FreeCinema

Follow us

Η ΔΙΑΔΟΧΗ (2018)

(HEREDITARY)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα (Τρόμου)
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άρι Άστερ
  • ΚΑΣΤ: Τόνι Κολέτ, Άλεξ Γουλφ, Γκέιμπριελ Μπερν, Μίλι Σαπίρο, Ανν Ντάουντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Μετά την κηδεία της μητέρας της, η Άννι νιώθει πως καταρρέει ψυχολογικά, δεν έχει τη δύναμη να στηρίξει την ίδια της την οικογένεια, πνίγεται από ευθύνες, υποχρεώσεις, deadlines. Η τραγωδία έπεται. Και αυτό που θα τη διαδεχθεί ξεπερνά ακόμη και τις πιο τρομακτικές πτυχές του ανθρώπινου νου.

Ποια είναι η φύση του αληθινού τρόμου; Το σινεμά του είδους επιχειρεί (όταν δεν στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στο box-office) να δώσει απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα τα τελευταία χρόνια, αποφεύγοντας τη φόρμα του genre, οδηγώντας φίλους και μη αυτών των ταινιών σε πειραματισμούς που συχνά εξοργίζουν και διχάζουν. Μερικές φορές, ανάμεσα σε αυτές τις φιλμικές «ακρότητες» (θα προτιμήσω να αποφύγω αναφορές σε συγκεκριμένους τίτλους), μπορεί να προκύψει και μια ταινία σαν τη «Διαδοχή». Η οποία πλασαρίστηκε σαν φιλμ τρόμου. Σχεδόν με τον τρόπο που ο μέσος θεατής περίμενε να δει κάτι τέτοιο και από τη «Μητέρα!» του Ντάρεν Αρονόφσκι πέρσι! Καταλαβαίνεις πού θέλω να το πάω;

Γνωρίζοντας τη φήμη του από το εξωτερικό, αποφεύγοντας να διαβάσω άρθρα ή κριτικές και έχοντας παρακολουθήσει το trailer του, μπήκα να δω αυτό το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Άρι Άστερ με σχετικά μεγάλη προσμονή, θετικά συναισθήματα και ένα «φτιάξιμο» για σοβαρές ανατριχίλες στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας. Βγήκα σχεδόν σοκαρισμένος, ιδιαίτερα προβληματισμένος (από το περιεχόμενο, όχι τις εικόνες της ταινίας), με σκέψεις για πολλαπλές αναγνώσεις του έργου. Υπήρξαν και συνάδελφοι που γέλασαν (κοροϊδευτικά) κατά τη διάρκεια της προβολής και αυτό σίγουρα περιγράφει το πόσο θα διχάσει η «Διαδοχή» στα σινεμά, καθώς και από την αρχή ο Άστερ αφήνει να εννοηθεί ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι μια ταινία τρόμου, άσχετα από τον εν εξελίξει «εκτροχιασμό» του προς εκείνη την κατεύθυνση. Που, όμως, μπορεί και να είναι απλά… υποκειμενική. Γιατί το φιλμ πρωτίστως μεθοδεύει και μπολιάζει μέσα σου το αίσθημα της αμφιβολίας γύρω από τα δραματικά δρώμενά του, προκαλώντας τελικά τον τρόμο (;) υπό μορφή νοσηρών ιδεών και της αβεβαιότητας του θεατή απέναντι στα όρια του ρεαλιστικού. Δεν παραμένει πιστός μέχρι τέλους σε αυτόν τον χειρισμό της αφήγησης ο Άστερ, αλλά αυτό που έχει δημιουργήσει εδώ σίγουρα θα ανταμειφθεί με ένα cult status διαχρονικής αξίας στο κοντινό (κιόλας) μέλλον.

Το κυριολεκτικό σοκ της «Διαδοχής» είναι ενεργειακό. Βλέπουμε την καθημερινότητα μιας οικογένειας, που ενώ θα μπορούσε να αποτελεί δείγμα ανθρώπων της «διπλανής πόρτας», μοιάζει να έχει σχεδιαστεί από τον… Φράνσις Μπέικον! Τα πρόσωπα είναι αινιγματικά, αγριωπά, (δια)ταραγμένα, θλιμμένα, βυθισμένα σε πόνο ανείπωτο, κι ας βιώνουν καταστάσεις που δείχνουν απλές, φυσιολογικές. Η (από φυσικά αίτια) απώλεια της γιαγιάς λες και ξεσκεπάζει τη δυσλειτουργική μη βιωσιμότητα του δεσμού των μελών της, με την αρνητική αύρα που «κρύβει» αυτό το σπίτι να απειλεί να καταστρέψει κάθε απόπειρα σύσφιξης σχέσεων, θεραπείας του όποιου προβλήματος, που μπορεί να βιώνεται μα δεν καταμαρτυρείται ποτέ δημόσια. Που δεν τίθεται σε ένα τραπέζι «διαπραγματεύσεων», ώστε να επέλθει η γαλήνη. Θα το τολμήσει η μάνα, σε μια σκηνή ανθολογίας (ειδικά για την καριέρα της Τόνι Κολέτ, η οποία εδώ παίρνει το βουβό δράμα του μικρού της – και υποψήφιου για Όσκαρ δεύτερου – ρόλου στην «Έκτη Αίσθηση» και το εκτινάσσει με δραματική φόρτιση ισχυρών εντάσεων) που δεν αφήνει περιθώρια για άλλα «ψέματα» ή υπεκφυγές μεταξύ τους. Σε αυτή τη σκηνή δεν χωρούν αμφιβολίες (δικές μας). Και αυτό την κάνει ίσως την πιο ενοχλητική, την πιο δυσκολοχώνευτη του έργου. Την πιο ειλικρινά τρομακτική.

