FreeCinema

Follow us

ANNABELLE (2014)

  • ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Ρ. Λεονέτι
  • ΚΑΣΤ: Άναμπελ Γουόλις, Γουόρντ Χόρτον, Τόνι Αμεντόλα, Άλφρι Γούνταρντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 98’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: VILLAGE FILMS

Θυμάσαι εκείνη τη σκιαχτική, πανάσχημη κούκλα, ονόματι Άναμπελ που έκανε ένα πέρασμα από το περσινό, αναπάντεχο hit, «Το Κάλεσμα»; Ε, εδώ πρωταγωνιστεί ως αγωγός δαίμονα που στοιχειώνει αλύπητα νεαρή σύζυγο και μητέρα, βάζοντας σε μεγάλες, επικίνδυνες περιπέτειες την ίδια, τον άνδρα και τη νεογέννητη κόρη τους.

Ως (έμπειρη) θεατής, δεν τρομάζω εύκολα. Πολύ σπάνια η καρδιά μου ποδοβολεί τόσο αδυσώπητα το στήθος, ανίκανη να αντιμετωπίσει τις εικόνες στο πανί, ώστε να χρειαστεί, αντανακλαστικά, με την τρίχα κάγκελο, να αποστρέψω το βλέμμα ή να καλύψω τα μάτια με τα χέρια. Τις λίγες φορές που κάτι τέτοιο συμβαίνει ή βρίσκομαι αντιμέτωπη με βία γυρισμένη με ωμό ρεαλισμό (το μισάωρο της απόβασης στη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν»), ή με τρόμο που υπαινίσσεται, αλλά ελάχιστα ιδώνεται (το υποβλητικό παιχνίδι που στήνει ο Αλεχάντρο Αμενάμπαρ με τους ήχους, τις σκιές και το σκοτάδι στο «Οι Άλλοι»). Και όσο περνούν τα χρόνια (και η εμπειρία μεγαλώνει), τόσο λιγότερες γίνονται οι πιθανότητες να πάρω μια καλή, χορταστική τρομάρα στο σινεμά.

Φέτος, όμως, μετά από πολλά χρόνια, την πάτησα δις, μέσα σε ένα μήνα! Από εκεί που δεν το περίμενα. Πρώτα με μια σκηνή από το παραλίγο αριστουργηματικό «Nymph()maniac – The Directors’ Cut: Μέρος ΙΙ» του Τρίερ, που όμως αποτελεί θέμα για μια άλλη, εντελώς διαφορετική συζήτηση. Και μετά, με δύο-τρεις σεκάνς αυτού του prequel του «Καλέσματος».

Στην αρχή και μέχρι περίπου τα μισά, όσο η άπειρη σύζυγος, Μία, είναι ακόμη έγκυος, ήμουν χαλαρή και… light. To «Annabelle», αν και αρκετά καλοφτιαγμένο, με (απλά) OK ερμηνείες και εύστοχο, καλοκουρδισμένο για το είδος του soundtrack, ακολουθεί σαφώς την πεπατημένη. Ξεκινώντας όπως ακριβώς και το «Κάλεσμα» (με δύο νεαρές γυναίκες και έναν νέο άνδρα να αφηγούνται τα παθήματά τους με την εν λόγω κούκλα στους Εντ και Λορέιν Γουόρεν), εξελίσσεται μην έχοντας τίποτα περισσότερο να επιδείξει από τη θαυμάσια retro ατμόσφαιρα των αρχών των 70’s, μερικά, περιστασιακά, φευγαλέα και λίγο-πολύ προβλέψιμα «μπου!» (κατά τη διάρκεια και λίγο κατόπιν του τηλεφωνήματος της Μία στην Άμεσο Δράση, καθώς και το κάθε άλλο παρά απρόοπτο στην κατάληξή του παράλληλο μοντάζ με την τηλεόραση, τη μηχανή του ραψίματος και το… παραψημένο popcorn), και μια ενοχλητική απορία: μα πόσο πια συλλεκτική είναι αυτή η κούκλα, που παρά την τόσο άσχημη, κακιά μουτσούνα της κερδίζει περίοπτη θέση, και μάλιστα σε παιδικό δωμάτιο;

Έλα, όμως, που άπαξ και η Μία γεννήσει (τη γλυκύτατη Λία) και η οικογένεια μετακομίσει σε ολοκαίνουργια, ολίγον goth (στα χρώματα, σαν τη σχεδόν μαύρη, απροσδιόριστη μίξη στους τοίχους του σαλονιού του ζευγαριού, και στις υπόγειες αποθήκες της) πολυκατοικία… ο τρόμος, ο τρόμος! Δεν είναι ότι η «Annabelle» παύει να προχωρά σε κοινότοπους ατραπούς και αρχίζει να πρωτοτυπεί. Ή ότι πρόκειται να σε στοιχειώσει μια ζωή, όπως αριστουργήματα του είδους, σαν τον «Εξορκιστή». Είναι, ότι αντίθετα με το «Κάλεσμα» που μας φλόμωσε στις αναφορές σε εμβληματικές ταινίες τους είδους, εδώ ξυπνούν μόνο μνήμες από «Το Μωρό της Ρόζμαρι». Είναι επίσης, πως μπορεί ο – πολυγραφότατος ως διευθυντής φωτογραφίας, σχετικά νεόκοπος ως – σκηνοθέτης, Λεονέτι, να μην ανακαλύπτει την πυρίτιδα στον υπαινικτικό τρόμο, χειρίζεται όμως τόσο καλά τα εκφραστικά του μέσα (κυρίως το βάθος πεδίου στους απειλητικά κενούς χώρους, και τους πανοραμικούς φακούς, που διαστρεβλώνουν ελαφρά την εικόνα και της δίνουν ταιριαστά αλλόκοτη όψη), που σε τουλάχιστον τρεις σκηνές τα χρειάζεσαι (για να το πω ευγενικά) κανονικά…

Στο υπόγειο, στην υποφωτισμένη αποθήκη, όπου ένα μωρό κλαίει γοερά, και στην πανικόβλητη τρεχάλα στη σκάλα του κλιμακοστασίου που ακολουθεί. Στο σαλόνι, μετά την επίθεση στη Λία με τα βιβλία, όταν πίσω από την πλάτη τής Μία η Άναμπελ αρχίζει να σηκώνεται όρθια. Και λίγο πριν το – δυστυχώς, εντελώς αταίριαστα τακτοποιημένο, θρησκόληπτο και σχετικά ευτυχές – φινάλε, από τη στιγμή που ο παπάς στη πόρτα ουρλιάζει «Είθε ο Θεός να λυπηθεί την ψυχή σου» και μετά. Όταν αυτά που βλέπεις (ένα κόκκινο, δαιμονικό μάτι εδώ, ένα λευκοντυμένο φάντασμα εκεί) είναι πολύ λιγότερα από όσα ακούς και – κυρίως – όσα φαντάζεσαι.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Τίποτα πρωτότυπο ή διαχρονικό δε θα δεις εδώ, ιδιαίτερα αν είσαι fan του τρόμου. Πιο προσγειωμένο και λιτό στη φιλοδοξία του όμως, και λιγότερο εκβιαστικό ως συνταγή από το «Κάλεσμα» (του οποίου αποτελεί prequel / spin-off), διαθέτει ένα συχνά-πυκνά, ανατριχιαστικά, σαδιστικά ύπουλο δεύτερο μισό, που δεν αποκλείεται να σε κάνει να… ξέρεις τι μέντες ή μαλλί!


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.