FreeCinema

Follow us

Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!

ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΝΥΜΦΟΜΑΝΗΣ (1971)

(JE SUIS UNE NYMPHOMANE)

  • ΕΙΔΟΣ: Erotica
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μαξ Πεκάς
  • ΚΑΣΤ: Σαντρά Ζουλιάν, Ζανίν Ρενό, Ιβ Βανσάν, Πατρίκ Βερντ

Ο φον Τρίερ «Σαρλότ Δύο Μαύροι» (και, εννοείται, respect στη Sirina που το… έκανε για πρώτη φορά με τη Τζούλια Αλεξανδράτου); Ο Πεκάς «Σαντρά Δύο Τσιγγάνοι». Ο φον Τρίερ τη θέλει στο άνθος της ηλικίας της γραμματέα στην υπηρεσία τού ανιψιού τού αφεντικού; Ο Πεκάς την είχε εξευτελίσει ομοίως επαγγελματικά και ερωτικά πρωτύτερα. Ο φον Τρίερ εξιστορητικό πρωτοπρόσωπο σπικάζ από την ακομπλάριστη γυνή; Στον Πεκάς να δεις τι λέει ο στόμας της, έστω με περισσότερη αιδημοσύνη. Ο φον Τρίερ εξομολόγηση και μπούρου μπούρου τής Τζο σ’ έναν άνδρα με σοφία και κατανόηση; Ο Πεκάς είχε προφτάσει με το αυτό στον άνδρα τον σωστό, του Κυρίου, με ανοιχτή την καρδιά και τα μυαλά. Αν υπάρχει μία καλτιά που αφανώς αλλά ανυπερθέτως άφησε τις πιπιλιές της στο «Nymph()maniac», είναι αυτός ο πρόδρομος των films de charme, στον οποίο έσκιζε (και σκιζόταν) η Σαντρά Ζουλιάν, ένα «malade» μείγμα καθωσπρέπει αγνότητας και υποσχόμενης ακολασίας, στη δεύτερη πρωταγωνιστική της εμφάνιση – κι αφού, την ίδια χρονιά, ενδύθηκε τη νιόπαντρη Ιζά τού βρυκολακίστικου «Le Frisson des Vampires» του Ζαν Ρολάν.

Προτού καταστεί σκεύος ηδονής, σκεύος τής – de la mode μετά τον πρόσφατο τότε Μάη του ’68 – κριτικής τού Γάλλου εξπλοϊτά στην οικογένεια που φκιάνει ένας γάμος από συνοικέσιο, η Ζουλιάν παίζει (πριν απ’ το τιρλιλί της, αυτό αργότερα) την Καρόλ, παρθενοπιπίτσα 20άρα δακτυλογράφο που δεν «το δίνει» όχι στον πλεϊμπόη – σόι («Είμαι θύμα τής ηθικής των μικροαστών υπαλλήλων!») τού γερο-εργοδότη της, αλλά ούτε στον συνάδελφο αγαπητικό της. Επειδής «ζώντας σ’ ένα σπίτι όπου δεν υπήρχε καψούρα, οι γονείς μου μου είχαν μάθει να περιφρονώ την αγάπη»… Τι ήταν να το πει η κοκκινομάλλα (βαμμένη, όμως, faux pas – κι όχι το μόνο – της φτηνοπαραγωγής) καψερή; «Τον είδα κι ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά», αναθυμάται αναδρομικά (Λαρς, ομολόγα τις επιρροές σου!) για τον κούκλο που τη θαμπώνει στις σκάλες του κτιρίου, προτού ανοίξει την πόρτα τού ασανσέρ και, απρόσεχτα, φουντάρει (!) από μερικούς ορόφους μες στο φρεάτιο.

Κατάπιες το άνετο «ωπαλάκια» σε σημείο μούφας τού stunt; Κατάπιες και το γκριζαρισμένο περουκίνι τού νοσοκόμου που κουράρει (μαζί με τον όπως αποδεικνύεται γιατρό και ακαριαία φευγάτο από το στόρι παιδαρά) τη χωρίς γρατζουνιά αλλά με ανεξήγητα τη λίμπιντο εφεξής στα ύψη παθούσα; Επιβραβεύεσαι (αφού προσέξεις ότι, δίκην narratif ευρήματος, δε βλέπει και δε βλέπουμε τον ιπποκράτειο chevalier ανφάς – pleasure delayer, που έλεγε και ο Τομ Κρουζ, ο σεναρίστας) με το μυητικό τολμηρό touche της: πατρικό, δωμάτιο τής μικρής, μπροκάρ κουρτίνες κι έπιπλα, κόκκινος φωτισμός, αυτοχαμούρεμα μπρος στον καθρέφτη. Στο πρώτο (κυριολεκτικά, όμως) χειρογλύκανο της ταινίας, η ασθενής εκδηλώνει επιτέλους το πρώτο σύμπτωμα, για να την πέσει μετά άρρωστα και στον επισκέπτη αρραβωνιάρη. Γλωσσόφιλα, ξάπλωμα, χάδια. «Κι αν μπει η μάνα σου; Τρελάθηκες;» – «Με θεωρείς πουτάνα;» – «Όχι. Μια νευρωτική, υστερική, νυμφομανή!».

