FreeCinema

Follow us

BIRDMAN Ή (Η ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ ΑΡΕΤΗ ΤΗΣ ΑΦΕΛΕΙΑΣ) (2014)

(BIRDMAN OR (THE UNEXPECTED VIRTUE OF IGNORANCE))

  • ΕΙΔΟΣ: Σουρεαλιστική Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου
  • ΚΑΣΤ: Μάικλ Κίτον, Έντουαρντ Νόρτον, Έμμα Στόουν, Ζακ Γκαλιφιανάκις, Άντρεα Ράιζμποροου, Έιμι Ράιαν, Ναόμι Γουάτς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Πρωταγωνιστής σε παλιότερο blockbuster – franchise του Χόλιγουντ, αγωνίζεται να στήσει θεατρική παράσταση στο Μπρόντγουεϊ, μπας και κάνει το ποιοτικό του comeback.

Η έννοια του δυσάρεστου είναι αμφίσημη. Το δυσάρεστο μπορεί να ταυτίζεται με ένα αληθινά στενάχωρο συναίσθημα, αλλά μπορεί και να ταιριάζει σε μια εμπειρία διόλου ευχάριστη. Συνήθως, οι ταινίες του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου καλύπτουν και τις δύο περιπτώσεις (μιλώ από προσωπική πείρα)! Από την προηγούμενη σκηνοθετική του δουλειά, το «Biutiful» (2010), εγκατέλειψα την αίθουσα λίγο μετά την πρώτη ώρα της προβολής τού φιλμ. Είναι κάτι που κάνω σπάνια. Αλλά η εμπειρία ενός δραματικού έργου στο οποίο το ανθρώπινο θανατικό και κάθε είδους νόσοι γίνονται «παντεσπάνι» προς κατανάλωση φεστιβαλικής μιζέριας και δυστυχίας, τη στιγμή που ο δημιουργός του σκηνοθετεί πανάκριβα, φαντασμαγορικά και άκρως διασκεδαστικά spots τα οποία διαφημίζουν major προϊόντα και πολυεθνικές εταιρείες, «στραβώνω» άσχημα.

Κανείς δεν αντιλέγει ότι πρόκειται περί βιρτουόζου σκηνοθέτη. Αυτή η δυσάρεστη, προκάτ οδύνη που περιφέρεται ασυγχώρητη σε ολόκληρη τη φιλμογραφία του, όμως, έπρεπε κάποτε να σταματήσει, διαφορετικά η μανιέρα του θα εξωθούσε στα άκρα ακόμη και τη φάρα των κριτικών που τον προσκύνησαν από νωρίς και ποτέ δεν τον κακοκάρδισαν. Το κοινό, πάντως, τον πήρε χαμπάρι στο «Biutiful» και πήρε αποστάσεις. Τέσσερα χρόνια μετά (κι ύστερα από ένα… «πυροβολημένο» διάλειμμα με το πειραματικό μικρού μήκους «Naran Ja» του 2012), ο Ινιάριτου επιχειρεί το μεγάλο βήμα προς… κάτι άλλο! Και καταπιάνεται με τον κόσμο της showbiz, σε μια φαινομενικά κωμικών τόνων παρωδία των παρασκηνίων μιας θεατρικής παράστασης του Μπρόντγουεϊ, που από τη μια ειρωνεύεται τα στερεότυπα του εμπορικού Λος Άντζελες και από την άλλη κουνάει το δάχτυλο προς την πιο καλλιτεχνική Νέα Υόρκη. Η ίδια η ταινία, άλλωστε, φέρει το logo της Fox Searchlight, του «ανεξάρτητου» division ενός major studio! Οποία ειρωνεία…

