FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΤΩΝ ΣΑΡΓΑΣΣΩΝ (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σύλλας Τζουμέρκας
  • ΚΑΣΤ: Αγγελική Παπούλια, Γιούλα Μπούνταλη, Χρήστος Πασσαλής, Αργύρης Ξάφης, Θανάσης Δόβρης, Λαέρτης Μαλκότσης, Μαρία Φιλίνη, Κρίστιαν Κουλμπίντα, Μιχάλης Κίμωνας, Μιχάλης Μαθιουδάκης, Θάνος Τοκάκης, Λαέρτης Βασιλείου, Κατερίνα Χέλμη, Άλκηστις Πουλοπούλου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS

Πρώην στέλεχος της Αντιτρομοκρατικής βρίσκεται με «δυσμενή» μετάθεση να διοικεί το αστυνομικό τμήμα Μεσολογγίου. Ποτισμένη από το αλκοόλ και το καθημερινό σνιφάρισμα, δεν έχει επαφή με το επαρχιακό κοινωνικό περιβάλλον της, μέχρι τη στιγμή που μία μυστηριώδης αυτοκτονία θα την αναγκάσει ν’ ανοίξει τα μάτια της.

Θεωρώ πως μία κριτική ταινίας, όσο αρνητική κι αν είναι, προτείνει στον δημιουργό της να προσέξει λίγο καλύτερα τα ελαττώματά της, με την (ενδεχόμενη) ελπίδα να μην επαναληφθούν στο μέλλον. Στην Ελλάδα αυτό δεν υφίσταται, κυρίως για δύο λόγους. Σύσσωμη η ελληνική κριτική προστατεύει ή κανακεύει τους ντόπιους σκηνοθέτες (ενίοτε διότι υπάρχουν και προσωπικές γνωριμίες), με αποτέλεσμα όλη αυτή η φιλική διάθεση ή και η… δειλία που καλύπτεται από τον δημοσιοσχετισμό, να παίρνει τη μορφή των «δύο αστεριών» της πλέον απαθούς αξιολόγησης, η οποία συνοδεύεται από ασύμβατα κείμενα του τύπου «ναι μεν αλλά», που «καρφώνουν» χειρότερα τον κριτικό (δεν θα σχολιάσω καθόλου τις περιπτώσεις του άκρατου ενθουσιασμού θετικότητας, που κάνει ζημιά και στις δύο πλευρές). Ο δεύτερος λόγος είναι ακόμη πιο απλός. Ο σκηνοθέτης δεν ακούει κανέναν. Και τα προβλήματα διαιωνίζονται. Όταν, όμως, ο τελικός αποδέκτης, το κοινό, επιφυλάσσει στις περισσότερες ελληνικές ταινίες «δημιουργού» εμπορικές καριέρες που κυμαίνονται από 500 έως 5.000 εισιτήρια συνολικά, ίσως πρέπει (κάποτε!) να γίνουν κατανοητά αυτά που γράφω.

Η περίπτωση του Σύλλα Τζουμέρκα παρουσιάζει χαρακτηριστικό ενδιαφέρον. «Το Θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» μπορεί να αποτελεί την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, όμως ακριβώς εκείνα τα ελαττώματα τα οποία είχα επισημάνει στη δουλειά του εξαρχής παραμένουν ίδια, φανερώνοντας ακόμη βαθύτερες πτυχές τους. Αν στο παρελθόν πίστευα ότι τα σενάρια των φιλμ του δημιουργούν όλα αυτά τα σοβαρά προβλήματα στην αφήγηση, πλέον ξεκαθαρίζει το τοπίο και στο πώς αντιλαμβάνεται το μοντάζ, το οποίο εδώ ούτε τη δραματουργία υποστηρίζει αλλά ούτε και ορίζει τον ρυθμό που θα ακολουθήσει το έργο. Ο δε Τζουμέρκας, ενώ εμφανίζει σαφή ωρίμανση στην οπτική του ματιά, δεν έχει αποφασίσει τι είδους σινεμά θέλει να κάνει. Διότι εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με σαφές κινηματογραφικό genre, εκείνο του αστυνομικού θρίλερ, όμως ο θεατής το παίρνει χαμπάρι αυτό σχεδόν «πλαγίως», στο δεύτερο μέρος της ταινίας!

