ΟΔΗΓΟΣ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ (2013)
(AMERICAN HUSTLE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Ο. Ράσελ
- ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Μπέιλ, Έιμι Άνταμς, Μπράντλεϊ Κούπερ, Τζένιφερ Λόρενς, Τζέρεμι Ρένερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 138'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Απατεώνας που εξαπατά μικροεπενδυτές βρίσκει το δάσκαλό του σε ερωμένη που παριστάνει τη Λονδρέζα για να παρασύρει περισσότερα θύματα. Οι επιτυχίες τους τραβούν την προσοχή του FBI, φέρελπις του οποίου θα τους χρησιμοποιήσει για να γραπώσει «μεγαλύτερα ψάρια» που σχετίζονται με πολιτικά αξιώματα αλλά και τη Μαφία.
«Some of this actually happened», λέει ειρωνικά η κάρτα που εμφανίζεται στην αρχή τής ταινίας, για να δηλώσει τις χιουμοριστικές της διαθέσεις πάνω σε δραματικά γεγονότα που αφορούν τον κόσμο της παρανομίας όπως έχουμε συνηθίσει να τα «καταναλώνουμε» μέσα από τη σκορσεζική φιλμογραφία. Φαινόταν και από τα trailers ότι στον «Οδηγό Διαπλοκής» ο Ντέιβιντ Ο. Ράσελ… έπαθε Σκορσέζε! Και αυτό είναι ένα από τα λάθη του σε τούτο το φιλμ, το οποίο τού στερεί το δικαίωμα να… βγει κι από πάνω φέτος, τη στιγμή που ο Μάρτι έχει υπογράψει έναν (έστω και αμφιλεγόμενο) άθλο κριτικής επάνω στην αμερικανική κοινωνία τού «ο κλέψας του κλέψαντος» με το «Λύκο της Wall Street». Όχι ότι οι δύο ταινίες μοιάζουν ακριβώς μεταξύ τους. Είναι, όμως, σα να βλέπεις το φιλμ ενός μαθητή, που επιδεικνύει τα προσόντα του απέναντι σε ένα μέντορα του είδους αυτού, χωρίς να διαθέτει την τόλμη να προχωρήσει πιο βαθιά ή να ανατρέψει τη φόρμα τού «παλιού».
Τοποθετημένος στο πλαίσιο της λουσάτης απεικόνισης των 70’s στη Νέα Υόρκη αλλά και το «λούμπεν», γειτονικό Νιού Τζέρζι, ο Ο. Ράσελ βάζει μόνος του την τρικλοποδιά τού φιγουρατζή, θυμίζοντας και πολλά από τα τερτίπια του Πολ Τόμας Άντερσον, καθώς μετατρέπει αρκετές από τις σκηνές του σε ένα ελκυστικό οπτικό jukebox, που σαφώς παρασύρει το θεατή (βλέπε την αποθεωτική σεκάνς που ξεκινάει στη disco με το «I Feel Love» της Ντόνα Σάμερ για να καταλήξει στο πιο «οικογενειακό» παρεάκι που τραγουδά τη «Delilah» του Τομ Τζόουνς, ή το σχεδόν επικό solo της Τζένιφερ Λόρενς που σιγοντάρει επάνω στο «Live and Let Die» του Πολ ΜακΚάρτνεϊ), αλλά δεν έχει τίποτε το πρωτότυπο ή το ουσιαστικό να δηλώσει. Απλά, ο Ο. Ράσελ το καταδιασκεδάζει. Και έχει στη διάθεσή του ένα εξαιρετικό ensemble από πρωταγωνιστές που «φυσάνε» από άνεση και δείχνουν να γουστάρουν κι αυτοί (με την Έιμι Άνταμς να παίρνει σώβρακα και να περνάει σε άλλη κλίμακα ερμηνευτικού μεγέθους, πλέον). Ναι, είναι μια… «ωραία ατμόσφαιρα». Ποιο είναι το ζητούμενο, όμως;
Ο «Οδηγός Διαπλοκής» έπρεπε να είναι μια ταινία με θέμα την εξαπάτηση. Η ιστορία υπήρχε (και, παραδόξως, πατούσε και πάνω σε αληθινά περιστατικά). Ο κώδικας της ανατομίας τού εγκλήματος που πρόκειται να διαπραχθεί φαίνεται αχνά από την αρχή τού φιλμ (αν το παρακολουθήσεις και δεύτερη φορά, μπορείς να εντοπίσεις τα πάντα σε δύο μόλις σκηνές, και ειδικά σε ένα διαλόγο ανάμεσα στην Άνταμς και τον Κρίστιαν Μπέιλ, στο πρώτο ημίωρο!), όμως, ο Ο. Ράσελ ξεφεύγει με τη σιγουριά τού ικανότατου σκηνοθέτη και στην πορεία χάνει τον προσανατολισμό τού σεναρίου του, κάνοντας παιχνίδι με την ατμόσφαιρα της σεβεντίλας και τον πιασάρικο σχεδιασμό τής αφήγησης, η οποία «παρτάρει» όπου την πηγαίνει ο κάθε πρωταγωνιστής. Έτσι, το γύρισμα – έκπληξη του φινάλε δε σε εντυπωσιάζει γιατί κάπου εκεί… θυμάται ότι πρέπει να συμβεί (και να σε επαναφέρει επάνω στο θέμα τής τέχνης τής απάτης)! Αν θυμηθούμε τη «Λέσχη της Απάτης» (1987) του Ντέιβιντ Μάμετ, για παράδειγμα, θα αντιληφθούμε ότι εκεί η μαγκιά πάταγε γερά σε ένα σενάριο. Ο Ο. Ράσελ είναι καλύτερος σκηνοθέτης. Δεν είναι, όμως, ο «αετονύχης» τής πένας που γνωρίσαμε προτού παραδεχτούμε ως βιρτουόζο πίσω από την κάμερα. Το entertainment value το κατέχει, αλλά όχι και τόσο έτσι ώστε να πλησιάζει ένα «Κεντρί» (1973), ας πούμε…
«Το κλειδί στους ανθρώπους είναι αυτό που πιστεύουν», λέει η Άνταμς στην «πιο φράση… κλειδί πεθαίνεις» της ταινίας. Και ακόμη περισσότερο «αυτό που θέλουν να πιστέψουν», συμπληρώνει ύπουλα. Αν εσύ θέλεις να… εξαπατηθείς από τον «Οδηγό Διαπλοκής», είναι γιατί μπήκες με προδιάθεση να τον πιστέψεις. Προσωπικά, έχω ξεγελαστεί και καλύτερα στο σινεμά. Δε λέω ότι δεν το διασκέδασα. Μπορούσε, όμως, και καλύτερα. Το διλημματικό ερώτημα θα παραμείνει: το «κουσούρι» το έχω εγώ που δεν πίστεψα τόσο στο φιλμ ή ο Ο. Ράσελ που πίστεψε με το παραπάνω στον εαυτό του;