Το «Birdman» ξεκινά με ένα πλάνο στο οποίο ο Μάικλ Κίτον αιωρείται (κυριολεκτικά) εντός καμαρινίου, σε στάση yoga, με μια φωνή να διερωτάται: «Πώς καταλήξαμε εδώ; Αυτό το μέρος είναι φρικτό!». Ο θεατής θα βρεθεί αντιμέτωπος με παρόμοια ερωτήματα και διαπιστώσεις μέσα στο επόμενο κιόλας ημίωρο… Γιατί, μπορεί τα «καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα» Ινιάριτου να έχουν άλλη, πιο ευχάριστη όψη, όμως, όπως συνηθίζει, ο ίδιος τοποθετεί εαυτόν πιο πάνω και από σενάριο και από την ίδια την ταινία, εν τέλει. Ολόκληρο το φιλμ αποτελείται από μεγάλα μονοπλάνα (όπου θα βλαστημήσεις τον εφευρέτη της Steadicam!) που έχουν μονταριστεί έτσι ώστε το «Birdman» να μοιάζει με… μια τεράστια σκηνή, η οποία διαδραματίζεται επί το πλείστον στο εσωτερικό ενός θεάτρου. Σε πολλές στιγμές, αυτό το gimmick καπελώνει ακόμη και τα συναισθήματα ανωτερότητας που επιδεικνύει με αυτό το νέο του «επίτευγμα» ο Ινιάριτου.

Αν μείνουμε αποκλειστικά και μόνο στον χώρο δράσης της ταινίας ως σχόλιο προς τη ζωή και την Τέχνη, τότε το «Όλα για την Εύα» (1950) του Τζόζεφ Λ. Μάνκιεβιτς έως και η «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (2008) του Τσάρλι Κάουφμαν, αποδεκατίζουν ολοκληρωτικά το εγχείρημα του Ινιάριτου. Το τελευταίο, μάλιστα, με μηδέν οσκαρικές υποψηφιότητες στην εποχή του, δείχνει να ειρωνεύεται τόσο… δυσάρεστα τις 9 (!) υποψηφιότητες του «Birdman», ενός φιλμ επιδερμικά εύπεπτου και λαμπερού σαν πυροτέχνημα, που αγωνίζεται να εφεύρει έναν έσω κόσμο για τον κεντρικό του ήρωα, απογειώνοντάς τον προς τεχνητές, σουρεαλιστικές διεξόδους του φαντασιακού όποτε η ψυχανάλυσή του δεν οδηγεί σε τίποτε το ουσιαστικό και συνειδησιακό. Άραγε, εκείνη την ταινία του Κάουφμαν, άντεξαν να την παρακολουθήσουν ποτέ οι υμνητές τούτου εδώ του έργου;

Υπάρχουν δύο – τρεις σκηνές στις οποίες το… δυσάρεστο με έπνιγε. Προφανέστατα, η μια είναι ο διάλογος με την κριτικό θεάτρου στο bar, ο οποίος αποτυπώνει ένα βαθύ μίσος του Ινιάριτου προς το επάγγελμα αυτό. Η κριτικός (της Λίντσεϊ Ντάνκαν) δε νοιάζεται για τη δουλειά του ήρωα και τον απειλεί πως θα του καταστρέψει την παράσταση με αυτά τα οποία πρόκειται να γράψει… πριν καν δει την παράσταση! Είναι ένα χαιρέκακο σχόλιο, δίχως καμία βάση, που εκφράζει όχι τη σάτιρα αλλά το μίσος απέναντι σε αυτό που και εγώ εκπροσωπώ, για να καταλήξει σε μια προσβολή απέναντι σε έναν κλάδο… εγωιστικό, κακομαθημένο και παιδαριώδη (ακριβώς με αυτούς τους χαρακτηρισμούς), ανεκπαίδευτο και αμάθητο να κρίνει την πραγματική Τέχνη (του πληγωμένου από χείριστες κριτικές στο παρελθόν Ινιάριτου, υποθέτω). Ας τον βάλει κάποιος να δει το «Ratatouille» (2007), παρακαλώ! Κατόπιν, έχουμε το συνονθύλευμα δράσης, εκρήξεων και οπτικών εφέ, με αναφορές στο μπλοκμπαστερικό franchise του «Ανθρώπου Πουλί» που κάποτε υποδυόταν ο χαρακτήρας τού Μάικλ Κίτον. Μια χαριτωμενιά «σύμπτωσης», αφού μιλάμε για έναν ηθοποιό που η φήμη του εκτοξεύτηκε χάρη στο «Batman» (1989) του Τιμ Μπέρτον. Εδώ, ο Ινιάριτου στοχοποιεί τη μαζική παραγωγή τού Χόλιγουντ, το «είδος» τού σινεμά τού Μάικλ Μπέι (για παράδειγμα), ξεχνώντας ίσως ότι τα διαφημιστικά του spots λίγο απέχουν από αυτό που ειρωνεύεται και, ενίοτε, ακριβοπληρώνεται για να παράγει. Για το «λιντσικό» μοντάζ της επί σκηνής παρέλασης τυμπάνων συνοδεία superheroes, διάττοντος… «κάτι» στον ουρανό και ξεβρασμένων μεδουσών (;) σε μια ακτή, σηκώνω τα χέρια ψηλά!

