FreeCinema

Follow us

BLADE RUNNER 2049 (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Επιστημονικής Φαντασίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντενί Βιλνέβ
  • ΚΑΣΤ: Ράιαν Γκόσλινγκ, Άνα ντε Άρμας, Χάρισον Φορντ, Ρόμπιν Ράιτ, Σίλβια Χουκς, Τζάρεντ Λέτο, Ντέιβ Μπαουτίστα
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 163'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Ο KB36-3.7 βγάζει στη «σύνταξη» παλιότερα μοντέλα replicants που εξακολουθούν να διαφεύγουν των αστυνομικών Αρχών. Στη φάρμα ενός καταζητούμενου, θα εντοπίσει ένα θαμμένο κουτί με τα λείψανα μιας γυναίκας που πέθανε κατά τη διάρκεια γέννας. Και… δεν ήταν άνθρωπος!

Το 1982, το original «Blade Runner» ήταν για τον (κάθε ηλικίας) θεατή ένα παραμύθι. Μια φαντασία που τον μετέφερε στο μέλλον, περασμένη μέσα από ένα μοναδικά ευρηματικό «φίλτρο» vintage σινεφιλίας. Η ανταπόκριση κοινού και κριτικής στην εποχή του ήταν μέτρια, εισπρακτικά το φιλμ «μπήκε μέσα» στις ΗΠΑ, αλλά σήμερα (δίκαια) αντιμετωπίζεται ως ένα έργο – τομή στο είδος του, τόσο σημαντικό για την επιστημονική φαντασία όσο και το «Metropolis» (1927) του Φριτς Λανγκ (παραδόξως, επίσης παραγνωρισμένο στην αρχική του διανομή). Και οι δύο αυτές ταινίες παρουσίασαν στη μεγάλη οθόνη μερικές από τις πιο δυσοίωνες προφητείες για το μέλλον του δυτικού πολιτισμού. Και, δυστυχώς, βγήκαν αληθινές. Ή έχουν ακόμα πολλά να μας διδάξουν για το αύριο. Το «Blade Runner 2049» δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία ταινιών. Γιατί δεν βλέπει μπροστά. Τα «όνειρά» του δεν είναι αληθινά. Είναι προ-κατασκευασμένα.

Και να θέλεις να αποφύγεις τις συγκρίσεις με το «Blade Runner», οι οποίες σαφώς αδικούν έναν σκηνοθέτη ικανότατο όπως είναι ο Ντενί Βιλνέβ, υπάρχουν σημεία αναφοράς δομικά στην αφήγηση που παραπέμπουν (σε απόλυτη αντιστοιχία) στο φιλμ του Ρίντλεϊ Σκοτ, από την πρώτη κιόλας σεκάνς της «ανάκρισης» ενός Nexus 8 που ζει στην «αυτοεξορία» μιας φάρμας πρωτεϊνών. «Πώς είναι να σκοτώνεις το ίδιο σου το είδος;», ρωτά το replicant τον Κ, τον κεντρικό χαρακτήρα της ταινίας, δίχως να αφήνει το παραμικρό υπονοούμενο για την προέλευσή του, καταργώντας κάθε γριφώδη υποψία που ακολουθεί τον ήρωα του Ρικ Ντέκαρντ (Χάρισον Φορντ) μέχρι και σήμερα, ανάλογα με το ποιο cut του original φιλμ έχει παρακολουθήσει κανείς. Σταδιακά θα καταλάβουμε πως ο Βιλνέβ (ή και οι σεναριογράφοι Χάμπτον Φράντσερ & Μάικλ Γκριν) δεν έχουν στήσει το παιχνίδι τους στο ίδιο ακριβώς terrain. Οι ταυτότητες των ανθρωποειδών δεν αποτελούν απαραίτητα την πηγή ενός μυστηρίου που θα γίνει το όχημα για την πλοκή.

