FreeCinema

Follow us

ΦΑΝΤΑΣΙΑ (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλέξης Καρδαράς
  • ΚΑΣΤ: Ρένα Μόρφη, Στέλιος Μάινας, Γιάννης Στάνκογλου, Βίκυ Παπαδοπούλου, Καλλιρόη Μυριαγκού, Αντίνοος Αλμπάνης, Γιάννης Νταλιάνης, Άννα Καλαϊτζίδου, Ανδρέας Νάτσιος
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 95'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Νεαρή τραγουδίστρια επαρχιακού σκυλάδικου… χωρίς οικογένεια γνωρίζει τις «μεγάλες» πίστες της αθηναϊκής νύχτας τη δεκαετία του ’90, ερωτεύεται τρελά παντρεμένο συνάδελφο μαρκίζας και συγκρούεται με «μέντορα» θρυλικό μπουζουξή που της γράφει τα πρώτα της σουξέ. Διάβολε, θα μάθει ποτέ ποιος είναι ο πατέρας της;

«Βαρέα και ανθυγιεινά», μου λέει μία γνωστή στο αυτί, βγαίνοντας από την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας «Φαντασία». Επί σειρά ημερών, τα σχόλια συναδέλφων για το… κάζο έδιναν κι έπαιρναν! Φυσικά, μην περιμένετε να σας μεταφέρω τι λένε οι κριτικοί κινηματογράφου πίσω από τις πλάτες της διανομής (και ξεκαρδίζονται από τα γέλια), ούτε και να περιμένετε να δείτε παρόμοια σχόλια σε κείμενα κριτικής άλλων Μέσων. Τα έχω πει πολλάκις. «Δύο αστεράκια» κι έξω από την πόρτα, την υγειά μας (και την ησυχία μας) να ‘χουμε. Τώρα, αν για τούτο εδώ εμφανιστούν χειρότερες βαθμολογήσεις αξιολόγησης, βάλε με τον νου σου για τι έργο μιλάμε…

Όπως συμβαίνει με πολλές περιπτώσεις ελληνικών φιλμ που μοιάζουν περισσότερο με… καραμπόλα πολύνεκρη στην Αθηνών – Λαμίας (ας πούμε), έτσι κι εδώ δεν ξέρω από πού να το πιάσω! Ειρωνικά, η «Φαντασία» ξεκινά με ένα flashback τροχαίου ατυχήματος αμαξάρας αοιδού που οδηγεί με την κορούλα της παραδίπλα σε μικρό επαρχιακό, ώσπου συγκρούεται με tractor. Εάν έχετε την «τύχη» να παρακολουθήσετε το φιλμ, θα αρχίσετε να γελάτε από τη στιγμή που θα δείτε σε τι απόσταση έχει ντεραπάρει το αμάξι και πόσο (ακόμη) πιο μακριά έχουν εκτιναχτεί μάνα και κόρη. Η πρώτη ψυχορραγεί, για πατέρα ούτε λόγος, αρκετά χρόνια αργότερα η Φωτεινή βρίσκεται σε σκυλάδικο απροσδιορίστου χαρτογράφησης, εκτός Αθηνών, και ακολουθεί τα χνάρια της μακαρίτισσας της τραγουδιάρας μάνας. Στο νυχτερινό κέντρο εισέρχεται κουστωδία κουστουμάτων, με ηγετική μορφή τον μπουζουξή Βλάση, διότι όπως φαίνεται κάποιοι του «σφύριξαν» ότι στο μαγαζί εμφανίζεται ταλέντο. Εκείνος εγκρίνει, ο «πατέρας» της Φωτεινής (που κάνει κρα ότι δεν πρόκειται για τον πραγματικό της) δίνει τις ευλογίες του κι έτσι η ηρωίδα της ταινίας «κατεβαίνει» Αθήνα για να γίνει αστέρι.