Για να… πουλήσει καλύτερα το φιλμ στο mainstream, ο Ινιάριτου έχει επιστρατεύσει ένα θαυμαστό επιτελείο αστέρων, με κυρίως κερδισμένη την Έμμα Στόουν σε φυσικότητα και μια άλλου μήκους κύματος ευθραυστότητα στο έργο, ενώ ο Μάικλ Κίτον σολάρει μανιασμένα σε ένα «best of» της καριέρας του, χωρίς να ολοκληρώνει απαραίτητα ως χαρακτήρας. Απλά, μοιάζει με το score τού drum kit που σε κρατάει σε εγρήγορση (μέχρι να σου διαλύσει το νευρικό σύστημα…). Η κατάληξη… ξεπουπουλιάζει το σενάριο (συνυπογράφεται από τέσσερα «ταλέντα»!), το οποίο εκσφενδονίζει εξυπνακίστικα τσιτάτα (πάρε για παράδειγμα τη σκηνή με το κωλόχαρτο και τις κουκίδες της… ανθρωπότητας) με την… αρετή της αφέλειας, ενώ ο Εμανουέλ Λουμπέσκι καταβάλλει σοβαρή προσπάθεια να δικαιώσει έστω τον δικό του μπελά στην όλη ιστορία.

Λυπήθηκα κάπου, αλλά μετά σκέφτηκα πως την ταινία την είχε σκηνοθετήσει ο Ινιάριτου και… μου πέρασε. Άσχετο. Η μοκέτα της… κιουμπρικής «Λάμψης» που «πόζαρε» βγάζοντας μάτι σε έναν από τους διαδρόμους του θεάτρου, ήταν ένα κάποιο είδος αστείου;

Από την πρώτη στιγμή μέχρι το τελευταίο του πλάνο, ο «Birdman ή (Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας)» του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου συνοδεύεται από μια jazz μουσική επένδυση, που παραλλάσσει τα ίδια μοτίβα ξανά και ξανά, τρυπάει το μυαλό με την επαναληπτικότητα και την επιμονή της και αποτελεί, τελικά, το πιο ταιριαστό σχόλιο για την παράνοια που επικρατεί μέσα στο μυαλό του πρωταγωνιστή. Ταυτόχρονα, η συνεχής περιστροφή της κάμερας μέσα στα παρασκήνια του θεάτρου, οι ματιές που ρίχνει στον καθρέφτη, η συνεχής εναλλαγή των χρωματισμών, των σκιών και των εκτυφλωτικών φωτισμών της σκηνής δεν είναι παρά μια επίσκεψη σε έναν απόλυτα γοητευτικό κόσμο, που μπορεί να υπάρχει ή μπορεί να είναι η υλική υπόσταση ενός εφιάλτη, μια πραγματικότητα όπου ο «Μαύρος Κύκνος» συναντά τη «Νύχτα Πρεμιέρας» και οι δυο μαζί την Αποκάλυψη (και… 9 υποψηφιότητες για Όσκαρ).