Ο κώδικας κατασκευής που θα βρεθεί στα οστά μιας αγνώστου ταυτότητας γυναίκας / replicant, η οποία πέθανε κατά τη διάρκεια… καισαρικής, αποτελεί την έναρξη της ιστορίας και τη γένεση ενός μεγάλου αινίγματος εδώ. Ο Κ θα αναλάβει την υπόθεση μάλλον προσωπικά, ενδεχομένως αναζητώντας το αληθινό (πόσο σαρκαστικό) νόημα της ζωής, ελπίζοντας να είναι ο ίδιος το χαμένο παιδί που… επέζησε ή όχι, τελικά; Και ποιο ήταν το φύλο του, πραγματικά;

Αντιμέτωπος με το (αξεπέραστο) βάρος του σκηνογραφικού όγκου της ταινίας του ’82, ο Βιλνέβ στήνει τη δική του δυστοπία σε ένα Λος Άντζελες που μοιάζει με αλληγορία για το ίδιο το σήμερα και όχι ένα μακρινό μέλλον. Στην ουσία, δεν συστήνει κάτι καινούργιο. Και αυτό είναι ένα σκληρό ατόπημα της τοποθέτησής του επάνω στην όλη μυθολογία του «Blade Runner». Εκτάσεις απογυμνωμένες από το στοιχείο της φύσης, γειτονιές υποβάθμισης που μοιάζουν περισσότερο με τις ήδη υπάρχουσες βραζιλιάνικες φαβέλες, σκουπιδότοποι, ένα ακαθόριστης σημασίας τείχος που προστατεύει τους πολίτες από ραδιενεργές ζώνες, ακόμη και μια έμμεση αναφορά στην εκμετάλλευση της φτηνής παιδικής εργασίας σε χώρες της Ασίας (η σκηνή της παράνομης φάμπρικας), όλα προσγειώνουν την ατμόσφαιρα του φιλμ σε μια ωμά επικριτική ματιά στις κοινωνίες στις οποίες ήδη ζούμε, δηλώνοντας πλήρη απαισιοδοξία για αυτά που «έρχονται». Έλλειψη φαντασίας ή τόλμης να «δει» μπροστά; Ό,τι κι αν επιλέξει κανείς, είναι ίσως αστείο να παρακολουθείς τις εικόνες του «Blade Runner 2049» και να σκέφτεσαι ότι τα ίδια σχεδόν πράγματα έχουν ειπωθεί στο σινεμά του παρελθόντος όχι μόνο κάμποσες φορές αλλά ακόμη πιο ώριμα και ουσιαστικά σε μια… παιδική, animated ταινία! Σοβαρά, το «WALL·E» (2008) διαχειρίστηκε σαφώς καλύτερα τούτη την εφιαλτική δυστοπία, αγγίζοντας έως και το θέμα της επανάστασης των robots! Το μόνο «upgrade» που κάνει εδώ ο Βιλνέβ είναι η ένταξη εκείνου του ψηφιακού περιβάλλοντος σε ένα live action τοπίο, προσθέτοντας (και) ψήγματα από «THX 1138» (1971) σε ένα… αντι-ταρκοφσκικό σύμπαν φωτισμών και σχεδιασμού παραγωγής που αντικαθιστά την υγρασία και το ημίφως με τη σκόνη και το πορτοκαλί ενός «άρρωστου» ήλιου.

Η αισθητική αντίληψη μινιμαλισμού του Βιλνέβ κοντράρεται παράξενα με τις μνήμες μας από το «Blade Runner» του Σκοτ και στα πιο urban σημεία απεικόνισης του μελλοντικού Λος Άντζελες, ουρανοξύστες, iconic λογότυπα μεγάλων εταιρειών και διαφημιστικά ολογράμματα που ωθούν κυρίως στο cybersex, φαντάζουν σαν φτωχοί συγγενείς του μεγαλείου του ’82, στο οποίο ακόμη και το multi-πολιτισμικό στοιχείο αναφορών αναμείγνυε εντονότερα τις μεταναστευτικές τάσεις που παρατηρούμε στο… σήμερα. Στο πλαίσιο του cyber, η «σύντροφος» του Κ, ένα μεταλλασσόμενο ολόγραμμα στερεοτυπικών role playing φαντασιώσεων για τον άνδρα, υποδύεται πότε τη μέση Αμερικάνα σπιτονοικοκυρά, πότε το πρότυπο του ερωτεύσιμου θηλυκού, πότε το αντικείμενο ηδονής, σε μερικές από τις (ελάχιστες) αξιομνημόνευτες σκηνές τούτης της ταινίας (όπως του «simulated» threesome). Και εδώ, όμως, ο Βιλνέβ αυτοπαγιδεύεται από το σχόλιο που θέλει να κάνει επάνω στην επαφή και ξεχνά ότι η νέα γενιά των replicants (πόσω μάλλον ενός ολογράμματος…) έχουν παραχθεί με βελτιώσεις που αφορούν το μη συναίσθημα, προκαλώντας μια κάποια σύγχυση στους ρόλους και τους «χαρακτήρες».

