FreeCinema

Follow us

7 ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΕΝΤΕΜΠΕ (2018)

(7 DAYS IN ENTEBBE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζοζέ Παντίλια
  • ΚΑΣΤ: Ντάνιελ Μπρουλ, Ρόζαμουντ Πάικ, Έντι Μαρσάν, Μπεν Σνέτσερ, Λίορ Ασκενάζι, Ντενί Μενοσέ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Η αληθινή ιστορία των επτά ημερών αεροπειρατείας και ομηρείας των επιβατών μιας πτήσης από το Τελ Αβίβ στο Παρίσι από μια ομάδα μαχητών υπέρ των εδαφικών δικαιωμάτων της Παλαιστίνης, το 1976, και το παρασκήνιο των διαπραγματεύσεων για τη λήξη της.

Η πρώτη μεγάλη διεθνής αεροπειρατεία της σύγχρονης εποχής έχει ήδη αποτελέσει υλικό ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικών παραγωγών στο παρελθόν, όμως εδώ γίνεται για πρώτη φορά αντικείμενο μιας φιλόδοξης κινηματογραφικής ταινίας με διεθνές επιτελείο συντελεστών και καστ. Ο Βραζιλιάνος σκηνοθέτης Ζοζέ Παντίλια, με γνωστότερη δουλειά του ως τώρα σε παγκόσμιο επίπεδο το remake του… «RoboCop» το 2014, σκηνοθετεί το σενάριο του Σκωτσέζου Γκρέγκορι Μπερκ, βραβευμένου για το σενάριο του εξαιρετικού «’71», ενώ πρωταγωνιστούν (μεταξύ άλλων) ο Γερμανός Ντάνιελ Μπρουλ, οι Βρετανοί Ρόζαμουντ Πάικ και Έντι Μαρσάν, ο Αμερικανός Μπεν Σνέτζερ και ο Ισραηλινός Λίορ Ασκενάζι, ανάμεσα σε μια ομάδα κυρίως Γάλλων, Γερμανών, Ισραηλινών και Αφρικανών δευτεραγωνιστών και κομπάρσων (με ολίγη από ελληνικά κιόλας, καθώς οι αεροπειρατές επιβιβάστηκαν στην πτήση κατά τη διάρκεια της στάσης της στην Αθήνα). Η πολυεθνικότητα της παραγωγής αντικατοπτρίζει εκείνην της αληθινής ιστορίας, ίσως όμως αποτελεί και έναν από τους λόγους που μια τόσο σοβαρά φιλόδοξη και συνολικά αξιόλογη παραγωγή δεν καταφέρνει να γίνει η σπουδαία ταινία που θα μπορούσε – και αποσκοπούσε – να είναι.

