FreeCinema

Follow us

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΙΑΣ (2014)

(A MOST VIOLENT YEAR)

  • ΕΙΔΟΣ: Γκανγκστερικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέι Σι Σάντορ
  • ΚΑΣΤ: Όσκαρ Άιζαακ, Τζέσικα Τσάστεϊν, Ντέιβιντ Ογέλογουο, Άλμπερτ Μπρουκς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 125'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Στη Νέα Υόρκη του 1981, στατιστικά μια από της πιο βίαιες χρονιές της πόλης, μετανάστης επιχειρηματίας / έμπορος πετρελαίου θέρμανσης δοκιμάζει να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τη δουλειά και την οικογένειά του, κόντρα στους ανταγωνιστές του, στον εισαγγελέα, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα απελπισίας και διαφθοράς, καθώς και τη συνείδησή του. Κούνια που τον κούναγε;

Υπάρχουν ταινίες που καταφέρνουν να σταθούν αντάξιες στο hype που τις συνοδεύει, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό. Και υπάρχουν ταινίες που δεν τα καταφέρνουν. Και απογοητεύουν. Το «Στα Χρόνια της Βίας», δυστυχώς, συμπεριλαμβάνεται στις τελευταίες. Το hype που κουβαλούσε δεν ήταν αυτό ενός ακριβοθώρητου blockbuster του καλοκαιριού, αλλά αυτό μιας «καλλιτεχνικών», ή πιο σωστά… οσκαρικών βλέψεων ταινίας. Πανταχού παρόν στα περισσότερα από τα βραβεία των διάφορων Ενώσεων Κριτικών και μη, που προηγούνται και λειτουργούν σαν μπούσουλας για εκείνα, τα πολυπόθητα της Αμερικάνικης Κινηματογραφικής Ακαδημίας, κυρίως χάρη στην Τσάστεϊν, που πάλεψε μέχρι τελευταία στιγμή για μια θέση στην οσκαρική πεντάδα του δεύτερου γυναικείου ρόλου, αποτελούσε σίγουρα μια πολυαναμενόμενη ταινία. Αφού όμως – με πολύ, πάρα πολλή επιμονή και υπομονή – τη δεις, δεν μπορεί παρά να αναρωτηθείς… «προς τι όλος αυτός ο ντόρος;»!

Η αλήθεια είναι πως τούτο το τρίτο όπισθεν του φακού πόνημα του σεναριογράφου και σκηνοθέτη που δοκιμάζει ευλαβικά (αλλά μάταια ακόμα) να αναγάγει τους ρυθμούς… χελώνας σε υψηλή τέχνη (βλέπε «Όλα Χάθηκαν») δεν είναι κακό. Δεν είναι όμως και τίποτα ιδιαίτερο, ξεχωριστό, πρωτότυπο ή – βασικά – συναρπαστικό. Καλοσκηνοθετημένο, καλοφωτισμένο, «καλοντυμένο» και καλοπαιγμένο, επιχειρεί να αφηγηθεί υπόκωφα, σαν φωτιά που σιγοκαίει, και να κοινωνήσει ως κοινόν τόπο τον αγώνα ενός ανθρώπου να διατηρήσει και να επεκτείνει όσα έχει επιτύχει έως τώρα, παραμένοντας αδιάφθορος, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει ότι τίποτα δεν κατάφερε και τίποτα δεν θα καταφέρει άνευ των λιγότερο ή περισσότερο διαπλεκόμενων και διεφθαρμένων ανθρώπων που τον περιβάλλουν (τη σύζυγό του, τον δικηγόρο του, τον εισαγγελέα…).