Μένουν μονάχα στιγμές παράδοξης εικαστικότητας, ένας «εκβιασμός» στο να συναντήσει το φιλμ την pop κουλτούρα (το σκηνικό του malfunctioned show στο ξενοδοχείο, με επιπλέον αποχρώσεις από την κιουμπρική «Λάμψη»), το εύρημα της δημιουργίας των πλαστών, μη βιωμένων ονείρων και η ποιότητα της υπογραφής του Βιλνέβ στην πιο αδύναμη (και αχρείαστη) ταινία της φιλμογραφίας του (ειδικά μετά την εξαιρετική «Άφιξη»). Δυστυχώς, το «Blade Runner 2049» είναι ένα φιλμ στο οποίο δεν θα χρειαστεί να επιστρέψουμε για πιθανές αναθεωρήσεις ή για να λύσουμε κάποιο είδος «αινίγματος» στο… όποιο μέλλον. Αφόρητα κουραστικό στη σχεδόν τρίωρη διάρκειά του, με την ανάγκη να γραπωθεί πάνω σε φιλοσοφικά αποφθέγματα generic απλοϊκότητας που στερούνται απάντησης, υποχρεώνεται στο φινάλε να ακουμπήσει τον μύθο τού original «Blade Runner», υποκύπτοντας στη χρήση ενός από τα κλασικότερα μουσικά θέματα του Βαγγέλη Παπαθανασίου, λες και παραδέχεται την τελική του ήττα. Στη βροχή δακρύσαμε μόνο μια φορά.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Έλλειψη αυθεντικότητας. Έλλειψη φαντασίας. Έλλειψη κινηματογραφικής μαγείας. Ένα sequel που δεν έπρεπε να είχε γυριστεί. Το μόνο σίγουρο που καταφέρνει να κάνει το «Blade Runner 2049» είναι να ανυψώνει την αξία της original ταινίας, η οποία δεν ήταν απαραίτητα αψεγάδιαστη, αλλά ο χρόνος (πόσω μάλλον και η εξέλιξη του πολιτισμού μας) ανέδειξε όλα εκείνα τα στοιχεία που σήμερα την ορίζουν ως ένα από τα ουσιαστικά αρχέτυπα του sci-fi. Ο Ράιαν Γκόσλινγκ είναι ένα απολύτως απαθές replicant… υποκριτικής (προσθέσατε εισαγωγικά), ενώ ο Χάρισον Φορντ έχει ξεχάσει να παίζει σαν Ντέκαρντ και οριακά συγκινεί λόγω γήρατος. Υπάρχει μερίδα θεατών που θα το δεχτεί ως αυτόνομη ταινία ή μια αξιόλογη συνέχεια του «Blade Runner», αλλά ενδέχεται να μιλάμε για ανθρώπους που δεν είχαν γεννηθεί ακόμα το 1982… Οι αργόσυρτοι ρυθμοί και η σχεδόν εξωφρενική του διάρκεια θα εξολοθρεύσουν τις αντοχές του κοινού των multiplex, που θα προτιμήσει να «λιποτακτήσει» από τις αίθουσες με… ελαφρά πηδηματάκια. Τζάμπα πήγε η θυσία σου, Σάπερ Μόρτον, το «θαύμα» δεν ήταν εδώ. Αν κυκλοφορήσει καμία είδηση για δεύτερο sequel, θα αρχίσω να αποζητώ τη ρίψη πυρηνικών (στο Χόλιγουντ, έστω).


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.