Ο Άστερ (επίσης σεναριογράφος του φιλμ) θα μπορούσε να το πάει… όπου γούσταρε! Υπάρχει υλικό που θα δικαιολογούσε μια εντελώς paranormal εξέλιξη, κάτι το ανεξήγητα εφιαλτικό, «από άλλον κόσμο». Αλλά αυτά είναι πράγματα που γνωρίζουμε από το σινεμά τρόμου. Και επειδή… δεν μιλάμε για μια ταινία τρόμου, στη «Διαδοχή» αποφασίζει να μεταφέρει τον θεατή σε ένα περιβάλλον αστικής οδύνης, ιδωμένης μέσα από έναν «παραμορφωτικό» φακό, που παρακολουθεί χαρακτήρες διόλου θελκτικούς, οι οποίοι μοιάζουν με προσωποποίηση προσώπων που δεν αγαπάς για κανέναν λόγο, αλλά κάποιοι δικοί σου άνθρωποι έχουν ζητήσει να τους περιγράψεις. Κι εσύ το κάνεις με «βαριά καρδιά», φορτώνοντάς τους στην όψη όλη τη συναισθηματική «ασχήμια» που τους χαρακτηρίζει. Υποκειμενικά. Όχι απαραίτητα ρεαλιστικά.

Υπήρξαν στιγμές που σκεφτόμουν «Το Μωρό της Ρόζμαρι» (1968) του Ρομάν Πολάνσκι. Εάν δεν θέλαμε να ταυτιστούμε με την ομώνυμη ηρωίδα και τη «σατανική» πλεκτάνη στην οποία μπλέκει, θα βλέπαμε ποτέ τους γείτονές της σαν πραγματικούς σατανιστές; Θα δεχόμασταν ποτέ την πλοκή εκείνου του φιλμ ως ρεαλιστική; Θα καταλήγαμε στη διαπίστωση ότι, ναι, η κοπέλα αυτή έχει γεννήσει τον «διάδοχο» του Σατανά σε μια υπαρκτή, σύγχρονη μητρόπολη όπως η Νέα Υόρκη; Ή θα ήμασταν περισσότερο καχύποπτοι για τη διανοητική της κατάσταση, την «αυθυποβολή» της ματιάς του σκηνοθέτη σε ένα «ψέμα» το οποίο καλούμαστε να δεχτούμε ως πραγματικότητα; Παρόμοια βήματα ακολουθεί και ο Άστερ εδώ, αφήνοντας υπόνοιες για το ιστορικό διαγνωσμένης τρέλας και σχιζοφρένειας στο γενεαλογικό δέντρο της πλευράς της μητέρας (δηλαδή και της μακαρίτισσας), αναπτύσσοντας σταδιακά ένα νέο μέτωπο στην αφήγηση, το οποίο εστιάζει στο παρελθόν και κάτι που θα μπορούσε να μας ανησυχεί περισσότερο κι από την αμφιβολία για το κατά πόσο τα μέλη της οικογένειας των Γκρέιαμ… είναι στα καλά τους.

Το παιχνίδι για το «κέντρο βάρους» της αληθινά αρνητικής ενέργειας στο σπίτι το στήνει εξαιρετικά ο Άστερ. Η κάμερά του γίνεται μια «κλειδαρότρυπα», μέσα από την οποία θα κρυφοκοιτάμε τα ξεχωριστά μυστικά και την ιδιόρρυθμη αυτονομία της μάνας, του γιου και της μικρότερης κόρης. Το εύρημα με τις μακέτες τις οποίες φτιάχνει η κεντρική ηρωίδα, που ενίοτε οπτικοποιούν στιγμές από την αληθινή ζωή της οικογένειας, δίνει έναν επιπλέον τόνο νοσηρότητας στη «Διαδοχή», με τις… απομιμήσεις στιγμιοτύπων να δείχνουν πιο ζωντανές και από την «κλινικά νεκρή» ζωή των ανθρώπων που κατοικούν όχι σε ένα φανταστικό «κουκλόσπιτο» αλλά σε μια τυπική αμερικανική κατοικία (της Γιούτα, εν προκειμένω).

