FreeCinema

Follow us

BELLE (2014)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομαντικό Δράμα Εποχής
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άμα Ασάντε
  • ΚΑΣΤ: Γκούγκου Μπάθα-Ρο, Σαμ Ριντ, Τομ Γουίλκινσον, Σάρα Γκάντον, Έμιλι Γουότσον, Πενέλοπι Γουίλτον, Τζέιμς Νόρτον
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: HOLLYWOOD ENTERTAINMENT

Στην Αγγλία του 18ου αιώνα, η Διδώ, μιγάδα κόρη ενός ναυάρχου και μιας σκλάβας, μεγαλώνει κάτω από την επίβλεψη του θείου της, ανώτερου δικαστικού. Δεν ξέρει πολλά για την καταγωγή της, ούτε για τους ανθρώπους τής φυλής της, διαισθάνεται, όμως, ότι το χρώμα του δέρματός της την εμποδίζει να αφομοιωθεί ολοκληρωτικά από τους αριστοκρατικούς κύκλους.

Το «Belle» βασίζεται σε πραγματική ιστορία όπως το περσινό, οσκαρικό σουξέ «12 Χρόνια Σκλάβος» και το «Lincoln», και όπως τα προηγούμενα έχει σαν θέμα του τις φυλετικές διακρίσεις κατά των μαύρων. Μιλάει κι αυτό για τη δουλεία και το ρατσισμό, σε μια εποχή που η ισότητα όλων των ανθρώπινων όντων δεν ήταν δεδομένη και που έπρεπε να κατακτηθεί. Η διαφορά του με τα προαναφερθέντα (κάτι που το φέρνει, ξώφαλτσα, όχι υφολογικά βέβαια, πιο κοντά στο πρόσφατο, ταραντινικό «Django, Ο Τιμωρός») βρίσκεται στο γεγονός ότι ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας απελευθερωμένος νέγρος, σ’ αυτή την περίπτωση η αριστοκράτισσα Διδώ. Γέννημα της παράνομης αγάπης ενός Βρετανού ναυάρχου και μιας έγχρωμης γυναίκας, υιοθετείται από την οικογένεια ευγενών τού πρώτου, ο οποίος καλείται να τη μεγαλώσει κάτω από τα μάτια μιας υπερφίαλης, ρατσιστικής «καλής κοινωνίας» και να τη μετατρέψει σε ισότιμο μέλος της.

Πριν αναφωνήσεις «πάλι τα ίδια!», οφείλεις να γνωρίζεις ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πολύ πιο κομψή διαχείριση του ζητήματος. Τουλάχιστον στο πρώτο της μισό, η ταινία τής, επίσης έγχρωμης, σκηνοθέτιδος Άμα Ασάντε, θυμίζει περισσότερο το κιουμπρικικό «Barry Lyndon» και τις «Επικίνδυνες Σχέσεις», παρά ηθικολογικό μάθημα ιστορίας για μια επιπόλαιη γενιά που το σινεμά έχει ιερή υποχρέωση να της ανοίξει τα μάτια στα μεγάλα εγκλήματα του παρελθόντος. Μέσα από φροντισμένα baroque κάδρα που αποτυπώνουν την εντυπωσιακή χλιδή των χώρων και των ρούχων (ούτε λόγος για σχεδιασμό παραγωγής, σκηνογραφία, κοστούμια κτλ, η ταινία διαπρέπει σε όλους αυτούς τους τομείς, λειτουργώντας, συχνά, σαν φωτογενές eye candy), η Ασάντε προχωράει με σίγουρο βηματισμό προς τον πυρήνα τής αφήγησής της, χωρίς να σε τρελαίνει στην κατήχηση. Το «Belle» σε «μπάζει» στο κλίμα κι αφήνει το θέμα της φυλετικής διαφοράς να αναπτύσσεται, σχεδόν στο περιθώριο της πλοκής, μέσα από μισόλογα, περίεργα βλέμματα και snob συμπεριφορές, κρατώντας το θεατή, αν όχι στο σκοτάδι, σ’ ένα ύποπτο ημίφως σε σχέση με τη «θέση» της ηρωίδας. Όπως κι εκείνη, έτσι κι αυτός, αδυνατεί να καταλάβει επακριβώς τον τρόπο με τον οποίο χωρούσε, εκείνα τα χρόνια, μια μιγάδα σε ένα τέτοιο περιβάλλον.

