Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΒΛΑΠΤΕΙ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ (2017)
(KNOCK)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λορέν Λεβί
- ΚΑΣΤ: Ομάρ Σι, Άλεξ Λουτς, Ανά Ζιραρντό, Πασκάλ Ελμπέ, Σαμπίν Αζεμά, Οντρέ Ντανά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Ένας πρώην μικροαπατεώνας αναλαμβάνει χρέη γιατρού σε ένα ειδυλλιακό χωριό στη Γαλλία του ‘50, βασιζόμενος στην ευπιστία και τη σχετική οικονομική ευρωστία των κατοίκων, προκειμένου να βγάλει γρήγορο κέρδος. Το παρελθόν, όμως, δεν θα αργήσει να του χτυπήσει την πόρτα, απειλώντας να βγάλει όλα τα άπλυτά του στη φόρα.
Κινηματογραφική μεταφορά του ομότιτλου θεατρικού του Ζιλ Ρομάν, από το μακρινό 1923, που εδώ επιχειρεί να δώσει μια «μοντερνιστική» διάσταση στο καυστικού κοινωνικοπολιτικού περιεχομένου έργο του Γάλλου συγγραφέα, ποιητή και πεζογράφου, με τη Λορέν Λεβί να αρκείται σε μια επιδερμική προσέγγιση της επαρχιακής ψυχοσύνθεσης της εποχής, που ουδεμία χάρη κάνει στο original υλικό του Ρομέν από το οποίο μοιάζει να απέχει έτη δημιουργικού φωτός. Κρατώντας αποστάσεις από τις έτερες φιλμικές προσαρμογές του 1933 και 1951 (και τις δύο φορές με πρωταγωνιστή τον διάσημο Γάλλο ηθοποιό Λουί Ζουβέ), η Λεβί επιλέγει μια εμφανώς πιο ανάλαφρη και αρκούντως αφελή σεναριακή κατεύθυνση, στερώντας από τη δική της εκδοχή την κωμικοτραγική διάθεση του ίδιου του έργου του Ρομάν, κατά πολλούς μια πανέξυπνη σατιρική καταγραφή των πάγιων τακτικών και πολιτικών που χρησιμοποιούνταν για την επιρροή της κοινής γνώμης την περίοδο λίγο πριν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Το φιλμ ξεκινά με μια πολύ σύντομη σκηνή κατά την οποία γινόμαστε μάρτυρες του light ξυλοφορτώματος του πρωταγωνιστή μας Νοκ (Σι), ο οποίος έχει πλέον στη διάθεσή του 24 ώρες προκειμένου να ξεπληρώσει το χρέος του σε κάτι «καλόπαιδα» του υποκόσμου. Ποτέ δεν μαθαίνουμε κάτι παραπάνω για τη δράση του, και την ακριβώς επόμενη μέρα ο ήρωας μπαρκάρει με ένα κυριλέ πλοίο, εκτελώντας από το πουθενά χρέη γιατρού! Συνειδητοποιώντας πως η ιατρική μπορεί να του αποφέρει καλά λεφτά, ο Νοκ θα σπουδάσει και στη συνέχεια θα πιάσει δουλειά ως γιατρός σε μια μικρή γαλλική πόλη. Βάζοντας σε εφαρμογή την πανουργία και την οξυδέρκεια της πρότερης, απατεωνίστικης ζωής του, ο Νοκ θα διαγνώσει στους κατοίκους πλασματικές ή λιγότερο πλασματικές ασθένειες, εξαναγκάζοντάς τους σε παρατεταμένες φαρμακευτικές αγωγές με απώτερο σκοπό την αύξηση των κερδών τού τοπικού φαρμακείου και κατ’ επέκταση και των δικών του. Προοδευτικά, ο Νοκ θα γίνει φίλος με τους ντόπιους, θα ερωτευτεί την πτωχή πλην τίμια Αντέλ (Ζιραρντό) και θα έρθει και πάλι αντιμέτωπος με τον Λανσκί (Ελμπέ), τον παλιό του εχθρό, ο οποίος θα επιχειρήσει να ξεσκεπάσει μια και καλή το σχέδιό του.