Το φιλμ ξεκινά με μία πολύ προσεγμένη σεκάνς δράσης, στην οποία η Αντιτρομοκρατική ετοιμάζεται να εισβάλει σε διαμέρισμα υπόπτων. Το γιατί εντός του διαμερίσματος βρίσκεται σε εξέλιξη… παρτούζα «αντιεξουσιαστών», πού ακριβώς αποσκοπεί σημειολογικά αυτή η επιλογή και τι είδους (αστείο, αν ρωτάς κι εμένα) «καθρέφτισμα» κάνει αυτό σε σχέση με την εξέλιξη του έργου, είναι ερωτήματα που μένουν αναπάντητα. Τις ανακρίσεις των συλληφθέντων αναλαμβάνει η Ελισάβετ (Παπούλια), με την υπηρεσία της να την προτρέπει να εγκαταλείψει την υπόθεση γιατί στη «γιάφκα» βρέθηκαν φωτογραφίες της από περίπατους με τον ανήλικο γιο της και μάλλον έχει στοχοποιηθεί (δεν είναι ξεκάθαρο από ποια ακριβώς πλευρά και τι εξυπηρετεί η προτεινόμενη μετάθεσή της εκτός Αθηνών). Λίγα χρόνια αργότερα, η Ελισάβετ ξυπνάει λιώμα στο κρεβάτι με γυμνό άνδρα αγνώστου ταυτότητας (δεν ρωτάμε ποτέ αν βρίσκεται σύζυγος και τι απέγινε…). Ζει με τον γιο της πάντα, όμως το πόστο της σήμερα είναι η διοίκηση του αστυνομικού τμήματος του Μεσολογγίου, γεγονός που δηλώνει την προ ετών υποχώρησή της, κάτι που τη δυσαρεστεί ακόμη, με αποτέλεσμα να έχει μετατραπεί σε μία κινούμενη «βόμβα» οργής και θυμού προς κάθε κατεύθυνση (συναδέλφους και πολίτες), την οποία φιτιλιάζει η σχεδόν ασταμάτητη κατανάλωση αλκοόλ και κόκας.

Παράλληλα, το φιλμ μάς συστήνει τη Ρίτα (Μπούνταλη), μία ντόπια που «σκάει» στην οθόνη ως τσαμπουκαλού μηχανόβια με look που παραπέμπει σε Έλβις. Μέσα σε λίγα λεπτά θα τη δούμε να αλλάζει «στολή» και να εργάζεται υπάκουα σε εργοστάσιο παραγωγής χελιών, για να την ακολουθήσουμε κατόπιν να κάνει… φασίνα σε εκκλησία! Η Ρίτα έχει έναν αδελφό, τον Μανώλη (Πασσαλής), «φίρμα» της επαρχίας σε τελειωμένο σκυλάδικο, που της βάζει φρένο στο όνειρο φυγής, κρατώντας ένα εισιτήριο αεροπορικό που έχει βγάλει εκείνη με προορισμό το… Μαϊάμι.

Η περιγραφή ήδη αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι μιλάμε για σενάριο αρκετά εξεζητημένο και υπερβολικό, το οποίο δεν καταφέρνει να χτίσει σωστά ούτε μία ιστορία, αλλά (ακόμη χειρότερα) ούτε και χαρακτήρες. Η τοπική κοινωνία και οτιδήποτε χρειάζεται ο αφηγηματικός σκελετός για να εξελιχθεί… απουσιάζουν! Το πλέον προφανές παράδειγμα: εάν αφαιρέσεις από το φιλμ τη σκηνή του δείπνου στο σπίτι του Βασίλη (Ξάφης), που νωρίτερα είδαμε γυμνό στο κρεβάτι της Ελισάβετ και πλέον ανακαλύπτουμε ότι είναι παντρεμένος οικογενειάρχης και γνωστός γιατρός στην περιοχή, ολόκληρο το έργο αιωρείται στο κενό! Το σενάριο του Τζουμέρκα και της Μπούνταλη αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες σαν κάτι το «προκατασκευασμένο» και μετατρέπει τον κάθε ρόλο σε ασαφές «κομπαρσιλίκι», από το οποίο είναι σχεδόν θαύμα το πώς επιζεί το καστ (που κάνει εξαιρετικά φιλότιμες προσπάθειες να λειτουργήσει στο όλο μπάχαλο). Από πίσω, το συμβολιστικό δίπολο των δύο γυναικών που πρωταγωνιστούν δεν καταφέρνει να συμπορευθεί αποτελεσματικά σε αυτό το «ταξίδι» φυγής, καθώς το σενάριο δεν τους έχει επιτρέψει όχι να «δεθούν» κάπως αλλά και να έχουν συναντηθεί στοιχειωδώς (σε μία τόσο μικρή κοινωνία), με το όλο εύρημα της ιστορίας, των χελιών που φτάνουν ίσαμε τη θάλασσα των Σαργασσών ώστε να ολοκληρώσουν το νόημα της ύπαρξής τους, να χάνεται κι αυτό στο κενό.