Εξάλλου, ο κόσμος του «Birdman» είναι ένας κόσμος με μεγάλο κόστος και ο Ρίγκαν Τόμσον (του Μάικλ Κίτον) έχει ήδη πληρώσει το τίμημα. Ένας άνθρωπος εγκλωβισμένος σε ένα star system το οποίο τον καθιέρωσε αλλά και προσδιόρισε τη ζωή του για πάντα, συμπεριλαμβανομένων και των σχέσεών του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, ο Τόμσον είναι εγκλωβισμένος στο χθες και τρομοκρατημένος από το αύριο, όσο αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της κάθε του απόφασης. Ακούγεται λίγο τυπικό και συνηθισμένο; Ως ιδέα, ενδεχομένως, ναι. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, δεν είναι το βασικό θέμα που κάνει τη διαφορά αλλά ο τρόπος εκτέλεσης. Και ο Ινιάριτου έχει την όρεξη και, ευτυχώς, τον τρόπο, για να κάνει μοναδική αυτή την ιστορία, δοκιμάζοντας νέα πράγματα, μακριά από βαριά δράματα και χωροχρονικά παιχνίδια. Σχεδόν.

Και αυτό γιατί ολόκληρη η ταινία είναι ένα φαινομενικά μοναδικό μονοπλάνο (στην πραγματικότητα, υπάρχουν κρυφά σημεία μοντάζ που ενώνουν τα επιμέρους, επίσης εκτενή, κομμάτια), το οποίο επιχειρεί να παρουσιάσει ταυτόχρονα την οπτική του Τόμσον για τη ζωή του και την πάλη του με τα φαντάσματα του παρελθόντος του (αν όλη αυτή η ιστορία σού φέρνει στο μυαλό την πραγματική αναλογία μεταξύ του Batman και του Μάικλ Κίτον, πολύ ορθά κάνει), να σχολιάσει ολόκληρο το σύστημα της βιομηχανίας και της κριτικής αντιμετώπισής της από τους ειδικούς (;) και να αφηγηθεί ουσιαστικά μια – κατά πολύ καθυστερημένη – ιστορία ενηλικίωσης.

Κι αν νομίζεις ότι τα παραπάνω οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε έναν καλογυαλισμένο αχταρμά, δεν χρειάζεται να ανησυχείς καθώς, στην πλειοψηφία τους, τα πράγματα λειτουργούν με ρυθμό, ενέργεια και – αρκετές φορές – πολύ (πικρό) χιούμορ, ένδειξη του πόσο καλή χρήση της κάμερας κάνει ο Ινιάριτου αλλά κυρίως απόδειξη του πόσο καθοριστική είναι η υποστήριξη του (δίκαια βραβευμένου με Όσκαρ πέρυσι για το «Gravity», δίκαια υποψήφιου και φέτος για το «Birdman») Εμανουέλ Λουμπέσκι στη φωτογραφία, η οποία αλλάζει συνεχώς χρωματική παλέτα όσο η ιστορία κινείται μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, παρασκηνίου και κεντρικής σκηνής, παρασέρνοντας μαζί τον θεατή στο προσωπικό ταξίδι ενός διαταραγμένου προσώπου. Αν υπήρχε έστω και κάποιος που να αμφέβαλε μέχρι τώρα για τις ικανότητες του Λουμπέσκι και το πόσο καίρια είναι η συμβολή του σε μια ταινία, μετά το «Birdman» θα ξεμείνει από επιχειρήματα, όσο… αρτζεντικά κόκκινα δίνουν τη θέση τους στο έντονο μπλε για να δώσουν και τα δυο τη θέση τους στα λευκά φώτα της σκηνής και το καθαρό φως του ήλιου, πάντα έτοιμα να σχολιάσουν τα δρώμενα και να ρίξουν την κριτική ματιά τους δίπλα στην ηχητική μπάντα του φιλμ.

