ΤΣΑΪ ΜΕ ΤΙΣ ΚΥΡΙΕΣ (2018)
(TEA WITH THE DAMES)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρότζερ Μισέλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Τέσσερις φίλες, τρεις 84χρονες και μια 89χρονη, συναντιούνται στο σπίτι της μίας εξ αυτών στη βρετανική εξοχή και συζητούν, αναπολούν, γελούν και συγκινούνται. Απλώς, δεν πρόκειται για τέσσερις κοινές ηλικιωμένες, αλλά για τα «χρυσά κορίτσια» της βρετανικής (και παγκόσμιας) υποκριτικής!
Μάγκι Σμιθ, Τζούντι Ντεντς, Αϊλίν Άτκινς και Τζόαν Πλόουραϊτ: όλες ονόματα – θεσμοί της ιστορίας του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης του τελευταίου αιώνα (κι ακόμα παραπέρα). Ηθοποιοί και φίλες με προσωπικούς και καλλιτεχνικούς δεσμούς από τη δεκαετία του 1950, με αμέτρητα βραβεία και κλασικές, αξεπέραστες στιγμές στην υποκριτική τέχνη. Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης Ρότζερ Μισέλ, ηλικιακά «παιδί» μπροστά τους, στα 62 του χρόνια, τις φέρνει μαζί για μια σειρά απολαυστικών συζητήσεων, κάτι που οι τέσσερις Dames (Βρετανικός τιμητικός τίτλος, αντίστοιχος του ανδρικού Ιππότη) κάνουν συχνά ιδιωτικά, όμως για πρώτη φορά μπροστά στην κάμερα.
Για τους λάτρεις της μοντέρνας βρετανικής κουλτούρας, ειδικά των δραματουργικών τεχνών, αυτό το σχετικά «λιτό» ντοκιμαντέρ είναι πραγματική ψυχαγωγία, με την αληθινή σημασία της λέξης, μαζί κι ένα νοσταλγικό ταξίδι σε εποχές και έργα σταθμούς, τα οποία λίγο-πολύ έχουν καλύψει πλήρως οι τέσσερις τούτοι θρύλοι συνολικά. Διαφορετικές ως προσωπικότητες, κι όμως τόσο ταιριαστές μεταξύ τους, που από τα πρώτα λεπτά της συνάντησής τους κατανοείς τις αρκετές δεκαετίες φιλίας τους σε έναν κλάδο που δεν αφήνει συχνά και πολύ χώρο για αληθινές, μακροχρόνιες, στενές προσωπικές σχέσεις. Η Μάγκι Σμιθ και η (σοκαριστικά υποτιμημένη σε βραβεύσεις και φήμη) Αϊλίν Άτκινς είναι οι πιο «κυρίαρχες» προσωπικότητες, γυναίκες που μπήκαν νεαρές αλλά ήδη «μάχιμες» σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον και που ακόμα και σήμερα αποτελούν σύμβολα της δυναμικής γυναίκας που παραμένει αδιανόητα γοητευτική, ακόμη κι όταν την πλησιάζεις με έναν κάποιο… φόβο, με την ειλικρίνεια και την αμεσότητα έστω και μόνο του βλέμματός τους. Παράλληλα, είναι και οι δύο πιο φυσικά αστείες, με αυτό το «ανέκφραστο» (αγγλιστί deadpan) χιούμορ που ξεκαρδίζει αλλά μπορεί ταυτόχρονα να κόβει και σαν ξυράφι. Η Τζούντι Ντεντς είναι η ήρεμη, χαμογελαστή δύναμη, πιο χαμηλότονη από τις άλλες δύο συνομήλικές της αλλά το ίδιο εκφραστική και νεανίζουσα, παρά τα κοινά τους 84 χρόνια. Τέλος, η γηραιότερη (προφανέστερα) της παρέας, η Τζόαν Πλόουραϊτ, ή αλλιώς Βαρόνη Ολίβιε, η χήρα του ίσως σπουδαιότερου ηθοποιού και θεατρανθρώπου της Βρετανίας, Λόρενς Ολίβιε. Η Πλόουραϊτ, στα 89 της, είναι εμφανώς καταβεβλημένη με προβλήματα υγείας και μια κάποια απώλεια ακοής, και η μόνη που έχει αποσυρθεί από την ηθοποιία εδώ και μια δεκαετία, ωστόσο συμμετέχει εγκάρδια και συμπληρώνει το καρέ των θρύλων, καθώς μιλούν για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, τις αναμνήσεις, τα ανέκδοτα αλλά και την καθημερινότητά τους, το πέρασμα του χρόνου και τα προβλήματα που φέρνει, χωρίς ποτέ το κινηματογραφικό αποτέλεσμα να μοιάζει μελαγχολικά «γηριατρικό».