Αφού γδύσει (λέμε τώρα) τις αξίες τής famille και του χαρτογιακά, ο Πεκάς θα στείλει προς ικανοποίηση των ορμών της την petite bourgeoise σε απελευθερωμένο νταγλαρά μεταξύ των beach bums χίπηδων της παραθαλάσσιας province τους. Και με την ενθάρρυνση φίλης («Απ’ το να είσαι ψυχρή, καλύτερα νυμφομανής!»), στην επόμενη κατατρομοκράτησή της απ’ τη σάρκα της, υποχείριο του ζιγκουάλα στο γραφείο. Τι κι αν η ομήγυρη μπανίζει σε κοινή θέα και χλευάζει (βραβείο «Worst Workplaces, France 1970»), τι κι αν η gamine μένει απαθής σα να πατάει pause ο Μανάρα «Το Κουμπί της» (bad movie moment), τι κι αν ο papa τη διώχνει από το σπίτι ως «Τζεζεμπέλ» (γκωλικέ άσπλαχνε γονιέ!). Στο Παρίσι, πλέον, η Καρόλ θα γίνει δεξί χέρι (και του χεριού) τής επίσης ginger γκαλερίστα Μιριάμ, που τσιφ την αποπλανεί chez elle με πιοτά και την ποδάρα μαυροκαλτσονάτη στο άνοιγμα του φορέματός της. Scissor sisters πίσω από τούλι, είπες; Δώσε! Κι εκ νέου φωτιά στα κόκκινα (και οι auteur έχουν φετίχ) ελέω τής ομόχρωμης κουάφ τής σεξολόγου που θα επισκεφθεί διερευνητικά η κοπέλα απελπισμένη. Μάταια, καθώς απ’ την κάβλα σπάει ποτήρια, σαμπάνιας φυσικά, προτού «μεταξύ ντροπής και πόθου» τα δώσει όλα σε καλειδοσκοπικού εφέ τριολέ με Ιταλό πελάτη τής μαντάμ Λεσβίας, η οποία τραβάει κι εκβιαστικές αναμνηστικές πολαρόιντ – στις οποίες η πλοκή αμελεί ολωσδιόλου να αναφερθεί ξανά, αλλά ζαμανφού, έτερα είναι τα κάλλη εδώ.

Όχι βεβαίως η καταφυγή τής κοπελιάς στις συμβουλές τού «Ο Θεός συγχωρεί» ιερωμένου, ούτε τα μαθήματα φιλοσοφίας που… παίρνει στο Πανεπιστήμιο. Αλλά η απόπειρα ασέλγειας εις βάρος μιας, με χρονοκαθυστέρηση σοκαρισμένης, κουκλάρας (bad movie moment no 2) που η ξαναμμένη Καρόλ παίρνει για οτοστόπ. Το ντου της, ως επιδειξία, σ’ έναν νταβραντισμένο λεβέντη και τα εΧΧΧπρεσιονιστικά σκιώδη προκαταρκτικά τής συνουσίας τους μέσα στις φτέρες (ποιος Ζακ Γκαλιφιανάκις;). Η – συγγνώμη Κωστή Παλαμά – «Εκδίκηση της Γυφτιάς» των 2 εργατών στα αλογάκια (και γαμώ το Φρόιντ) τού λούνα παρκ που κάνουν την ανωμαλιάρα σάντουϊτς μπρος στον καθρέφτη, με τον αγέρα να φυσάει τις κουρτίνες στα ανοιχτά παράθυρα (μη σου πω ότι εδώ φτιάχτηκα…). Και η μασκέ (τρέμε Κιούμπρικ!) παρτούζα με ντεκορασιόν χριστουγεννιάτικες γιρλάντες και… μπάλες (όχι κινέζικες, αναγνώστη με βρώμικο μυαλό), έσχατη δοκιμασία τού ξετσίπωτου ορμεμφύτου και τού κορμιού τής Καρόλ.