Λίγο πριν το τέλος, και ενώ μια νέα υποπλοκή έχει φέρει επιπλέον δεδομένα στην επιφάνεια αυτής της… αβέβαιης δράσης του έργου, η «Διαδοχή» ξεσπά σαν πίδακας οργής ενάντια στη λογική τού θεατή, το σχοινί τεντώνει ακραία, η ενόχληση μετατρέπεται σε κάτι πιο δυσάρεστο και ο Άστερ επιλέγει μια κορύφωση η οποία συναντά μια στερεοτυπική έκφραση του τρόμου. Εξακολουθεί να είναι ύπουλος, όμως. Όπως ο Πολάνσκι δεν σου επέτρεπε να δεις τι είναι αυτό που γέννησε η Ρόζμαρι, έτσι και ο δημιουργός της «Διαδοχής» δεν σε αφήνει να πιστέψεις (ή όχι) αυτό που βλέπεις, αφήνοντας ανοιχτή μια δίοδο ερμηνείας του φινάλε προς τη μεριά της πλήρους παράδοσης στη σχιζοφρένεια. Η αλήθεια είναι πως βγαίνεις από αυτή την ταινία με μια αίσθηση πρωτόγνωρης πίεσης στο κεφάλι σου, στο scalp σου. Η πρώτη αντίδραση είναι ένα τεράστιο «Τι στο διάολο είδα;»! Ένα κομμάτι σου είναι μουδιασμένο, σαν να βγήκες από ένα περίεργο είδος «νάρκωσης». Ο ήχος της γλώσσας καθώς «ξεκολλά» από τον ουρανίσκο θα μείνει στη συνείδησή σου σαν κάτι το τρομακτικό, πια. Και ο αληθινός θρήνος θα συνεχίζει να ωριμάζει μέσα σου, καθώς θα γερνάς με τις δικές σου αμφιβολίες για την ύπαρξη, τη διάρκεια της παραμονής σου στο «εδώ», τις φοβίες για τον αν υπάρχει κάποια συνέχεια και ποια είναι η διάσταση αυτής. Ναι, είναι τρομακτικό το δράμα μας. Από όπου κι αν το κοιτάξεις.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Με μια συγκλονιστικά ωμή και άγρια δύναμη, η «Διαδοχή» προτείνει κάτι καινούργιο σαν εμπειρία «είδους» στο σινεμά. Κάθε καινούργιο πράγμα αποτελεί ένα ρίσκο. Μιλάμε για έργο απαιτήσεων, μια κινηματογραφική δοκιμασία που βγαίνει έξω από καλούπια και μπορεί να ενοχλήσει ή και να εκστασιάσει. Απαιτεί ώριμα μυαλά, κοινό γαλουχημένο σε σχεδόν «art-house» δημιουργίες, ανθρώπους ανοιχτούς και διατεθειμένους να βυθιστούν σε ένα σύμπαν ψυχοδράματος, με ενίοτε αρρωστημένα στοιχεία που φλερτάρουν με το genre του τρόμου. Δεν συγκρίνεται εύκολα με ό,τι έχουμε παρακολουθήσει στο σινεμά μέχρι σήμερα. Και αυτό το καθιστά κάτι το σπουδαίο, που ξεπερνά τα όρια του αποδεκτού ή μη. Σαφώς και θα υπάρξει μερίδα θεατών που θα εξαγριωθεί, άλλοι θα σοκαριστούν (ισχυρά), κάποιοι θα το δουν σαν ένα είδος συναισθηματικού «βιασμού». Σε κάθε περίπτωση, το συνιστώ. Γιατί μπορεί να σε ταρακουνήσει. Μέσα σου. Δεν έχω κάτι παραπάνω να πω. Ή και άπειρα ακόμη πράγματα. Ιδιαίτερη μνεία στην ερμηνεία της Τόνι Κολέτ και την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει στο σκηνογραφικό μέρος του φιλμ. Οσκαρικής ποιότητας και τα δύο.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.

ΧΩΡΙΣ ΟΞΥΓΟΝΟ

Στο Μπρούκλιν του 2039, με τη ζωή να έχει σχεδόν εξαφανιστεί εξαιτίας της απώλειας οξυγόνου, μια οικογένεια επιστημόνων έχει βρει τη βιώσιμη λύση να αναπνέει… εντός της οικίας της, για να γίνει στόχος απρόσκλητων επισκεπτών που ή ζητούν τη βοήθειά της για ν’ αναπαράγουν τον τεχνολογικό εξοπλισμό της ή επιδιώκουν να πάρουν τη θέση της.