Στο δεύτερο μισό, βέβαια, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στο ανθρωπιστικό, επικολυρικό στοιχείο και το έργο γίνεται, αναπόφευκτα, διδακτικό. Έχουμε και σκηνές σε δικαστήρια που παραπέμπουν στο «Amistad» του Σπίλμπεργκ, ενώ η κορύφωση του ρομάντζου μεταξύ της μαύρης καλλονής και του νεαρού, ιδεαλιστή δικηγόρου, οδηγεί σε μελό εξάρσεις και λογύδρια, λιγάκι κοινότοπα. Παρ’ όλα αυτά, το φιλμ της Ασάντε διατηρεί την κλάση του και δεν εκπίπτει σε κανέναν ξεδιάντροπο συναισθηματικό εκβιασμό, έχοντας εμπιστοσύνη, καθ’ όλη τη διάρκειά του, στις στιβαρές ερμηνείες ενός εκλεκτού καστ (ο κορυφαίος Τομ Γουίλκινσον λάμπει στο ρόλο τού δικαστή θείου της Διδώς, δίνοντας υπόσταση σ’ έναν περίπλοκο χαρακτήρα που δε γίνεται στιγμή μονοδιάστατα «καλός» ή «κακός») και στο σοβαρότατο, διόλου σχηματικό, σενάριο. Με όχημα τους καλογραμμένους διαλόγους, που τονίζουν την εμμονή εκείνης της εποχής και της τάξης των ευγενών να μιλά όμορφα και διεξοδικά, υποκλινόμενη στο Λόγο (πράγμα που δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα, και εύστοχη στην κριτική της, αντίστιξη με τα παράλογα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα των καιρών, όπως το δουλεμπόριο), το «μήνυμα» βρίσκει τον αποδέκτη ομαλά, δίχως να τον κατακεραυνώνει. Η χαρακτηρολογία είναι δουλεμένη σωστά και ήπια, μέσα σε ένα πλαίσιο κανόνων και τελετουργικών που, ως γνωστόν, αντιμετώπιζε όλους τους ανθρώπους (σκλάβους και μη) σαν ανταλλάξιμα εμπορεύματα για τη δημιουργία περιουσιών.

Το φιλμ παρατηρεί όλα τα παραπάνω, χωρίς στόμφο, αποτυπώνοντας απλά την κυνική όψη ενός κόσμου λίγο-πολύ γνώριμου από κάμποσες ταινίες και βιβλία, που άλλοτε τον εξιδανικεύουν παρουσιάζοντάς τον ρομαντικά κι ανώδυνα, και άλλοτε τον αποδομούν λυσσαλέα. Στο «Belle» (τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος του) αυτή η φέτα τού παρελθόντος δεν είναι ούτε ιπποτικά μεγαλοπρεπής, ούτε εντελώς επαίσχυντη. Βρίσκεται κάπου στο ενδιάμεσο (υπάρχουν και άνθρωποι που θέλουν το δίκαιο και θα κάνουν τα πάντα γι’ αυτό, κόντρα στις επιταγές του καθεστώτος), όπως οποιαδήποτε εποχή εδώ που τα λέμε, αν την τοποθετήσεις στο μικροσκόπιο. Το ζήτημα, σου λέει, είναι να μην αφήνεσαι παθητικά στη μέση, επειδή «έτσι είναι ο κόσμος» αλλά να προσπαθείς, με όλες σου τις δυνάμεις, για το καλύτερο. Κι αν, εκεί προς το φινάλε, ρέπει προς τα κλισέ και τον happy end οπτιμισμό προκειμένου να μας πείσει για την αναγκαιότητα αυτού, ας είναι. Πραγματική ιστορία είναι, άλλωστε. Απόδειξη ότι και τον φανατικότερο πεσιμιστή τον διαψεύδει, καμιά φορά, η ζωή η ίδια.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν σου αρέσουν τα δράματα εποχής, με τις «αστραφτερές» φορεσιές, τα περουκίνια και τα ανάκτορα, εδώ θα βρεις αρκετά να απολαύσεις. Αν, πάλι, εναποθέτεις στο σινεμά την ευθύνη να σε εξελίξει και ηθικά, τότε θα πάρεις γερή δόση χρήσιμου περιεχομένου μαζί με την πανέμορφη συσκευασία. Κι όσοι βαριούνται το κήρυγμα, όμως, δεν έχουν λόγο να ανησυχούν ιδιαίτερα. Το «Belle» είναι ένα κομψοτέχνημα κλασικής αισθητικής που προβληματίζει χωρίς να… πρήζει.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.