Ο ΚΑΙΣΑΡΑΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ (2012)
(CESARE DEVE MORIRE)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι
- ΚΑΣΤ: Κόζιμο Ρέγκα, Σαλβατόρε Στριάνο, Τζιοβάνι Αρκούρι, Αντόνιο Φράσκα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 76'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Οι κρατούμενοι φυλακής από την πτέρυγα υψίστης ασφαλείας, στα προάστια της Ρώμης, ετοιμάζονται για το ανέβασμα του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα».
Ακολουθώντας μια αμφιλεγόμενη πορεία μετά το «Χάος» (1984), για να γίνουν σχεδόν άφαντοι – σταδιακά – ως τα zeroes, οι αδελφοί Ταβιάνι προκάλεσαν έναν ξαφνικό ντόρο στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου, κερδίζοντας τη Χρυσή Άρκτο με αυτό εδώ το φιλμ. Η σύνοψη περιγράφει ολόκληρη την ταινία. Τίποτε άλλο δε συμβαίνει εδώ. Για την ακρίβεια, τίποτε κινηματογραφικό δε συμβαίνει εδώ!
Η ιδέα φαντάζει ενδιαφέρουσα και ζουμερή για ένα ντοκιμαντέρ. Ισοβίτες και άλλοι κατάδικοι για διαφόρων τύπων εγκληματικές πράξεις συναντούν την ομορφιά της Τέχνης μέσα από θεατρικές παραστάσεις που στήνουν εντός της φυλακής. Οι Ταβιάνι παρότρυναν τον καλλιτεχνικό διευθυντή του «θιάσου» να δουλέψει μαζί τους το ανέβασμα του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα» και κινηματογράφησαν… κάτι σαν ντοκιμαντέρ, βάζοντας τους κρατούμενους να «υποδύονται» κάθε στάδιο της διαδικασίας, μπερδεύοντας τα «ρεαλιστικά» αυτά πλάνα με ατόφια αποσπάσματα του θεατρικού κειμένου. Με εξαίρεση τη θαυμάσια σκηνή του κάστινγκ, όπου αποκαλύπτονται οι ταυτότητες και οι ποινές των πρωταγωνιστών, το όλο εγχείρημα βουλιάζει από την απουσία του όποιου σεναρίου (το οποίο υπογράφουν με θράσος οι Ταβιάνι), αφήνοντας τον – ελάχιστο – χρόνο διάρκειας του φιλμ να τρέχει στον αυτόματο πιλότο, με σκηνές όπου, απλά, παρακολουθείς το σαιξπηρικό έργο, φυσικά, διαμελισμένο χειρότερα και από το κουφάρι του δολοφονημένου Καίσαρα…
Τι θέλει να πει ο «ποιητής»; Οι Ταβιάνι δεν υπάρχουν σαν πένα, πέρα από ελάχιστες παρατηρήσεις των φυλακισμένων, οι οποίοι αρθρώνουν μια κάποια άποψη περί των σαιξπηρικών ατακών τους, σε μια τεχνητή (;) απόπειρα των δημιουργών του έργου να συναντηθούν με το σήμερα και τον slang λόγο. Αστοχία και εδώ, όμως. Το δήθεν πολιτικό σχόλιο της χρήσης του συγκεκριμένου έργου σε συνάρτηση με το σκηνικό της σημερινής Ιταλίας δεν αγγίζεται με κανέναν τρόπο σεναριακά και ανήκει στο χώρο του… φανταστικού! Τι άλλη ερμηνεία να δώσει κανείς, όταν το μόνο πράγμα που παρακολουθεί επί της οθόνης είναι οι… ερασιτεχνικές ερμηνείες των φυλακισμένων; Όσο κι αν προσπαθεί να τα καλλωπίσει ο φακός του Σιμόνε Ζαμπάνι, με αδυσώπητα δυνατές σκιάσεις και έντονες αντιθέσεις του… απελευθερωτικού λευκού, σε μαυρόασπρο καθ’ όλη τη διάρκεια προετοιμασίας της παράστασης, τα πλάνα των Ταβιάνι διαδέχονται το ένα μετά το άλλο παρέα με την πλήξη και αναπάντητα ερωτηματικά περί της ουσίας του έργου. Κι αν αυτή βρίσκεται στην εξομολογητική φράση ενός από τους πρωταγωνιστές («Από τότε που ανακάλυψα την Τέχνη, αυτό το κελί έχει γίνει πραγματική φυλακή!»), λίγο πριν από το φινάλε, τότε ο σαρκασμός απέναντι στο όλο εγχείρημα αξίζει να γίνει ακόμη πιο σκληρός.
Εκείνοι που φωνασκούν περί αριστουργήματος, καλό θα ήταν να αναζητήσουν το εξαιρετικό και ως γραφή (από το θεατρικό του Πέτερ Βάις) και ως άποψη σκηνοθετική και μεταφορά στην οθόνη (από τον Πίτερ Μπρουκ), «Marat/Sade» (1967), φτωχός συγγενής του οποίου φαντάζει το «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει». Αλλά, εντάξει, εκεί το καστ δεν ήταν… αληθινό.