Η αναπάντεχη εναρκτήρια σεκάνς υπόσχεται πολλά: η ομάδα χορευτών Batsheva Dance Company ερμηνεύει την κλασική χορογραφία του καλλιτεχνικού διευθυντή της, Οχάντ Ναχαρίν, «Minus 16», ένας εσκεμμένος αναχρονισμός (η χορογραφία δημιουργήθηκε στη δεκαετία του 1990) που λειτουργεί και συμβολικά αλλά και σαν Χορός (#diplhs), καθώς όχι μόνο ανοίγει εντυπωσιακά την ταινία αλλά επιστρέφει σποραδικά (κατά την διάρκεια της αφήγησης) σαν οιωνός δραματικού κρεσέντο στη βασική ιστορία. Από εκεί και μετά, το φιλμ με σωστές χρωματικές χροιές των 70s προσπαθεί να ισορροπήσει, τόσο αφηγηματικά όσο και στυλιστικά, ανάμεσα στο docudrama (δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με αρκετά πραγματικά αρχειακά πλάνα) και σε ένα αξιοσέβαστο, στιβαρό κινηματογραφικό πολιτικό θρίλερ, χωρίς ωστόσο να πετυχαίνει αυτή την ισορροπία καθ’ όλη τη διάρκειά του. Οι αρχικές σκηνές της αεροπειρατείας και της μετάβασης στο Εντέμπε της Ουγκάντας με τις ευλογίες και την «φιλοξενία» του Ίντι Αμίν, δεν έχουν το παρατεταμένο σασπένς που θα κράταγε τον θεατή στην άκρη της θέσης του, ενώ εκείνες στο μικρό αεροδρόμιο του Εντέμπε, όπου σχεδόν 250 άτομα κρατούνταν όμηροι, δεν επιτυγχάνουν να αποδώσουν αρκετά την κλειστοφοβική, απειλητική ατμόσφαιρα που προφανώς βίωναν τόσο τα θύματα όσο και οι αεροπειρατές. Το κατακερματισμένο χρονικό πλαίσιο της αφηγηματικής δομής ίσως να αποτελεί τον κυριότερο λόγο αυτής της «αποτυχίας» της απόδοσης της σωστής ατμόσφαιρας, καθώς πολλαπλά flashback στη σύλληψη του σχεδίου καθώς και η συνεχής εναλλαγή εστίασης της ιστορίας, από το αεροδρόμιο στα ισραηλινά κυβερνητικά γραφεία και στον σχεδιασμό της στρατιωτικής αποστολής, δεν αφήνουν την δραματοποίηση της αεροπειρατείας να έχει τον άμεσο αντίκτυπο που θα έπρεπε.

Ωστόσο, αν η αφηγηματική δομή πλήττει τη συναισθηματική ένταση, η σπουδή των χαρακτήρων της είναι άκρως ενδιαφέρουσα, αν και άνιση στην αντιπροσώπευσή τους επί οθόνης. Οι δυο βασικοί ήρωες δεν είναι κάποιοι από τους πέντε Παλαιστίνιους, αλλά οι δυο Γερμανοί της ομάδας των αεροπειρατών, και λαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος στην ανάλυσή τους, με διφορούμενη αντιμετώπιση από το σενάριο του Μπερκ: οι ιδεαλιστές μπουρζουά δυτικοευρωπαίοι που ψάχνουν το νόημα του «ακτιβισμού» τους μετά την κατάλυση της οργάνωσης Baader-Meinhof, της οποίας ήταν μέλη, και βρίσκονται σε βαθιά νερά με την αεροπειρατεία, όταν συνειδητοποιούν (αργά) το μέγεθος αλλά και τα πιθανά επακόλουθα του σχεδίου τους, ιδιαίτερα όταν έρχονται αντιμέτωποι με τους αποφασισμένους για όλα συντρόφους τους, τους Παλαιστίνιους της ομάδας. «Θέλω να ρίξω βόμβες στην συνείδηση των μαζών», απαντά σχεδόν μηχανικά ο νεαρός Γερμανός βιβλιοεκδότης (Μπρουλ) στον Παλαιστίνιο συνεργάτη του μια νύχτα, και αμέσως η φράση ακούγεται κούφια έως και γελοία, εν μέσω της κατάστασης στην οποία βρίσκονται αλλά και απέναντι σε έναν άνθρωπο έτοιμο για όλα, που του απαντά σχεδόν με οίκτο: «Εσύ βρίσκεσαι εδώ γιατί μισείς τη χώρα σου. Εγώ βρίσκομαι εδώ γιατί αγαπάω τη δικιά μου». Αυτό το ενοχικό στοιχείο, του στίγματος της Ναζιστικής Γερμανίας, αποτελεί αρκετά εκτεταμένο κομμάτι της σεναριακής ανάλυσης των δύο Γερμανών και ιδιαίτερα του χαρακτήρα του Μπρουλ, ο οποίος υποδύεται με ευαισθησία και εσκεμμένη αφέλεια τον ιδεολόγο αεροπειρατή (ίσως και λίγο πιο «αγιοποιημένο» από όσο έπρεπε). Κι ενώ ο Μπρουλ αποτελεί ιδανική και προφανή επιλογή για τον ρόλο του, δεν μπορούμε παρά να σηκώσουμε φρύδι για εκείνη της Αγγλίδας Ρόζαμουντ Πάικ στον ρόλο της έτερης και πιο αποφασιστικής… Γερμανίδας της ομάδας, αν και η άπταιστη γερμανική της προφορά στους διαλόγους της με τον Μπρουλ και η συνολικά αξιομνημόνευτη ερμηνεία μάλλον της δίνουν γρήγορο συγχωροχάρτι. Δυστυχώς, οι Παλαιστίνιοι σύντροφοί τους παραμένουν σεναριακές «γλάστρες» με μηδενική ανάλυση, με αυτή την κλασική πια θαρρείς ανικανότητα των σεναριογράφων να γράψουν ολοκληρωμένους χαρακτήρες «μειονοτήτων».

