FreeCinema

Follow us

ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ ΓΑΜΟΣ (2018)

(ON CHESIL BEACH)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντόμινικ Κουκ
  • ΚΑΣΤ: Σίρσα Ρόναν, Μπίλι Χάουλ, Έμιλι Γουότσον, Ανν-Μαρί Νταφ, Σάμιουελ Γουέστ, Έιντριαν Σκάρμπορο
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ντόρσετ, Αγγλία, 1962. Ένα νιόπαντρο νεαρό ζευγάρι βρίσκεται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου τους, την πρώτη μέρα του μήνα του μέλιτος. Μια άγαρμπη στιγμή και, εν συνεχεία, κάποια απρόσεκτα, τραυματικά λόγια θα έχουν αναπάντεχα καταλυτικές συνέπειες για το μέλλον τους.

Θα ξεκινήσω το κείμενο με ένα προσωπικό σχόλιο: το βιβλίο «Στην Ακτή» (όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα) στο οποίο βασίζεται η ταινία αποτελεί ένα από τα πλέον λατρεμένα μου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ανακοίνωση και μόνο της κινηματογραφικής μεταφοράς είναι ικανή να φέρει ταυτόχρονα συναισθήματα ενθουσιασμού αλλά και νευρικού σκεπτικισμού ως προς το αποτέλεσμα. Ο κινηματογράφος, φυσικά, είναι μια εντελώς διαφορετική αφηγηματική τέχνη από τη λογοτεχνία και δεν είναι δίκαιο η καλλιτεχνική αξία ενός βιβλίου (πολλές φορές) να συγκρίνεται άμεσα με τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη, με τις συχνά αναρίθμητες συγκρίσεις και τσακωμούς για το τι και πώς έπρεπε να διατηρηθεί στην ταινία όπως ακριβώς υπάρχει στο βιβλίο, να είναι (το λιγότερο) κουραστικές και τελικά ανούσιες. Ωστόσο, υπάρχουν και μερικά βιβλία που είτε είναι δύσκολο, είτε είναι σχεδόν αδύνατον, όχι να μεταφερθούν, αλλά να μεταφραστούν σωστά στην κινηματογραφική γλώσσα. Τα περισσότερα από τα μυθιστορήματα και διηγήματα του Ίαν ΜακΓιούαν ταιριάζουν σε αυτή την εξαίρεση, αλλά κανένα περισσότερο από το «Στην Ακτή». Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο ίδιος ο ΜακΓιούαν ανέλαβε το σενάριο που βασίζεται στο ιδιαιτέρως εσωστρεφές, δραματικό του διήγημα, αποδεικνύοντας πως (πολλές φορές) ούτε καν ο ίδιος ο (κατά τα άλλα) χαρισματικός συγγραφέας δεν καταφέρνει να κάνει σεναριακά θαύματα.

Η κεντρική ιστορία διαδραματίζεται το 1962, τη μεταπολεμική εποχή που, παρά τα πολιτιστικά κινήματα του «Θυμωμένου Νεαρού» και των επερχόμενων Swingin’ Sixties, οι ταξικές διαφορές ήταν ακόμη τεράστιες σε όλα τα επίπεδα. Ο έρωτας των νεαρών Μάρτζορι και Έντουαρντ είναι ακαριαίος και ειλικρινής, παρά την ταξική τους διαφορά: εκείνη προέρχεται από μεσοαστική οικογένεια, εκείνος από καλλιτεχνικής φύσεως μικροαστική, και το εκάστοτε περιβάλλον τους δεν παραβλέπει να τους το υπενθυμίζει (ιδιαίτερα εκείνο της Μάρτζορι). Ο γάμος γίνεται, τα παιδιά πάνε στο παραλιακό Ντόρσετ για τον μήνα του μέλιτος και, από τις πρώτες κιόλας ώρες, η εναλλαγή των συναισθημάτων για την αναπόφευκτη «πρώτη νύχτα» (νευρικότητα, τρακ, σεξουαλική απειρία) θα τους οδηγήσει σταδιακά στις λάθος κινήσεις και λόγια που θα αποβούν μοιραία για την ακόμα ανώριμη σχέση τους. Αυτές οι λιγοστές ώρες στο ξενοδοχείο και μετέπειτα στην ακτή Τσέζιλ αποτελούν τον αφηγηματικό πυρήνα της ταινίας και του βιβλίου, με τον ΜακΓιούαν και τον σκηνοθέτη Ντόμινικ Κουκ να χρησιμοποιούν αφειδώς το τέχνασμα του flashback ώστε να διηγηθούν την ιστορία που τους έφερε μέχρι εδώ, ενώ μετά τη δραματική κορύφωση στην ακτή καταφεύγουν στο flash-forward ανά τις δεκαετίες για να μας δείξουν την πορεία ζωής των δύο πρωταγωνιστών.

