ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (2017)
(UNDIR TRÉNU)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χάφταϊν Γκούναρ Σίγουρδσον
- ΚΑΣΤ: Στάινθουρ Ρόαρ Στάιινθουρσον, Έντα Μπιοργκβινσντότιρ, Σίγουρδουρ Σιγουργιόνσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 89'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEO FILMS
Με το διαζύγιό του ακόμα νωπό, ο Άτλι αποφασίζει να επιστρέψει στο πατρικό του. Εκεί θα δει πως τα πράγματα είναι κάθε άλλο παρά ειδυλλιακά, με τους γονείς του να βρίσκονται σε διαμάχη με τους γείτονες λόγω της σκιάς του πανέμορφου, γιγαντιαίου δέντρου τους, το οποίο «πατά» στην απέναντι πλευρά.
Στην τρίτη του σκηνοθετική απόπειρα (το ντεμπούτο ήταν το «Á Annan Veg» του 2011, το οποίο αργότερα έκανε remake o Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν ως «Γελαστός Πρίγκηπας»), ο Χάφταϊν Γκούναρ Σίγουρδσον συνεχίζει πάνω στα θεμέλια που ο ίδιος έχει χτίσει στο είδος της μαύρης κωμωδίας, ενασχολούμενος με ένα θέμα ιδιαιτέρως πιασάρικο στο σινεμά των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Ήτοι, το «κρύο αίμα» των ανθρώπινων σχέσεων μεταξύ γειτόνων, τους κοινωνικούς δεσμούς και τις – κωμικοτραγικές – καταστάσεις που μπορεί να προκύψουν. Το αποτέλεσμα είναι αρκούντως ικανοποιητικό, αλλά μάλλον για ιδιαίτερα γούστα.
Ακροβατώντας ανάμεσα στο απόλυτο σουρεάλ, το «ψυχρό», βιτριολικό delivery ατακών, αλλά και την τραγωδία, το «Κάτω από το Δέντρο» είναι ένα εξέχον δείγμα σινεμά, από αυτά στα οποία τελευταία μας έχει συνηθίσει η Ισλανδία (βλέπε «Δεσμοί Αίματος»), μια χώρα που παρότι μικρή το δέμας βρίσκει την ευκαιρία να μας εκπλήσσει σε ένα φάσμα διαφορετικών πεδίων. Ένας από τους λόγους που το φιλμ πετυχαίνει, δεν είναι άλλος από τη σεναριακή του οικονομία και τον τρόπο που χωρά όλα αυτά που θέλει να πει σε 89 κινηματογραφικά λεπτά, μακριά από φεστιβαλικές φανφἀρες. Ο δεύτερος λόγος έγκειται στην εξαιρετικά προσεγμένη διανομή των ηθοποιών (ειδικά του πατέρα Μπάλντβιν). Η κωμωδία (όπως και όλα τα είδη, άλλωστε) χρειάζεται ηθοποιούς κινηματογραφικής παιδείας και όχι καρικατούρες τηλεοπτικής αισθητικής (κλείσιμο ματιού προς την ντόπια παραγωγή).
Αν κάτι μας προβληματίζει, είναι η σχετικότητα μίας τέτοιας ταινίας με το ελληνικό κοινό, μιας κι αν θα έπρεπε να την παρομοιάσουμε (ντε και καλά) με ένα διαφορετικό setting, αυτό θα ήταν τα αμερικανικά suburbs (σαφώς με τελείως διαφορετικό τόνο, πάντα). Βέβαια, από την άλλη, το «έμπειρο» κινηματογραφικά φιλοθέαμον κοινό της χώρας μας έχει αποκτήσει μία κάποια οικειότητα με το βορειοευρωπαϊκό σινεμά και, σίγουρα, θα αποκομίσει θετικό πρόσημο από την ταινία.
Ειδική μνεία πρέπει να κάνουμε στο απροσδόκητο άρωμα Ελλάδας της ταινίας, μιας και η διευθύντρια φωτογραφίας του «Park» της Σοφίας Εξάρχου έχει αυτή την ιδιότητα κι εδώ. Η Μόνικα Λεντσέβσκα αποδεικνύει και πάλι πως αποτελεί μία από τις πιο ταλαντούχες, νέες φωνές του χώρου στην Ευρώπη.