FreeCinema

Follow us
02.0912:51

Βενετία 71: Ώρες αγωνίας… για κάτι που να βλέπεται.


Όσο η φεστιβαλική Βενετία περιμένει με αγωνία την καινούργια ταινία του Σουηδού Ρόι Άντερσον, ας κάνουμε μια μικρή αναδρομή στις προβολές που μονοπώλησαν το ενδιαφέρον τις τελευταίες ώρες στις αίθουσες του Λίντο.

Πόσες γαλλικές ταινίες μπορεί να αντέξει ένας μέσος θεατής; Η φετινή Βενετία φαίνεται να προσπαθεί να ανακαλύψει το όριο, καθώς μόνο στο διαγωνιστικό (και αγνοώντας τις γαλλόφωνες ταινίες των περιφερειακών προγραμμάτων, που, πιστέψτε με, είναι ακόμα περισσότερες) υπάρχουν τέσσερις συμμετοχές, ένδειξη της επιθετικότητας της γαλλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας αυτή την εποχή, αλλά όχι απαραίτητα και της ποιοτικής στάθμης της, καθώς ήδη δύο από αυτά τα φιλμ («La Rançon de la Gloire» και «3 Coeurs») αποδείχθηκαν αναιμικά.

ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΤΟ ΓΑΛΛΙΚΟ ΗΘΙΚΟ

Loin des Hommes 1

Το «Loin des Hommes» (διασκευή ενός σύντομου διηγήματος του Καμί) του Νταβίντ Ολχόφεν, ευτυχώς, αποδεικνύεται πιο στιβαρό, συγκροτημένο και με σαφή στόχο, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για το πιο πρωτότυπο φιλμ που θα δει κανείς. Ακολουθώντας την προσωπική ιστορία ενός δασκάλου (ο πολύγλωσσος Βίγκο Μόρτενσεν προσθέτει γαλλικά και αραβικά στις γλώσσες στις οποίες έχει παίξει) που προσπαθεί να φυγαδεύσει έναν αιχμάλωτο χωρικό με φόντο την έκρυθμη Αλγερία του 1954, καταφέρνει να συγκινήσει, να προκαλέσει τη σκέψη, να προσφέρει κινηματογραφική ψυχαγωγία και να αφηγηθεί, τελικά, μια ανθρώπινη ιστορία με ισχυρή καρδιά χωρίς να καταφύγει σε μελοδραματισμούς. Σε αυτό συντελεί η διακριτική αλλά ουσιαστική μουσική των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις, αλλά και τα ουσιαστικά καθαρά κάδρα, που απομονώνουν τους δύο πρωταγωνιστές όχι μόνο «Μακριά από τους Ανθρώπους» (η κυριολεκτική απόδοση του γαλλικού τίτλου), αλλά και από το ίδιο τους το παρελθόν, ανάγοντάς τους σε ήρωες ενός εναλλακτικού γουέστερν με μουσική υπόκρουση και από… Ψαραντώνη, ο οποίος, ναι, είναι η φωνή που χρησιμοποιούν οι δύο συνθέτες!

Ο ΤΣΟΥΚΑΜΟΤΟ ΣΗΚΩΝΕΙ ΤΑ ΧΕΡΙΑ

Nobi

Μια ακόμη προσωπική ιστορία εν μέσω πολέμου, ή έστω στη σφαίρα της επίδρασής του, μπορεί να βρει κανείς και στο «Nobi / Fires on the Plain» του Σίνια Τσουκαμότο, που ακολουθεί την περιπλάνηση ενός Ιάπωνα στρατιώτη στη ζούγκλα των Φιλιππίνων, λίγο μετά τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και την υποχώρηση των ιαπωνικών στρατευμάτων. Όπως θα περίμενε κανείς από το δημιουργό του «Tetsuo», εδώ υπάρχουν πολλές σκηνές ωμής βίας, έντονη ηχητική (ηλεκτρονική) μπάντα που δυναμώνει την ισχύ των κραυγών και τον ήχο των πολυβόλων, χαώδες μοντάζ και κινούμενη κάμερα δίχως σταματημό, αλλά και τον ίδιο τον Τσουκαμότο στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το πρόβλημα είναι ότι όλο αυτό κάπου καταλήγει υστερικό και όχι ουσιαστικά δραματικό, σαν κολλάζ σκηνών βίας χωρίς πραγματικό αντίκτυπο. Ακόμα χειρότερα, η αισθητική της ταινίας με την ψηφιακή φωτογραφία της ζούγκλας και των σκηνών μάχης στην ομίχλη δείχνει «φτηνή» και τις περισσότερες φορές εκθέτει τα περιορισμένα μέσα της παραγωγής. Ό,τι δούλεψε στο «Tetsuo», εδώ, δυστυχώς, φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου.