Οι λιγοστές σελίδες του βιβλίου περικλείουν τις ανομολόγητες σκέψεις των ηρώων, με την αφήγηση να πηγάζει απευθείας από το μυαλό τους, κυρίως της Μάρτζορι, περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τη συνεσταλμένη συζήτηση λίγο πριν την αδέξια απόπειρα για την πρώτη τους σωματική συνεύρεση και το συναισθηματικό κρεσέντο στην παραλία. Ο συγγραφέας ΜακΓιούαν, όμως, αφήνει τους ήρωές του να μιλήσουν, να περιγράψουν αυτολεξεί την εμπειρία τους. Ο σεναριογράφος ΜακΓιούαν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να δώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερες σκηνοθετικές οδηγίες στον Κουκ, ώστε να αποδοθεί κυρίως οπτικά αυτή η εσωτερική αφήγηση, ενώ αυτή η κεντρική σκηνή διακόπτεται συνεχώς από τα απαραίτητα flashback που θα βάλουν τον θεατή στο γενικό πλαίσιο. Το θετικότερο στοιχείο της ταινίας είναι πως η όλη προσπάθεια είναι επιτυχημένη και η σκηνή είναι σωστά μεταφερμένη στο φιλμ, ενώ η συνέχειά της στην παραλία είναι γεμάτη με την ίδια έντονη συναισθηματική φόρτιση που επιτυγχάνεται και στο βιβλίο, κυρίως λόγω των υπέροχων, ειλικρινών ερμηνειών των δύο νεαρών ηθοποιών, της πάντα εξαιρετικής Σίρσα Ρόναν στον ρόλο της χαρισματικής αλλά και αινιγματικής Μάρτζορι και του δικαίως ανερχόμενου Μπίλι Χάουλ, που υποδύεται τον Έντουαρντ με τη συμπαθή, αγορίστικη ανωριμότητα που τον κάνει ταυτόχρονα αξιολάτρευτο μα και εκνευριστικό. Από εκεί και πέρα, η υπόλοιπη ταινία των flashback και flash-forward δεν καταφέρνει να φτάσει ποτέ το επίπεδο της κεντρικής σκηνής, με περισσότερα αφηγηματικά κλισέ από ό,τι θα ελπίζαμε και, κυρίως, με ένα εξοργιστικά μελοδραματικό φινάλε, με τον ΜακΓιούαν να υποκύπτει στους γλυκερούς κινηματογραφικούς «κανόνες» περί ενός όσο το δυνατόν πιο happy end γίνεται (αν και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να φτάσει πέραν του γλυκόπικρου) – μεγάλη ειρωνεία για έναν λογοτέχνη που φημίζεται για τη λιτότητα της γραφής και την έλλειψη εύκολου, «φτηνού» συναισθηματισμού. Το δύσβατο έργο του ΜακΓιούαν δεν βοηθάει και η υπέρ το δέον ακαδημαϊκή σκηνοθετική δουλειά του Κουκ, ο οποίος αποτελεί κλασικό παράδειγμα έξοχου – και εξέχοντος – θεατρικού σκηνοθέτη που δυσκολεύεται να μεταφέρει το ταλέντο και την εμπειρία του σωστά στη μεγάλη οθόνη. Το γενικότερο αποτέλεσμα καταλήγει αρκετά άνευρο, με μια φανερή ανισορροπία μεταξύ αληθινά εμπνευσμένων και προβλέψιμα διεκπεραιωμένων σκηνών, συχνά περισσότερο τηλεοπτικής παρά κινηματογραφικής αισθητικής.

Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα του κινηματογραφικού «Ανεκπλήρωτου Γάμου» είναι το πόσο περιορισμένα σχετικό είναι στη σημερινή εποχή και με τις νεότερες γενιές. Ως βιβλίο το διαβάζει κανείς σαν ψυχολογική ανάλυση μιας μοιραίας στιγμής, που καθορίζεται από την εμπειρία (ή, εδώ καλύτερα, την απειρία) στο ζην των χαρακτήρων που τη ζουν, μέσα στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο της εκάστοτε πορείας τους. Τι αντίκτυπο και γενικότερο ενδιαφέρον, όμως, μπορεί να έχει στους σημερινούς συνομήλικους ή ακόμα και σε μεγαλύτερους της Μάρτζορι και του Έντουαρντ μια ιστορία για ένα ντροπαλό νεαρό ζευγάρι που περιμένει να ξεπαρθενευτεί τη νύχτα του γάμου του κι έως τότε έχει μόνο σκόρπιες ημι-γνώσεις επί του θέματος, και που αυτή η ημιμάθεια και η ντροπή το φέρνει στα πρόθυρα ενός επίπονου, πρόωρου τέλους (#diplhs); To σύνολο της ταινίας, δυστυχώς, μοιάζει παλιομοδίτικο, και όχι μόνο σε θεματικό επίπεδο, ενώ οι κοινωνικο-πολιτικές εκφάνσεις της μεταπολεμικής Βρετανίας θα περάσουν πάνω από τα κεφάλια όσων δεν κατέχουν καθόλου (και ίσως δεν ενδιαφέρονται να μάθουν) την Ιστορία της.