Θα αντισταθεί αυτή, δικαιώνοντας πλήρως το ηθοπλαστικό επιμύθιο «L’ amour is the cure» και στέλνοντας στα σκουπίδια τραυματιολογία, παθολογία και ψυχολογία; Αν αντέξεις την ανηδονία ενός εφιάλτη, μιας ψηλάφησης (των οστών μόνο) της λεκάνης, μιας ψυχιατρικής εξέτασης και άλλο ένα «εδώ είναι ο παπάς», θα μάθεις. Γιατί ο dr. Love έχει εντωμεταξύ μπει καρμικά στη ζωή της (βλέπουμε και το babyface του, επιτέλους: είναι εκείνος που την είχε χαντακώσει με την εμορφιά του), έχει κάνει την ίασή της προσωπική του υπόθεση (το ότι κι αυτή είναι κόμματος δεν τον χαλάει) και όχι μόνο δεν της τον έχει ακουμπήσει αλλά της έχει σβουρίξει και χαστούκι άπαξ και του τρίφτηκε. Έχει και κότερο, πάμε μια βόλτα στην Αντίμπ;

TRIVIA

  • Το σενάριο ανήκε στο σκηνοθέτη τής «Sexyrella» και κατοπινή μόνιμη γραφίδα τού Πεκάς, τον Κλοντ Μιλό, που είχε εμπνευστεί έχοντας διαβάσει (όπως κι ο réalisateur) στον Τύπο για μία κοπέλα στις ΗΠΑ που είχε «πάθει» νυμφομανία ως επιβάτης λεωφορείου κατόπιν δυστυχήματος! Άκου τώρα. Και λένε πληγή των ΜΜΜ τους εφαψίες…
  • Ο γιος τού Πεκάς, Μισέλ, είναι υπεύθυνος για το μοντάζ (νεαρότατος, έτσι εξηγείται το κωλόχερο στα κοψίματα της μουβιόλας). Την (ερ)εθιστικά πρέπουσα μουσική, που έβγαλε και tubes για τα μοδάτα bars της εποχής, υπογράφει ο μόνιμος συνθέτης του, Ντέρι Χολ. Προσοχή στο… πνευστό.
  • Λευκή νυχτικιά στα άμωμα κατ’ ιδίαν. Ελαστικό ζιβάγκο χωρίς σουτιέν / checkered παντελόνι / μπότες… ιππασίας στο μικρολίμανο (της Αντίμπ). Μαύρη έξω – κόκκινη μέσα κάπα (στην εκκλησία, βοήθειά μας). Σιθρού λευκό πουκάμισο με βολάν στα σούξου μούξου. Αμπιγέ και μινάκια πριν το φίκι φίκι. Βινύλ τσόκερ στο όργιο. Μπικίνι α λα «Δρ. Νο» (μαύρο, όμως) στο φινάλε παραλίας κτλ. – οι ιδιοφυώς σημαίνουσες κρεασιόν τού ενδυματολόγου, σχεδιαστή Βον (ο τρικολόρ Ντίμης Κρίτσας), εκστασιάζουν εξίσου. Τις φίλες του FREE CINEMA, αν μη τι άλλο.
  • Ο σκηνοθέτης (που θαύμαζε το Χίτσκοκ και ξεχώριζε, συν τοις άλλοις, επειδή ουδέποτε… πήδηξε προϋπολογισμό και πρόγραμμα γυρισμάτων) κάνει ένα πέρασμα έμπροσθεν κάμερας στο ρόλο τού διαβάτη με το μουσταρδί μπουφάν που κοντοστέκεται, με σαφείς διαθέσεις, πλάι στην πρόστυχα ταλαίπωρη νεάνιδα μπρος σε μια βιτρίνα. Αυτή (αντιστέκεται αλλά) τον «φτύνει»!
  • Ένα χρόνο αργότερα, το ντουέτο auteur και starlet πήρε μαζί μάτι την άκρως αντίθετη «διαστροφή» στο εύγλωττο «Je Suis Frigide… Pourquoi?». Ντοκτορά στο είδος τους θα μπορούσαν να έχουν κάνει – αλλά δεν ξανασυνεργάστηκαν (στο μεταγενέστερο «Rêves Pornos» του Πεκάς… χρησιμοποιείται ξανά, πάντως, η «ένας άνδρας, δύο γυναίκες» σεκάνς). Αυτός μετά από αρκετά ακόμα ερωτικά φιλμ το γύρισε βασικά στην κωμωδία. Αυτή το πήγε προς pinku κι έναν Σαμπρόλ (!) και εγκατέλειψε το σινεμά (quel dommage), έχοντας απαθανατιστεί, αν όχι υποκριτικά, ως pin-up τού softcore. Άξια!

MORE CULT

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

«Their deadly mission: to crack the forbidden island of Han!»

Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

«A monster statue of bronze and stone twenty stories tall guarded their secret!»

Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

«NOT A WORD IS SPOKEN! Excitement beyond words!»

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΛΙΟΥ

«She'd do anything for a thrill... Including kill!»