«HUNGRY HEARTS» ΜΕ ΑΡΩΜΑ ΠΟΛΑΝΣΚΙ

Hungry Hearts

Στο «Hungry Hearts», ο Σαβέριο Κοστάντσο σκηνοθετεί τον – λίγο πριν από την απόλυτη δημοσιότητα λόγω «Star Wars» – Άνταμ Ντράιβερ και την όλο και πιο ανερχόμενη Άλμπα Ρορβάκερ σε μια ιστορία που ξεκινά ως τυπική ρομαντική κομεντί, για να «επανεφεύρει» τον εαυτό της ως οικογενειακό δράμα μέσα στα επόμενα πέντε λεπτά (!) και να εξελιχθεί στη συνέχεια σε ένα ψυχολογικό θρίλερ πολανσκικών επιρροών, συνδυασμός της «Αποστροφής» και του «Μωρού της Ρόζμαρι», χωρίς ίχνος υπερφυσικού στοιχείου. Η ψυχολογική κατάσταση της μητέρας Μίνα, την οποία ερμηνεύει περισσότερο από ικανά η Ρορβάκερ (σε ένα διαγωνιστικό τμήμα που δεν έχει αναδείξει αρκετούς άλλους ισχυρούς γυναικείους ρόλους), είναι αρκετή για να ανεβάσει την ένταση στο δράμα, ενδεχομένως και τον ψυχολογικό τρόμο και να δημιουργήσει ένα μικρό αλλά έντονο φιλμ, που όχι μόνο δεν έχει περιττές σκηνές αλλά, επιπλέον, επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία αφαιρετικά κι εστιάζοντας στα απολύτως απαραίτητα, συχνά μέσα από παραμορφωτικούς φακούς που τονίζουν ακόμα περισσότερο τα έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παρουσιαστικού των δύο ηθοποιών. Η αποσπασματική αφήγηση κάποιες φορές αποδυναμώνει την κλιμάκωση της ιστορίας αλλά ενίοτε δημιουργεί εκπλήξεις και πιάνει το θεατή απροετοίμαστο, χωρίς να του δίνει περιθώρια ψυχολογικού κουράγιου για την επερχόμενη έκρηξη.

ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΙΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΦΡΑΝΣΙΣ ΜακΝΤΟΡΜΑΝΤ

Olive Kitteridge

Εντωμεταξύ, στη Βενετία πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα του «Olive Kitteridge», της mini σειράς του HBO σε σκηνοθεσία της Λίζα Τσολοντένκο και παραγωγή της Φράνσις ΜακΝτόρμαντ (η οποία μαζί με τους Ρίτσαρντ Τζένκινς και Μπιλ Μάρεϊ βρίσκεται και μπροστά από την κάμερα). Η ιστορία της καλύπτει 25 χρόνια και παρακολουθεί την ομώνυμη ηρωίδα και μια μικρή ομάδα ανθρώπων γύρω της μέσα σε αυτό το διάστημα, με γλυκόπικρη αλλά πάντα ειλικρινή διάθεση.

Στην συνέντευξη Τύπου για τη σειρά, η ΜακΝτόρμαντ δικαιολόγησε την απόφασή της να ασχοληθεί με το project αναφέροντας ότι μια γυναικεία ιστορία, για να αναπτυχθεί πλήρως, χρειάζεται παραπάνω από 1 ½ με 2 ώρες. Κατά τις δηλώσεις της, 4 ώρες είναι καλά. 6, ακόμα καλύτερα. 10, ονειρικά. 2 χρόνια; Άψογα! Για τη διάσημη ηθοποιό, το σύστημα του Χόλιγουντ είναι χτισμένο γύρω από τις ιστορίες ανδρών, οπότε η τηλεόραση είναι το ιδανικό μέσο για την αφήγηση στιβαρών σεναρίων με κεντρικούς ήρωες γυναίκες, καθώς δίνει τα περιθώρια για την πλήρη ανάπτυξη της γυναικείας προσωπικότητας. Όλη η αίθουσα χειροκρότησε και είμαι σίγουρος ότι αν ο Λαρς φον Τρίερ ήταν επίσης στην αίθουσα, θα εξέφραζε τη συμφωνία του για τη διάρκεια την οποία οφείλει να έχει μια «γυναικεία ιστορία». Εξάλλου, και το «Nymph()maniac» του, ακολουθεί άτυπα τις οδηγίες της ΜακΝτόρμαντ και, πλέον, φτάνει τις 5 ½ ώρες! Κι ύστερα κάποιοι εξακολουθούν να τον κατηγορούν ότι δεν αγαπά το ασθενές φύλο.

Venice Film Festival 2014 poster