Μετά την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας, στο περσινό κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Λονδίνου, βρέθηκα σε μια συζήτηση με τον ΜακΓιούαν, και αναπόφευκτα θέλησα να τον ρωτήσω αν είναι εφικτό για όλες τις λογοτεχνικές ιστορίες (όχι μόνο τις δικές του, φυσικά) να γίνουν επιτυχημένες ταινίες. Η κάπως υπεραμυντική και κυνική του απάντηση ήταν: «Αν αγαπάς κάτι, είμαι σίγουρος πως μπορείς, αν έχεις το ταλέντο και κάποιον να σε στηρίξει οικονομικά!». Ως λάτρης του σινεμά και της λογοτεχνίας, και φανατική θαυμάστρια του (συγγραφέα) ΜακΓιούαν, δυστυχώς θα διαφωνήσω, και αυτή η διασκευή μπαίνει στη λίστα με κορυφαία παραδείγματα: κάποια πράγματα απλά δεν τα μεταφέρεις σε άλλο μέσο.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν έχεις διαβάσει και αγαπήσει ήδη το βιβλίο, το πιθανότερο είναι πως θα συμφωνήσεις με τις ενστάσεις περί γλυκερού συναισθηματισμού που βρίσκεται διάσπαρτος στην ταινία αλλά απογειώνεται στο σχεδόν «χολιγουντιανό» φινάλε, αν και στο πιο σημαντικό της μέρος, αυτό της πρώτης νύχτας, αντεπεξέρχεται επιτυχημένα (ίσως αυτό να μετράει περισσότερο από όλα). Πέραν της λογοτεχνικής του πηγής, το φιλμ φαντάζει λίγο άσχετο με την εποχή μας και κυριολεκτικά βλέπεται σαν παλιά ταινία του αυθεντικού free cinema των 60s, οπότε αν είσαι λάτρης του βρετανικού σινεμά και της σχετικής κουλτούρας (ειδικά του 20ου αιώνα), αποτελεί ιδανική επιλογή. Οι λοιποί, μάλλον δεν θα καταλάβετε προς τι ο όλος ντόρος.


MORE REVIEWS

ΑΜΠΙΓΚΕΪΛ

Ασύνδετη ομάδα παρανόμων απάγει ανήλικη μπαλαρίνα, με τη φήμη ότι πρόκειται για την κόρη ζάμπλουτου ο οποίος θα δώσει ασυζητητί το τεράστιο ποσό των λύτρων που θα του ζητηθεί. Η μικρή Άμπιγκεϊλ, όμως, δεν είναι ένα κοινό, απροστάτευτο κοριτσάκι…

ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Σε ένα κοντινό, δυστοπικό μέλλον, η Αμερική σπαράσσεται από τον διχασμό ενός Εμφυλίου που έχει μετατρέψει τη χώρα σε αληθινή ζώνη πολέμου. Καθώς μία ισχυρή φατρία ανταρτών κατευθύνεται προς τον Λευκό Οίκο για να σκοτώσει τον Πρόεδρο, μία φωτορεπόρτερ και η ομάδα συνεργατών της αγωνίζεται να προλάβει να φτάσει στη Γουόσινγκτον πριν να είναι αργά.

DEMON SLAYER: KIMETSU NO YAIBA - HASHIRA TRAINING

Ο Τάνζιρο, ο Γκένια και η Νέζουκο καταδιώκουν έναν δαίμονα Ανώτερης Τάξης στα δάση του Χωριού Ξιφασκίας, με τον πρώτο ν’ αντιμετωπίζει ένα θανάσιμο δίλημμα. Βγαίνει κερδισμένος, αλλά δεν πρόκειται να χαρεί τη νίκη του, μιας και ο Άρχοντας Μούζαν θέλει να εκμεταλλευτεί εκείνη της «μολυσμένης» Νέζουκο έναντι του ήλιου!

MIA AND ME: Η ΤΑΙΝΙΑ

Όταν η Μία επιστρέφει στο παλιό εξοχικό σπίτι της οικογένειας με τον παππού της, η πέτρα στο μαγικό της βραχιόλι φωτίζει ξαφνικά - ένα κάλεσμα για βοήθεια! Μέσω μιας αστραφτερής πύλης, μεταφέρεται στον φανταστικό κόσμο των μονόκερων της Σεντοπίας. Εκεί συναντά τον μονόκερο Στόρμι και τον Ίκο, ένα ξωτικό από το Νησί Λώτους, το οποίο χρειάζεται απεγνωσμένα τη βοήθειά της. Ο Τόξορ, ένας αποκρουστικός κακός που μοιάζει με βατράχι, θέλει να κατακτήσει το νησί με μαύρη μαγεία.

ΜΗ ΜΟΥ ΛΕΣ ΨΕΜΑΤΑ

Διάσημος συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρά του έπειτα από τριανταπέντε χρόνια απουσίας, προκειμένου να παραστεί σε επετειακές εκδηλώσεις. Η τυχαία συνάντηση με τον γιο παλιού συμμαθητή του, ο οποίος υπήρξε ο πρώτος του εφηβικός έρωτας, ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων, αλλά και των συγκρούσεων.