όρο» της εκτενούς λίστας του είδους.

Η Τσάντα και η ομάδα παραγωγής έχουν καταφέρει να μεταφέρουν άριστα το ύφος, τη μόδα, τις μουσικές αλλά και την κοινωνικοπολιτική κατάσταση των τελών της θατσερικής δεκαετίας του ‘80, που τόσο άλλαξε και διαμόρφωσε τον βρετανικό τρόπο ζωής (παρά την προφανή επικέντρωση στον Σπρίνγκστιν, η υπογράφουσα ενθουσιάστηκε περισσότερο με τους νοσταλγικούς τίτλους αρχής, όπου παίζει ο απόλυτος ύμνος των ‘80s, το «It’s a Sin» των Pet Shop Boys). Ωστόσο, πρόθεση της ταινίας δεν είναι να γίνει ένας «Λόουτς εποχής», ούτε να συγκριθεί με σπουδαιότερες ταινίες παρόμοιων θεματικών της περιόδου την οποία αναπαριστά (βλέπε «Ωραίο μου Πλυντήριο»), προτιμώντας να επικεντρωθεί πιο ανάλαφρα στην ιστορία του νεαρού Τζάβεντ, ο οποίος έχει χαρισματική πένα αλλά την κρατά μυστική από την παραδοσιακή ασιατική του οικογένεια και κυρίως τον αυστηρό, επικριτικό του πατέρα, ένα κλασικό παράδειγμα ανθρώπου που, ενώ έφυγε από την τόσο διαφορετική πατρίδα του για μια καλύτερη (;) ζωή στη Δύση, αρνείται πεισματικά να συνειδητοποιήσει το πέρασμα του χρόνου και την επιθυμία του γιου του να κάνει κάτι για τον εαυτό του, έστω κι αν αυτό σημαίνει την απομάκρυνσή του από την πατρική στέγη. Η σχέση τους χειροτερεύει όταν η βιομηχανία αυτοκινήτων στην οποία δούλευε για δεκαετίες κλείνει ξαφνικά και η ανεργία τον κάνει ακόμα πιο ανένδοτο στον «δυτικό ρομαντισμό» του γιου του και στο νέο του είδωλο, έναν Αμερικανό τραγουδιστή με το όνομα Μπρους Σπρίνγκστιν (από το οποίο λανθασμένα συμπεραίνει πως είναι… Εβραίος!). Η «επιφοίτηση» του Τζάβεντ μέσα από τις «διδαχές» τού Μπρους θα τον παροτρύνει ν’ αποκτήσει μεγαλύτερο κουράγιο ώστε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, να κερδίσει το κορίτσι που του αρέσει, αλλά και να έρθει ατρόμητα αντιμέτωπος με τα κρούσματα ρατσισμού που συναντά σχεδόν καθημερινά, τόσο ο ίδιος όσο και η κοινότητά του. Αυτός ο απόλυτος «προσηλυτισμός», όμως, κινδυνεύει να τον αποξενώσει από τους ανθρώπους που αγαπά.

Η ταινία έχει τις σωστές κι αναμενόμενες (για το υπο-είδος και τη χώρα παραγωγής) αναλογίες δράματος, κωμωδίας και κοινωνικού ρεαλισμού και η Τσάντα ξέρει να σκηνοθετεί επιτυχημένα και με ευαισθησία τους πρωταγωνιστές της, νεαρούς και βετεράνους. Για άλλη μια φορά στη φιλμογραφία της, επιλέγει να αφηγηθεί μία (αληθινή) ιστορία κοντά στις δικές της ρίζες και προσωπικές εμπειρίες, αναμειγνύοντας την «παλιομοδίτικη», νοσταλγική αγάπη για τις οικογενειακές παραδόσεις που πηγάζουν από τον ασιατικό τρόπο ζωής, με την καθημερινότητα της χώρας όπου γεννήθηκαν, μεγάλωσαν αλλά ακόμα αισθάνονται κάπως ανεπιθύμητα κι αταίριαστα τα νεότερα μέλη αυτών των οικογενειών. Φυσικά, ο Τζάβεντ βρίσκει «συμμάχους» στα (λευκά) πρόσωπα των κολλητών του φίλων, του κοριτσιού των ονείρων του και της αποφασισμένης να τον βοηθήσει καθηγήτριας λογοτεχνίας του, ωστόσο οι φυλετικές εντάσεις εκείνης της εποχής (που δυστυχώς αντηχούν και σήμερα σε μια διχασμένη Βρετανία) κάνουν την απαραίτητη εμφάνιση κι εδώ, έστω και σαν ένα ακόμη αγκάθι στα όνειρα του νεαρού πρωταγωνιστή. Είναι, όμως, η μουσική (ειδικά του Σπρίνγκστιν, προφανώς) που γίνεται αναμενόμενα το συστατικό το οποίο διαποτίζει την (αδικαιολόγητα) δίωρη διάρκεια αυτής της κινηματογραφικής ιστορίας, καθώς ο Τζάβεντ παθιάζεται όλο και περισσότερο με το είδωλό του και βρίσκει στους στίχους του μια «αδελφή ψυχή», το απόλυτο υπόδειγμα του άνδρα που θέλει να γίνει. Η Τσάντα όχι μόνο μετατρέπει μορφικά σκηνές, όπου τα τραγούδια του The Boss σφραγίζουν διαπαντός τον ψυχισμό του νεαρού, σε «music video», αλλά προσθέτει και ορισμένες σεκάνς… μιούζικαλ, με το καστ να τραγουδά τις επιτυχίες του καθώς χορεύει στους δρόμους (προφανής φόρος τιμής τόσο σε ταινίες Bollywood, όσο και σε βιντεοκλίπ καλλιτεχνών της εποχής στην οποία διαδραματίζεται η ταινία της). Κι ενώ το αποτέλεσμά τους είναι οπτικοακουστικά ευχάριστο, τελικά αυτό που καταφέρνουν περισσότερο είναι να κάνουν το σύνολο πιο φλύαρο απ’ όσο έπρεπε, σε μια μικρή, πραγματική ιστορία που θα μπορούσε να είναι και σύγχρονο παραμύθι, με «καλή νεράιδα» έναν τραγουδοποιό από το Νιου Τζέρζι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν σου αρέσουν οι βρετανικές κομεντί με τους outsiders που γίνονται ήρωες, τότε αυτή είναι ακόμη μία συμπαθής προσθήκη στη φιλμογραφία τους. Αν είσαι (και) fan του The Boss (θα το έχεις καταλάβει από τον μεταφραστικά ανέγγιχτο τίτλο της ταινίας, άλλωστε), τότε η κινηματογραφική επίσκεψη είναι απαραίτητη. Αν δεν εμπίπτεις σε αυτές τις κατηγορίες, τότε αυτή η προβλέψιμα feelgood ιστορία ενδέχεται να σε κουράσει ελαφρώς, αλλά τελικά ίσως σε «πείσει» να φύγεις τουλάχιστον με ένα χαμόγελο από το σινεμά.


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!