Σε περίπτωση που δεν το έχεις αντιληφθεί, το έργο φλερτάρει με το παραδοσιακό ελληνικό μελόδραμα των πλέον λαϊκών καταβολών, από εκείνα που είχανε και υποπλοκή ή background «παλκοσένικου», ώστε να πέφτει πού και πού κι από ένα άσμα (bonus στη διασκέδαση). Θα ήταν πιο τίμιο ο Αλέξης Καρδαράς να έχει επιλέξει να ακολουθήσει και τη φόρμα εκείνων των ταινιών, ώστε να πετύχει ένα πιο ξεκάθαρο homage και να λατρευτεί η «Φαντασία» σαν ένα camp θέαμα, όμως είναι ολοφάνερο ότι η παραγωγή ενώ «θέλει» να τιμήσει το είδος, το ντρέπεται κιόλας! Έτσι, το φιλμικό αποτέλεσμα είναι ένα πιο «λουσάτο» δράμα αμαρτιών γονέων και (επί του παρόντος) έρωτα βασανισμένου, καθώς η Φωτεινή υποκύπτει στο άγριο κορτάρισμα από παντρεμένο είδωλο των νυχτομάγαζων, τον Νίκο. Να μη σας τα πολυλογώ, ο Βλάσης το ανακαλύπτει, βάζει «πληρωμένη εκδίκηση» (έπος η σκηνή της ανεύρεσης δύο «τομαριών» σε… κουτουκάκι όπου μπορείς να έρθεις σε επαφή με τον «υπόκοσμο»!), τον βρίσκουνε τον Νίκο, τον βαράνε με κάτι ρόπαλα και μένει… σακάτης! Ταυτόχρονα, η Φωτεινή βασανίζεται από το μέγα «μυστικό» της πλοκής (γέλια στο βάθος), διότι ο «πατέρας» που είχαμε γνωρίσει εξαρχής στην επαρχία πεθαίνει και μέσω επιστολής της αποκαλύπτει ότι… δεν ήταν ο αληθινός μπαμπάς της! Αλίμονο, ποιος μπορεί να είναι; (Δεν κερδίζεις κάτι επειδή θα τον έχεις εντοπίσει από το πρώτο ημίωρο του έργου, αλλά λέμε και καμία σαχλαμάρα, να περνάει η ώρα…)

Σκηνοθετικά, η «Φαντασία» (δεν είναι αναφορά στο πάλαι ποτέ νυχτομάγαζο που είχε αφήσει εποχή, πρόκειται περί «καλλιτεχνικού» ενός ντουέτου από το παρελθόν, ολίγον επιλογή «κάψε με» τίτλου, αν ρωτάς κι εμένα…) δεν ακολουθεί το παραδοσιακό στιλ της γραμμικής αφήγησης, διότι μιλάμε και για «δημιουργία», όχι αστεία. Η επιλογή αυτή γυρίζει σαν boomerang επάνω σε κάθε είδους συνοχή της πλοκής, προφανώς, με τη δραματουργία ή το timing και τον τρόπο που γίνονται οι σοβαρές δραματικές αποκαλύψεις να είναι ό,τι πιο αψυχολόγητο έχω δει σε ελληνική ταινία εδώ και χρόνια! Θα σταθώ μονάχα στην εμβόλιμη εμφάνιση «αποδεικτικού» video στοιχείου από το παρελθόν, το οποίο πετάγεται άνευ εξήγησης μέσα στην αφήγηση, παίζει από μόνο του και… η ιστορία συνεχίζει να κυλά κανονικά! Ένας άνθρωπος δεν υπήρξε από την παραγωγή, να σκεφτεί και να βάλει την ηρωίδα να λαμβάνει κάποιο DVD (ή ένα VCD, βρε αδελφέ), να το βάζει να παίξει και (μαζί μ’ εκείνα τα έρμα τα χαρτιά που στέλνει ο ντετέκτιβ… εκτός φακέλου στο breakfast trolley στο ξενοδοχείο!) να μαθαίνει αυτό που… όλοι γνωρίζουμε εδώ και ώρα;