Στο επίκεντρο αυτής της τεχνικά άρτιας extravaganza, η ερμηνεία του Μάικλ Κίτον επαναφέρει στο προσκήνιο έναν υποτιμημένο τελευταία ηθοποιό, αποδεικνύοντας ότι το μόνο που χρειάζεται είναι να κοιτάξει κάποιος στο παρελθόν του για να επανεφεύρει την κινηματογραφική του προσωπικότητα. Κάπου εκεί, βέβαια, μπορεί να διακρίνει κανείς και μερικές υπερβολικές εξάρσεις (όπως και στο σύνολο των ερμηνειών του καστ), όμως κάνοντας τον δικηγόρο του διαβόλου, οι εν λόγω στιγμές μπορούν να θεωρηθούν κομμάτι του συνεχούς παιχνιδίσματος μεταξύ θεατρικότητας και πραγματικότητας, μια ισορροπία που σίγουρα δεν είναι εύκολο να διατηρήσει ο Ρίγκαν Τόμσον (ή ακόμη και η ίδια του η οικογένεια, όπως αποδεικνύει και η «κόρη» του, Έμμα Στόουν), ή ακόμα και να ξεχωρίσει τα όρια μεταξύ των δύο. Εξάλλου, για χαρακτήρες που έχουν μεγαλώσει μέσα στον χώρο του θεάματος, ίσως ο θεατρινισμός να είναι και η λογική αντίδραση ακόμα και κάτω από τη σκηνή.

Από την άλλη, όμως, η συνεχής αναφορά σχολίων και σύγχρονων αναφορών στον χώρο του θεάματος, φανερώνουν μια επιφανειακή πτυχή της ταινίας, τη στιγμή που η ίδια επιχειρεί να ασχοληθεί με περισσότερο διαχρονικούς προβληματισμούς, όπως είναι το ταξίδι μιας προβληματικής προσωπικότητας. Κατά στιγμές, φαίνεται σαν ο Ινιάριτου να κλείνει το μάτι με νόημα στον θεατή (σαν να έκανε ένα καλό αστείο), ξεχνώντας ότι η αλήθεια βρίσκεται αλλού (και ότι το αστείο μάλλον δεν είναι και τόσο καλό). Επιπρόσθετα, σε αρκετές στιγμές, φορτώνει τόσο τους διαλόγους με εξυπνακίστικα, αυτοαναφορικά σχόλια που κινδυνεύει να γίνει περισσότερο παρωδία του εαυτού του παρά μιας ολόκληρης βιομηχανίας.

Παρά τις μικρές γκρίνιες, όμως, αυτό που αξίζει να κρατήσουμε είναι πως το «Birdman» αποτελεί μια νέα αρχή τόσο για τον Μάικλ Κίτον όσο και για τον ίδιο τον Ινιάριτου, ο οποίος επιτέλους φαίνεται να ξαναβρίσκει τον εαυτό του μακριά από τα σενάρια του Γκιγέρμο Αριάγκα, καλλιτεχνικό διαζύγιο που είχε οδηγήσει αρχικά στην… καταστροφή του «Biutiful». Εδώ, ο Ινιάριτου μπορεί να μην παραδίδει το αριστούργημα της χρονιάς, όμως χωρίς αμφιβολία παρουσιάζει μια ταινία που τιμά και επιβεβαιώνει εκείνους που δεν έχασαν την πίστη τους σε εκείνον. Όπως δήλωσε και ο ίδιος, «όλοι μας έχουμε τον προσωπικό μας Birdman». Επιτέλους, εκείνος φαίνεται πως αντιμετώπισε τον δικό του.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.