Το όνομα του Ρότζερ Μισέλ στη σκηνοθεσία θα μπορούσε να επιφέρει μια κάποια αρχική ανησυχία, καθώς τα τελευταία χρόνια, πολύ μετά τον θρίαμβο του «Notting Hill» (1999), η φιλμογραφία του είναι γεμάτη με ταινίες που μοιάζουν ακαδημαϊκά «δυσκοίλιες», σαν να τους έχεις ξεριζώσει κάθε μορφής συναίσθημα και χιούμορ (όποιος έχει δει το ανεκδιήγητα αμήχανο «Σαββατοκύριακο στο Hyde Park» θα καταλάβει). Το ευτύχημα εδώ είναι πως η σκηνοθετική του καθοδήγηση μοιάζει απλά διεκπεραιωτική, καθώς αφήνει (και πώς θα μπορούσε να κάνει το αντίθετο, άλλωστε;) τις τέσσερις Dames να πουν και να κάνουν τα δικά τους σε μια σειρά συζητήσεων – κι έχει μάλιστα και το χιούμορ να αφήσει μέσα στο ντοκιμαντέρ στιγμές όπου οι κυρίες τον μαλώνουν ή αψηφούν τις σκηνοθετικές του οδηγίες, κι εμείς φυσικά είμαστε με το μέρος τους, γελώντας! Ιστορίες, γνωστές και μη, για θρυλικές παραστάσεις και διάσημες ταινίες, για έρωτες και επιτυχημένους γάμους (όλες τώρα χήρες, παντρεμένες με συναδέλφους ή/και ανθρώπους του γενικότερου χώρου), για πολιτικό ακτιβισμό και φυλετικές επαναστάσεις (κυρίως στη δεκαετία του 1960), για απόντες φίλους και συνεργάτες, για σοβαρά προβλήματα υγείας αλλά και για πρόσφατες και μελλοντικές δουλειές σε όλα τα υποκριτικά μέσα. Οι τέσσερις κυρίες, αγνοώντας την κάμερα την ώρα των συζητήσεών τους, καταφέρνουν αβίαστα να βάλουν τον θεατή στην παρέα τους και τον προσκαλούν στο τσάι τους, που είναι γεμάτο αφηγηματικούς «θησαυρούς» οι οποίοι πηγάζουν από αυτές τις τόσο πληθωρικές, σεβάσμιες και εντελώς αξιαγάπητες προσωπικότητες – «εθνικούς θησαυρούς» εδώ και τόσες δεκαετίες.
Με τους τίτλους τέλους, το χαμόγελο και η αισιοδοξία υπερνικούν την όποια μελαγχολία. Άλλωστε, στο ένα έτος και βάλε που έχει περάσει από τη βρετανική κυκλοφορία αυτού του ντοκιμαντέρ, οι τρεις ενεργές ηθοποιοί επέστρεψαν ακάθεκτες στο θέατρο και στις οθόνες μας, σαν να μην έχουν περάσει σχεδόν εβδομήντα (!) χρόνια από τότε που πρωτοξεκίνησαν. Και μακάρι να συνεχίσουν για άλλα τόσα, λέμε εμείς…