Ας πούμε ότι αποφασίζουμε να κάνουμε τα στραβά μάτια και να δεχτούμε το παράλογο της υπόθεσης ως σύνηθες. Δηλαδή, το γεγονός ότι ένας τυχαίος μαύρος (κρατήστε το αυτό) κακοποιός «περνάει» για γιατρός μέσα στα πρώτα λεπτά της ταινίας, χωρίς καμία κωμική διάθεση γύρω από τις συνθήκες οι οποίες τον οδήγησαν στο να υποδυθεί τον δόκτορα, αλλά με το χιουμοριστικό (το ποιο;) της υπόθεσης να επικεντρώνεται στην καθαυτή ανάληψη των επαγγελματικών του καθηκόντων, με την ιστορία από εκεί και πέρα να αναλώνεται σε χλιαρά αστεία και αμήχανα γκαγκ, με τους επιβεβλημένα βλάχους και αμόρφωτους του χωριού να πέφτουν «θύματα» μιας καλοστημένης απάτης που όμως δεν είναι και τόσο απάτη τελικά. Το «Knock» της Λεβί είναι ένα μπασταρδεμένο remake που θέλει να φέρει στο σήμερα μια ιστορία του ’50 γραμμένη από… τη δεκαετία του ’20, με ένα twist και καλά «μοντερνιάς» που δεν λειτουργεί ποτέ, πολύ απλά γιατί η σκηνοθέτις (την οποία συναντάμε και στην προσαρμογή του σεναρίου) δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει να κάνει. Θέλει να κρατήσει τον σατιρικό τόνο του αρχικού έργου του Ρομάν, θέλει να κάνει μια κωμωδία για το συμπεριφορικό μοτίβο ενός λαού ή μήπως θέλει να θίξει διακριτικά το διαιωνιζόμενο μειονοτικό ζήτημα δίνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν μαύρο ηθοποιό, επιχειρώντας ενδεχομένως μια βαθύτερη και ουσιαστικά καυστική προσέγγιση του προφίλ της τωρινής μέσω της τότε κοινωνίας;
Όπως φαίνεται, δεν κάνει τίποτα από τα παραπάνω, ολοκληρωτικά «χαμένη στη μετάφραση» ενός θεατρικού έργου προορισμένου να βλέπει πιο μπροστά από την εποχή του, εδώ σίγουρα στην πιο αδύναμη κινηματογραφική του εκδοχή, επιμένοντας στη λογική μιας εξιδανικευμένης κοινότητας του παρελθόντος που όχι μόνο υποδέχεται τον «ξένο» με ανοιχτές αγκάλες (έναν ξένο ο οποίος αποτελεί και τον μοναδικό – και δη μαύρο – κακοποιό της ταινίας), αλλά «παρασύρεται» κιόλας από τους ευγενικούς του τρόπους και τη γλυκομίλητη παρουσία του, που γρήγορα τον μετατρέπουν σε μήλον της έριδος για τις… λυσσάρες της περιοχής. Πέρα από το γεγονός πως η όποια δράση του φιλμ περιορίζεται στις αλληλεπιδράσεις του γιατρού με τους κατοίκους σε μια συνολικά σουρεαλιστική αναπαράσταση επιπέδου ροζ τσικλόφουσκας, το αχρείαστο love story του Νοκ μοιάζει εντελώς εκτός τόπου και χρόνου, όπως ακριβώς και η επιστροφή τού σχηματικού κακού του Πασκάλ Ελμπέ, τον οποίο όταν δεις δίπλα στο πληθωρικό παρουσιαστικό ύψους 1,90 του Ομάρ Σι δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς γιατί, τελικά, ο γιατρός δεν του ρίχνει ένα ξεγυρισμένο βρωμόξυλο να τον ξαπλώσει κάτω και… adieu ο κακός!