Στο μέρος του πολιτικού θρίλερ, με τον αγώνα εξουσίας και υπεροχής μέσα από τις ατέρμονες συζητήσεις και τις αντίθετες απόψεις του ισραηλινού Πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν και του Υπουργού Αμύνης Σιμόν Πέρες, περί διπλωματικού ή μη διαλόγου μεταξύ του Ισραήλ και της Ουγκάντας, και περί διαπραγματεύσεων ή μη με τους αεροπειρατές, η σκηνοθετική καθοδήγηση γίνεται πολύ πιο άνευρη κι εκεί είναι που η ταινία χάνει τον πολυπόθητο ρυθμό της, ενώ το τρίτο και μικρότερο σκέλος της αφήγησης, το στρατιωτικό, είναι εξαρχής τόσο αδύναμο που θα μπορούσε να λείπει πλήρως, πέραν ασφαλώς του τελευταίου κεφαλαίου της ταινίας, με την ολοκλήρωση της αποστολής.

Η ίδια η ταινία παίρνει μια μάλλον μέση, ουδέτερη ιδεολογική οδό, με μια σχεδόν πασιφιστική διάθεση, τονίζοντας τις αρετές της διαπραγμάτευσης ενάντια στον τυφλό δογματισμό, στον δύσκολο και συχνά αιματοβαμμένο δρόμο προς την ειρήνη, για όποιον εδαφικό χώρο και να πρόκειται, ενώ αντιμετωπίζει (πάντοτε διακριτικά) με σεβασμό την ιστορία πολιτικών προσώπων σαν τους Ραμπίν και Πέρες, με κατανόηση στον ενεργό, στρατευμένο αγώνα των Παλαιστινίων και με μια πατροναριστική συμπάθεια στα ιδεολογικά κίνητρα των μεσοαστικών δυτικοευρωπαίων ακτιβιστών. Ωστόσο, δίνει μια υπέρμετρη σημασία στο αισθητικό της στυλιζάρισμα, χάνοντας κάπου την ικανότητά της να τραβήξει τον θεατή στην ουσία της, με αποτέλεσμα να φαντάζει πολύ πιο άψυχη και άρρυθμη από ότι της αξίζει. Ίσως, όπως και οι δυο βασικοί της χαρακτήρες, να ξεκίνησε με τις καλύτερες ιδεολογικές προθέσεις, ένα συμπαγές περιεχόμενο και μια φιλόδοξη αυτοπεποίθηση, όμως τελικά συνειδητοποίησε πως βρέθηκε σε βαθύτερα νερά από ότι αρχικά υπολόγιζε.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Δυνατή, σοβαρή (και όχι απλά σοβαροφανής) παραγωγή που μπορεί μεν να χάνει συχνά τους ρυθμούς της, ωστόσο είναι αρκετά συμπαγής για να κρατήσει το ενδιαφέρον (αν όχι συνεχόμενα το σασπένς) και να προσφέρει κάποιες πρωτότυπες στιγμές. Είτε γνωρίζεις ήδη την αληθινή ιστορία είτε όχι, αν είσαι του πολιτικο-ιστορικού θρίλερ (βλέπε «Μόναχο» και «Πτήση 93»), αποτελεί μια αξιόλογη, αν και μακροπρόθεσμα μάλλον ουχί αξιομνημόνευτη επιλογή.


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!