Από τη στιγμή που η υποπλοκή της αυτοκτονίας (που μπορεί να είναι και έγκλημα) μπαίνει στο όλο στόρι, το έργο αποκτά άλλον ρυθμό, χωρίς να ακολουθεί απαραίτητα τους σωστούς ντετεκτιβίστικους κανόνες, αφού εδώ το κινηματογραφικό genre μοιάζει με «εχθρό» της «δημιουργίας»! Η ταινία αγκομαχάει για να προσλάβει το σχήμα ενός puzzle, τα κομμάτια του οποίου πρέπει κάποτε να πάρουν μία μορφή. Αλλά πώς να πάρουν μία συγκεκριμένη μορφή, όταν το σκηνοθετικό όραμα του Τζουμέρκα παραμένει η αφηγηματική αποδόμηση; Και επειδή εδώ μιλάμε για διαλεύκανση υπόθεσης, όπου πρέπει να τηρηθεί μία κάποια κοινή λογική, το σενάριο βγαίνει (ξανά) ο απόλυτος ηττημένος, που καλείται να δικαιολογήσει το «μυστικό» της πόλης με banalité αφέλειας η οποία απαιτεί ένα σύνολο ολοκληρωμένων (ποιος ήρθε;) χαρακτήρων για να δομηθεί σωστά. Αντ’ αυτού, εδώ η λύση του «μυστηρίου» σκάει σαν πυροτέχνημα που σχεδόν διακωμωδεί (με γκροτέσκα σχηματικό τρόπο) το σύμπαν της ταινίας. Μιλώντας περί… κωμωδίας, τα τρία εμβόλιμα στιγμιότυπα… βιβλικού περιεχομένου (!), που εμφανίζονται από το πουθενά, καλύτερο θα ήταν να απουσιάζουν πλήρως, καθώς δεν καταλήγουν σε κάποιο τελικό συμπέρασμα.

Θα ήθελα να πω κάτι παραπάνω για τους ηθοποιούς, που δίνουν τα πάντα για να σταθεί στα πόδια του αυτό το «Θαύμα» (#diplhs), αλλά αδικούνται από τη μη σκιαγράφηση του… τι ακριβώς παίζουν; Τουλάχιστον, θα σταθώ στη γενναία παρουσία της Γιούλας Μπούνταλη, που ουσιαστικά κλέβει την παράσταση διότι της δίνει ένα επιπλέον δραματικό στοιχείο ο ρόλος της, άσχετα από τη λανθάνουσα ροπή προς την «κλάψα» εκφραστικότητας. Η Παπούλια δεν χρειάζεται κάποια επιβεβαίωση, απλά παραείναι έκρυθμη και προκλητική ως συμπεριφορά (ειδικά εν ώρα υπηρεσίας), ώστε να δείχνει ρεαλιστική η παρουσία της σε περιβάλλον επαρχιακής ζωής. Βγήκα μετά το τέλος της προβολής με μονάχα μία λέξη στο μυαλό μου: κρίμα. Και το εννοώ αυτό.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μία μετεξέλιξη του «weird» ρεύματος του ελληνικού σινεμά, που επιχειρεί να κρίνει τις αμαρτίες της κοινωνίας έξω από την Αθήνα, η οποία ζει μέσα στον βούρκο «σιωπηλά», δίχως ευκαιρίες φυγής ή λύτρωσης. Το σχόλιο γίνεται με μάλλον γραφικό και σχηματικό τρόπο, ενώ το φιλμ πάσχει από συντονισμό προσανατολισμού και ταύτισης με… το όποιο κινηματογραφικό είδος. Αρετές στην όψη υπάρχουν, αλλά το σενάριο σαμποτάρει το εγχείρημα. Κυρίως για θεατές που ενδιαφέρονται και παρακολουθούν (σχεδόν από βίτσιο, πια…) την εξέλιξη της ντόπιας παραγωγής.


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.

MINORE

Μυστηριώδη τέρατα εμφανίζονται σε παραθαλάσσιο location του Σαρωνικού κόλπου με εχθρικές και φονικές διαθέσεις. Θα μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν ένα ναυτάκι, μια σερβιτόρα, μια γιαγιά, ένας μποντιμπιλντεράς κι ένα τσούρμο… μπουζουξήδων;