Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΜΟΥ (2016)
(BABAI)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βίσαρ Μορίνα
- ΚΑΣΤ: Βαλ Μαλόκου, Άστριτ Καμπάσι, Αντριάνα Ματόσι, Ενβέρ Πετρόφκι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Δεκάχρονο αγόρι από το Κόσοβο, κάπου στη δεκαετία του ’90, ξεκινά μια μικρή οδύσσεια με σκοπό να φτάσει μέχρι τη Γερμανία και να εντοπίσει τα ίχνη του πατέρα του που το εγκατέλειψε και έγινε μετανάστης για ένα καλύτερο (και για τους δύο;) μέλλον.
Σκηνοθετικό ντεμπούτο μετα-νταρντενικής «σχολής», με πληθώρα συμμετοχών σε κινηματογραφικά φεστιβάλ του πλανήτη και επίσημη υποβολή του Κοσόβου για το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 2015, το «Ο Μπαμπάς μου» είναι φτιαγμένο από στερεότυπα συστατικά μιας δραματουργίας εντελώς αποστασιοποιημένης που όμως συγκρούεται ταυτόχρονα με τόσα στοιχεία του μελοδράματος, σε βαθμό να καταντά μάλλον ανισόρροπο το αποτέλεσμα, παρά την ενδιαφέρουσα οπτική ματιά του Βίσαρ Μορίνα.
Η ταινία χωρίζεται (άτυπα) σε δύο κεφάλαια, με το πρώτο να στέκει σαφώς πιο αδιάφορα, επιχειρώντας να μας συστήσει τους χαρακτήρες πατέρα και γιου, σε ένα πλαίσιο καθημερινής βιοπάλης. Μάνα στο «κάδρο» δεν υπάρχει, τους έχει παρατήσει προ ετών και εξήγηση δεν δίνεται ποτέ. Αυτό το «ποτέ» πλήττει και άλλες μικρές λεπτομέρειες της ιστορίας, η οποία δεν απογειώνεται αφηγηματικά αλλά ούτε και αναλύει ουσιαστικά τους δύο κεντρικούς ήρωες. Η πλοκή αρχίζει να παίρνει μπρος μετά από ένα «σκηνοθετημένο» ατύχημα που ο πιτσιρικάς ήλπιζε να εκμεταλλευτεί για να σταματήσει τη φυγή τού πατρός του από τη χώρα, επιτυγχάνοντας ακριβώς το αντίθετο. Η άρνηση και το πείσμα τού παιδιού θα το οδηγήσουν σε μια κανονική οδύσσεια λαθρομετανάστευσης, που απεικονίζεται με ελαφρές δόσεις σασπένς (κυρίως στο κομμάτι της πλωτής «απόδρασης» από το Μαυροβούνιο), ώσπου να καταλήξει με ασφάλεια στη Γερμανία, για να βρεθούμε σε ένα δεύτερο κεφάλαιο «απονεύρωσης» παρά κορύφωσης, με την καθημερινότητα να μην βοηθά με κανέναν τρόπο τα όποια όνειρα πατέρα και γιου.
Αν και οι «ανατροπές» της ταινίας είναι τόσο προφανείς ή φλερτάρουν με τη φοβία του θεατή για ακόμη πιο δραματικές εξελίξεις, τελικά το «Ο Μπαμπάς μου» ταυτίζεται περισσότερο με τη… μη εκφραστικότητα του ανήλικου Βαλ Μαλόκου, που σε μερικά πλάνα δείχνει περισσότερο «πλαστικός», σαν ένα πρόσωπο βγαλμένο από ψηφιακό animation (!), παρά συμμέτοχος αυτού του δράματος. Η ατολμία τού σεναρίου, που δεν θέλει να πάρει θέση απέναντι στην προσέγγιση της ιστορίας ή προς κατευθύνσεις πιο μελοδραματικές, αφήνεται να τραβολογάει τις μέρες της παραμονής των δύο χαρακτήρων στη Γερμανία δίχως να μπορεί να προχωρήσει προς κάποια κατάληξη, με το φινάλε να μένει άκομψα εκκρεμές.
Περισσότερο μια περίπτωση «φεστιβαλικής» παραγωγής που εξυπηρετεί τα διάφορα προγράμματα διοργανώσεων, οι οποίες πρέπει να συμπεριλαμβάνουν και κάτι πιο «εξωτικό» φιλμικά, το «Ο Μπαμπάς μου» δηλώνει μεν την ύπαρξη ενός καινούργιου ονόματος στο «κουρμπέτι», αλλά δεν ανανεώνει το «είδος» ούτε αφήνει σοβαρές υποσχέσεις για το μέλλον τού σκηνοθέτη.