Περί ανασύστασης εποχής, το πράγμα είναι πλέον λυπηρό, να μην είναι ικανή μία ομάδα συντελεστών και παραγωγής να στήσει μία Αθήνα της δεκαετίας του ’90, που το φιλμ θέλει να μας παρουσιάσει σαν τελευταίο δείγμα σπατάλης και άσωτου νυχτερινού βίου, πριν από την έλευση της κρίσης. Με λίγα λόγια… ΠΑΣΟΚ! Η μόνη πετυχημένη αναφορά είναι η σκηνή με το μαγαζί που ανάβει φώτα και το ξενερωμένο πλήθος τραγουδά το κλασικό λαζοπουλικό άσμα για τον Παπαθεμελή. Όλα τα υπόλοιπα βγάζουν μία σκέτη φτωχομπινεδιά που όχι σε μεγάλες λαϊκές φίρμες της νύχτας δεν αρμόζει, αλλά ούτε και σε «δεύτερα» μαγαζάκια πλησίον της Εθνικής δεν έβρισκες τότε! Επίσης, συγγνώμη που έχω μάτι, αλλά ένας άνθρωπος δεν είδε την αυτοκολλητάρα της μπύρας Βεργίνα στην τζαμαρία αριστερά, στη σκηνή του πρώτου «παράνομου» ραντεβού της Φωτεινής με τον Νίκο, να το Google-άρει και να τους πει «Ρε μάγκες, κλείστε λίγο το πλάνο, αυτή η μπύρα βγήκε το 1998…» (αρχές με μέσα της δεκαετίας παίζει η πλοκή)! Sorry κιόλας!

Η πρωτοεμφανιζόμενη Ρένα Μόρφη τραγουδίστρια είναι και σωστά έχει πάρει τον πρώτο ρόλο με αυτήν της την ιδιότητα, όμως δεν έχει κάτσει κανείς να την καθοδηγήσει σκηνοθετικά με σοβαρότητα και αυτό φαίνεται και από το σενάριο, που δίνει ελάχιστες ατάκες στην κεντρική ηρωίδα του έργου, λες και κάποιος έχει απαξιώσει εξαρχής την επιλογή της πρωταγωνίστριας! Στέκει στην πίστα, λέει τα αξιοπρεπή καινούργια τραγούδια που έχουν γραφτεί για την ταινία, αλλά στην υπόλοιπη διάρκεια του φιλμ αλλάζει μερικές πόζες και σε κάποιες στιγμές ανοίγει και το στόμα για μια-δυο κουβέντες «προκάτ». Για τους υπόλοιπους (επαγγελματίες) ηθοποιούς δεν θα ήθελα να πω κάτι, εκτίθενται απλώς.

Η μόνη «Φαντασία» σε τούτη την ταινία είναι αυτή που πρέπει να βάλει ο θεατής για να την αντέξει μέχρι τέλους ή, από ένα σημείο κι έπειτα, ν’ αρχίσει να «τρολάρει» με χιούμορ. Διότι και το χιούμορ θέλει πολύ στοιχειώδεις δόσεις φαντασίας και πνεύμα για να είναι εύστοχο.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ακόμη ένα… Βατερλό του (λεγόμενου) εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, που δείχνει ότι δεν σέβεται ούτε και το πιο λαϊκό κοινό του. Ίσως να στέκει λίγο καλύτερα στην τηλεόραση, ίσως και να αποκτήσει διαστάσεις «cult» αξίας (για τους εντελώς λάθος λόγους) στο μακρινό μέλλον, σαν ατυχής απόπειρα αναβίωσης των ξανθοπουλικών ή των βουρτσικών μελοδραμάτων. Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τι… φανταζόντουσαν ότι κάνουν!


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.