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο… ένα. Κατ’ αρχήν, κανείς από τους χαρακτήρες (ειδικά οι αδικαιολόγητα δευτερεύοντες, προαναφερθέντες σύζυγος, δικηγόρος και εισαγγελέας) δεν σκιαγραφείται αρκετά και σε βάθος, με αποτέλεσμα όλοι τους να προκύπτουν λιγότερο ή περισσότερο αντιπαθείς και δη απρόσιτοι. Ο πρωταγωνιστής Αμπέλ (Άιζαακ) γιατί δεν θέλει να παραδεχτεί την πλάνη του περί ηθικής επαγγελματικής πορείας. Η σύζυγός του, Άννα (αγαπημένη Τσάστεϊν, που συγνώμη αλλά ακόμα και στον… ανύπαρκτο ρόλο της στο «Interstellar» ήταν πιο ουσιαστική από ό,τι εδώ), επειδή μοιάζει να απολαμβάνει να τον χαρακτηρίζει, εμμέσως πλην σαφώς, δειλό (ειδικά στην ουρανοκατέβατη και αχρείαστη σκηνή με το χτυπημένο ελάφι) και να του τρίβει στη μούρη ότι δεν θα ήταν τίποτα χωρίς εκείνη (όταν του αποκαλύπτει τον κρυφό, κοινό λογαριασμό τους, π.χ.). Ο δικηγόρος (Μπρουκς) και ο εισαγγελέας (Ογέλογουο), καθώς αμφότεροι δεν μοιάζουν να έχουν ζωή πλην της ετερόφωτης, δουλοπρεπούς δουλειά τους, την οποία υπηρετούν με σχεδόν αρρωστημένη αφοσίωση. Και όλοι οι υπόλοιποι (ο οδηγός του Αμπέλ που δέχεται επίθεση στην αρχή, η αδελφή του, ο αρχισυνδικαλιστής των οδηγών των βυτιοφόρων, οι ανταγωνιστές τού Αμπέλ, οι τραπεζίτες), αφού στον ελάχιστο χρόνο που τους δίνεται συμπεριφέρονται ως λιγότερο ή περισσότερο εγωπαθή καθίκια.

Ταυτόχρονα, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα απελπισίας και διαφθοράς περισσότερο δηλώνεται, παρά γίνεται αισθητή. Η πλοκή εξελίσσεται μέσα από μια ατελείωτη, εξουθενωτική σειρά συζητήσεων επί συζητήσεων και μόλις μια (!) σκηνή δράσης (το κυνηγητό με το κλεμμένο βυτιοφόρο, που στο τέλος της, με το ντεραπάρισμα έξω από το τούνελ, φέρνει φευγαλέα στο μυαλό το αντίστοιχο, κλασικό, αριστουργηματικό, με τη νταλίκα και το μοτοσακό στο «Εξολοθρευτής 2: Ημέρα Κρίσης», και κάνει αυτά τα «Χρόνια της Βίας» ακόμα πιο ανυπόφορα άνευρα), που δεν κάνουν το αποτέλεσμα απλά υπόκωφο, αλλά σαν φωτιά που σιγοσβήνει, απερίγραπτα, ανηλεώς κουραστικό (και θεωρητικό), καταργώντας την όποια απόπειρα σασπένς ή ενδιαφέροντος για το πού πάει το όλο πράγμα.

Το… πάει το όλο πράγμα, και δη το φινάλε δεν απορρέει απρόβλεπτο, αλλά ακατάληπτο και από το πουθενά, εκπορευόμενο από έναν ακόμα εγκληματικά αψυχολόγητο χαρακτήρα, ενώ η αλληγορία που σκαρφίζεται (spoiler alert! – συγκρίνοντας την αξία του χυμένου αίματος με εκείνη του χυμένου πετρελαίου) φαντάζει επιτηδευμένη και εκβιαστική (καθώς, κι άλλο spoiler alert! – κάτι μου λέει πως οι δεξαμενές καυσίμων δεν τρυπάνε τόσο εύκολα). Και η αίσθηση πως όλα αυτά τα έχεις ξαναδεί πολλάκις και καλύτερα (ακόμα κι αν έχεις ιδέα μόνο από το σινεμά του Σκορσέζε), σε καταβάλλει από τα πρώτα λεπτά της ταινίας και αυξάνεται ενοχλητικά καθ’ όλη την υπερβολική, φλύαρη διάρκειά της.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

125 λεπτά ακατάπαυστης πάρλας και σχεδόν μηδενικής δράσης σου κάνουν κλικ; Αν ναι, κόπιασε. Ομοίως αν εμπιστεύεσαι τυφλά την πλειονότητα των κριτικών, εγχώριων και διεθνών. Όχι αν δεν είσαι του σινεμά της θεωρίας και των ιδεών, αλλά των ακατέργαστων, ωμών συναισθημάτων, των απτών, ανθρώπινων χαρακτήρων και των – υπόκωφων ή μη – συναρπαστικών επί της οθόνης δρώμενων.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.