BAYWATCH (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια Παρανομίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σεθ Γκόρντον
- ΚΑΣΤ: Ντουέιν Τζόνσον, Ζακ Έφρον, Πριγιάνκα Τσόπρα, Αλεξάντρα Νταντάριο, Κέλι Ρόρμπακ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Ο ναυαγοσώστης Μιτς Μπιουκάναν και η ομάδα του είναι αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, αλλά όχι μόνο σώζουν ζωές στην παραλία, εξιχνιάζουν και τοπικά εγκλήματα. Μόνο που το νέο μέλος της ομάδας, ο εγωκεντρικός ολυμπιονίκης κολυμβητής Ματ Μπρόντι, δεν είναι και τόσο συνεργάσιμος.
Η αναβίωση cult σειρών των 80’s και 90’s στη μεγάλη οθόνη είναι πια καθιερωμένη μόδα, με κάπως συμπαθή (όπως το «21 Jump Street» του 2012) αλλά και απογοητευτικά (βλέπε «The X-Files: Θέλω να Πιστέψω», από το 2008) αποτελέσματα. Φέτος ήρθε η σειρά του «Baywatch», του σχεδόν «απαραίτητου» τηλεθεάματος των 90’s παγκοσμίως, με τον Ντέιβιντ Χάσελχοφ και την Πάμελα Άντερσον να τρέχουν στις παραλίες με τα κόκκινα μαγιό τους, σώζοντας ζωές και λειτουργώντας και ως τοπικοί «Πουαρό» (!) σε μυστήριες υποθέσεις. Τη σκηνοθεσία της κινηματογραφικής του μεταφοράς ανέλαβε ο έμπειρος (αλλά όχι αυτομάτως και χαρισματικός) σκηνοθέτης αμερικανικών κωμωδιών Σεθ Γκόρντον («Αφεντικά για Σκότωμα», «Identity Thief»), ο Ντουέιν Τζόνσον αντικατέστησε τον Χάσελχοφ και… πάμε πάλι από την αρχή!
Το καλύτερο πράγμα που μπορεί να ειπωθεί γι’ αυτή την ταινία είναι πως, σε αντίθεση με τη σειρά στην οποία βασίστηκε τόσο ολοκληρωτικά, δεν παίρνει ούτε στιγμή τον εαυτό της στα σοβαρά. Σύσσωμο το καστ είναι μέσα σ’ αυτό το «παιχνίδι» και σχεδόν κλείνουν το μάτι στον θεατή με το θράσος της φαιδρότητας των χαρακτήρων και των καταστάσεων. Σε ένα φιλμ όπου το σενάριο δεν βγάζει άκρη, τα σεναριακά κενά (τι λέω κι εγώ τώρα…) έχουν το μέγεθος των… τρικέφαλων μούσκουλων του Τζόνσον, τα αυτοαναφορικά σημεία σε σχέση με την τηλεοπτική σειρά είναι ξεδιάντροπα προφανή και αρκετές σκηνές απλώς υπάρχουν για την πλάκα του θέματος (ακόμα δεν έχω καταλάβει γιατί ο Ζακ Έφρον ντύνεται γυναίκα για να μπει κρυφά σε ένα μέρος όπου κανείς δεν τον παίρνει χαμπάρι έτσι κι αλλιώς), το χιούμορ και η εμφανής αίσθηση του «φόρου τιμής» σε ένα TV show που όσο χλευάστηκε άλλο τόσο αγαπήθηκε, είναι τα βασικά συστατικά για την όποια επιτυχία της. Και είναι αστεία, σε πολλά της σημεία. Το «άτακτο» χιούμορ, κάποτε φαλλικό, κάποτε αηδιαστικό (αν και δεν φτάνει ποτέ στο σκατολογικό, ευτυχώς), δένει επιτυχημένα με αυτό των διαλόγων, ιδιαίτερα μεταξύ των δυο βασικών ανδρών, του Τζόνσον και του Έφρον, που ανταλλάσσουν προσβολές και μπηχτές με απόλυτη άνεση. Υπάρχουν και ορισμένες πιο «σοβαρές» σκηνές, βεβαίως, όμως αυτές καλό είναι να τις προσπεράσουμε, καθώς κάθε ίχνος σοβαρότητας χάνεται μέσα στον γενικευμένο χαβαλέ – άσε που, έτσι κι αλλιώς, υπάρχει η αίσθηση πως ανά πάσα στιγμή ακόμη και οι ίδιοι οι ηθοποιοί θα ξεσπάσουν σε γέλια με όλα αυτά που λένε και κάνουν!
Σε τέτοιες περιπτώσεις ταινιών δεν πρέπει να υπάρχουν μεγάλες προσδοκίες, άλλωστε δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια χολιγουντιανή κινηματογραφική μεταφορά μιας ασόβαρης, ευκολόπεπτης, σχεδόν σαπουνοπερικής σειράς, που όσοι τη ζήσαμε στην εποχή της, τη θυμόμαστε με ένα ευχάριστο μειδίαμα. Αυτό πετυχαίνει και η κινηματογραφική μεταφορά της, όντας μάλιστα και πολύ πιο διασκεδαστική εξαιτίας του αναπάντεχα επιτυχημένου αστείου περιεχομένου της. Από εκεί και μετά, κάθε προσπάθεια πιο ενδελεχούς ανάλυσης ή κριτικής είναι μάλλον περιττή. Ξεχάστε τα αστεράκια και τις αναλύσεις της όποιας επαγγελματικής μας γνώμης. Εδώ πρόκειται για περίπτωση ταινίας που πας για να γελάσεις, να φας popcorn ή κάποια γρανίτα και να φύγεις από το σινεμά με χαμόγελο και μια λίγο καλύτερη διάθεση – έστω κι αν (θα) την έχεις ξεχάσει μέχρι το επόμενο πρωί.