SOS ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΟΙ (2018)
(THE CON IS ON)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Όουκλι
- ΚΑΣΤ: Ούμα Θέρμαν, Τιμ Ροθ, Άλις Ιβ, Στίβεν Φράι, Σοφία Βεργκάρα, Μάγκι Κιου, Πάρκερ Πόουζι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ζευγάρι απατεώνων Βρετανών ξοδεύει τα λεφτά που προορίζονταν για αδίστακτη gangster για την οποία εργάζεται και καταφεύγει στο Λος Άντζελες με σκοπό να κλέψει ένα πανάκριβο κόσμημα, μήπως και καταφέρει να την ξεχρεώσει.
Ό,τι και να πει κανείς για αυτή την ταινία είναι λίγο. Και όχι με την καλή έννοια. Κατά πρώτον, πρόκειται για παραγωγή του 2015 (με working title το «The Brits are Coming») που, αφού έσπρωχναν την ημερομηνία εξόδου της για χρόνια, ίσως σε μια προσπάθεια να… εξαφανιστεί από τον πλανήτη, αποφάσισαν να τη βγάλουν φέτος σε ορισμένες χώρες – και η Ελλάδα, φυσικά, δεν θα έχανε τέτοια ευκαιρία!
Μα, γιατί τέτοιο μένος και σαρκασμός; Διότι πρόκειται περί αδιανόητης (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) κινηματογραφικής καταστροφής, σε σημείο που κατά τη θέασή της πίστευα πως θα αποκαλυφθεί ως μια πανάκριβη φάρσα! Το σενάριο εκτείνεται από το παιδιάστικο στο απόλυτο χάος, το μοντάζ μάλλον έγινε όταν ο άτυχος επαγγελματίας βρισκόταν υπό ισχυρή επήρεια αλκοόλ ή/και ναρκωτικών, και η σκηνοθεσία του Τζέιμς Όουκλι, ο οποίος χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Τζέιμς Χάσλαμ για να την υπογράψει (!), είναι το λιγότερο ερασιτεχνική. Κάτι που στο μυαλό των συντελεστών μάλλον πρόβαλλε ως μίξη Τζέιμς Μποντ με τις ταινίες της σειράς «Ocean’s» και μια έντονη δόση «καυστικής σάτιρας» (γέλια από το βάθος) κατέληξε να είναι ένα κακοπαιγμένο, κακοσκηνοθετημένο, φτηνιάρικο φιάσκο που, αν έχουν λίγη τσίπα επάνω τους, θα κάνει όλους τους κατά τα άλλα σοβαρούς συντελεστές οι οποίοι συμμετείχαν να ντρέπονται αιωνίως βλέποντάς το στη φιλμογραφία τους.
Και μιλώντας για «κακοπαιγμένο» και τσίπα «σοβαρών» επαγγελματιών, ας πάμε στο καστ, το οποίο πιθανότατα θα είναι και η μόνη αφορμή για ανυποψίαστους θεατές, να πληρώσουν εισιτήριο και να πέσουν στην παγίδα αυτού του ανεκδιήγητου Βατερλό. Παρατηρήστε τα άνωθεν credits, όλους αυτούς τους λαμπερούς stars ή και σεβαστούς ηθοποιούς. Αναρωτιέμαι αν έχουν δει καν την ταινία, αλλά (ακόμα περισσότερο) πώς δεν τα βρόντηξαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, καθώς είναι προφανές πως η «μπουρούχα» βρώμαγε από τότε!
Έχουμε, λοιπόν, τον κατά τα άλλα σπουδαίο Τιμ Ροθ (ο οποίος πιστεύει πως παίζει σε ταινία του Γκάι Ρίτσι), να τρέχει εν τω συνόλω της διάρκειας της ταινίας από bar σε bar, να κατεβάζει ασταμάτητα ποτά και χάπια όλων των ειδών και να πετάει τη λέξη «fucking» σε ανάλογες ποσότητες, ενώ γυναίκες και άνδρες γύρω του τον κοιτούν σαν ξερολούκουμο, σχολιάζοντας πόσο όμορφος και σέξι είναι (ο Τιμ Ροθ!). Δίπλα του, εντωμεταξύ, η θεογκομενάρα Ούμα (η οποία πιστεύει πως παίζει στο «Ocean’s 9» ή κάτι τέτοιο…), με μια περίεργη βρετανική προφορά να σκορπίζει μεγαλόστομα «darling» με την ίδια συχνότητα του «fucking» του Ροθ, περνώντας σχεδόν απαρατήρητη από όλους, αφού είναι διαρκώς απασχολημένοι με τον «Θεό» Ροθ! Να σου και η (επίσης κούκλα) Μάγκι Κιου (η οποία πιστεύει πως παίζει σε πρακτορική ταινία Μποντ), στον ρόλο της αδυσώπητης gangster, η οποία σκοτώνει ανθρώπους με το καλημέρα σας, έτσι, γιατί μπορεί! Και ο Στίβεν Φράι (ο οποίος σίγουρα δεν γνωρίζει πού βρίσκεται), να υποδύεται έναν διεφθαρμένο, παιδόφιλο (!) ιερέα, στην απόλυτη καρικατούρα gay άνδρα η οποία προσβάλλει και τον ίδιο και (εμάς) τους fans (ενός από τους πιο ευφυείς ανθρώπους της εποχής μας). Παίζει και η παράλληλη ιστορία στο Λος Άντζελες, με την Άλις Ιβ (ίσως η μόνη από το καστ που διασώζεται), τον Κρίσπιν Γκλάβερ, τη Σοφία Βεργκάρα και την Πάρκερ Πόουζι, όπου πλέον το σενάριο ξεφεύγει από κάθε λογική και… εκτροχιασμό. Η φιγούρα, δε, της Πόουζι, αυτής της πάλαι ποτέ πολλά υποσχόμενης comedienne, να περιφέρεται υστερικά, να πέφτει με τα μούτρα σε μια τούρτα και να σέρνεται στην γκλαμουράτη σκάλα μιας χολιγουντιανής έπαυλης φορώντας πάντα μια μπανάνα μέσης με στρασαριστή αμερικανική σημαία, είναι ίσως η πιο λυπηρή εικόνα που έχω δει πρόσφατα σε φιλμ, αλλά ταυτόχρονα και η πιο συμβολικά αντιπροσωπευτική τούτης της «κωμωδίας».
Υπάρχουν πολλά ακόμη απίστευτα σημεία που μπορεί να αναφέρει κανείς από αυτή την… εμπειρία, αλλά μάλλον έχετε ήδη καταλάβει περί ποιας κολοσσιαίας αποτυχίας μιλάμε. Δεν συνηθίζω να αποτρέπω το κοινό να δει μια ταινία, καθώς κάθε κινηματογραφική εμπειρία είναι – εν τέλει – υποκειμενική, αλλά στην προκειμένη δεν μπορώ να μην συμβουλεύσω για τους κινδύνους της ψυχικής σας υγείας, ειδικά αν πληρώσετε εισιτήριο σε σινεμά. Πρόκειται περί ντροπής.