FreeCinema

Follow us

NINA (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σίνθια Μορτ
  • ΚΑΣΤ: Ζόι Σαλντάνα, Ντέιβιντ Ογέλογουο, Ρόναλντ Γκάτμαν, Μάικ Επς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

«Οδοιπορικό» στη δύση της καριέρας της σπουδαίας Νίνα Σιμόν, στα πιο δύσκολα ίσως χρόνια τής έτσι κι αλλιώς ταραγμένης ζωής της, λίγο πριν την επιστροφή της στην Αμερική.

Καλώς ή κακώς, είναι απροσπέραστη η παραφιλολογία που κουβαλά αυτή η ταινία, αλλά ενδιαφέρουσα αναδρομικά εξαιτίας του προφανούς αντικτύπου της στο τελικό αποτέλεσμα. Πρώτα, πριν καν αρχίσει να γυρίζεται, δέχτηκε περισσότερο ή λιγότερο μαινόμενες επικρίσεις τόσο από το Ίδρυμα της Νίνα Σιμόν, την κόρη της Λίζα, όσο και γενικότερα την αφροαμερικανική κοινότητα, εξαιτίας της επιλογής της Ζόι Σαλντάνα ως πρωταγωνίστριας. Το πρόβλημα όλων ήταν πως η Ζόι δεν ήταν τόσο μαύρη όσο η θρυλική τραγουδοποιός και ακτιβίστρια, με αποτέλεσμα να χαμηλώνει την ένταση αυτού του τόσο σημαντικού στοιχείου που η ίδια η Νίνα αποκαλούσε «ουσιαστική μαυρίλα» (essential blackness).

Κατόπιν, δύο χρόνια πριν από την πρεμιέρα στις ΗΠΑ, η Μορτ κατέθεσε μήνυση εναντίων της εταιρείας παραγωγής για καταπάτηση συμβολαίου. Η σκηνοθέτιδα υποστήριξε πως απομακρύνθηκε από το φιλμ κατά τη διαδικασία του μοντάζ και ότι το τελικό cut ουδεμία σχέση είχε με το αρχικό, δικό της όραμα. Τέλος, όταν πλέον η ταινία είδε το σκοτάδι κάποιων αμερικανικών αιθουσών τον Απρίλιο του 2016, ήρθε αντιμέτωπη με πανταχόθεν κάκιστες κριτικές, οι οποίες την καταδίκασαν οριστικά και αμετάκλητα στην αφάνεια.

Παρακολουθώντας την τώρα, μετά απ’ όλα αυτά, όσο το δυνατόν πιο ψύχραιμα και αντικειμενικά, θεωρώ πως οι μεν βιάστηκαν και είχαν μέχρι ενός βαθμού άδικο, ενώ η δε Μορτ είχε δίκιο να την αποκηρύξει (αν και φέρει ακόμα την υπογραφή της και δεν θα μάθουμε ποτέ κατά πόσο καλύτερο ή χειρότερο ήταν το δικό της cut). Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ασύμμετρο, ανισόρροπο φιλμ, που προσβάλλει τη μνήμη και την κληρονομιά της τεράστιας και πολυτάλαντης Νίνα Σιμόν. Γι’ αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν φταίει η πρωταγωνίστριά του. Κάθε άλλο.

Κατ’ αρχήν, όπως πολύ σωστά το έθεσε πριν δύο χρόνια, επί εποχής #OscarsSoWhite, ο τότε παρουσιαστής της τελετής απονομής των Όσκαρ, Κρις Ροκ, όχι μόνο το χρώμα του δέρματος, αλλά ούτε καν το φύλο ενός ηθοποιού δεν θα έπρεπε να παίζει ρόλο στην επιλογή του για την ερμηνεία ενός χαρακτήρα. Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά του. Να ενσαρκώσει κάποιον άλλο. Και η Σαλντάνα κάνει καταπληκτική και γενναία δουλειά. Αφενός παρά τις στρώσεις make-up στο πρόσωπό της για να αλλάξει όχι μόνο το χρώμα του δέρματος αλλά και την ηλικία της, εκπέμπει όλη την ένταση, το πείσμα και την ορμή τής Νίνα. Κυρίως με το βλέμμα της, πάντα διαπεραστικό και επίμονο, είτε στις καλύτερες, επιβλητικότερες στιγμές της (όταν σταματά το τραγούδι για να απαιτήσει από το κοινό της τον σεβασμό), είτε στις χειρότερες, παραιτημένη στο ποτό και τα σκαμπανεβάσματα της διπολικής διαταραχής της.

Αφετέρου, τολμά να τραγουδήσει η ίδια όλα τα θρυλικά τραγούδια – ύμνους της Σιμόν. Και το κάνει συγκλονιστικά, παρόλο που, ναι, η φωνή της δεν είναι η φωνή εκείνης. Καταθέτει έτσι μια σθεναρή, ολοκληρωμένη ερμηνεία ατελούς πάθους, αποφεύγοντας την παγίδα μιας δεξιοτεχνικής, αβανταδόρικης, τέλειας μίμησης. Ό,τι δηλαδή έκανε η Μαριόν Κοτιγιάρ και κέρδισε το Όσκαρ ως Εντίτ Πιάφ στο «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο», ή η Μέριλ Στριπ το τρίτο της, ως Μάργκαρετ Θάτσερ στη «Σιδηρά Κυρία». Κι αν είναι προφανή τα πώς και γιατί τής σύγκρισης με τη μεν, η σύγκριση με τη δε γίνεται γιατί εκείνη η «Κυρία» ήταν εξίσου κακή ταινία με το «Nina». Απλά, εκείνη είχε τον πανίσχυρο τότε Χάρβεϊ Γουάινστιν να την προμοτάρει, και άφηνε ανεξιχνίαστη, ισοπεδώνοντάς την, μια σημαντική αλλά και σφόδρα αμφιλεγόμενη πολιτικό. Όχι μια τόσο πανταχόθεν σεβαστή, πολυτάλαντη και σπουδαία καλλιτέχνιδα. Που ταυτόχρονα υπήρξε μια από τις πολυτιμότερες προσωπικότητες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων στην Αμερική των 60s. Και γυναίκα. Που καλλιέργησε και επικοινώνησε τα ταλέντα της, παρά την κακοποίηση που υπέστη επανειλημμένα από manager, σύζυγο και τον κόσμο όλο εξαιτίας τού χρώματος του δέρματός της και παρά τον αγώνα της με τη διπολική διαταραχή. Και όλα αυτά… έτη φωτός πριν τα #OscarsSoWhite, #MeToo και #TimeIsUp.

Καμία από τις παραπάνω αλήθειες της Νίνα δεν βρίσκει τον δρόμο της στη μεγάλη οθόνη. Σε μια ταινία που για ανεξήγητους λόγους (ειδικά μετά την επιλογή μιας τόσο νέας ηθοποιού) εστιάζει στα τελευταία χρόνια ζωής της Σιμόν, στην… άφωνη αυτοεξορία της στη Γαλλία, στην παραίτησή της στο ποτό, στα βίαια ξεσπάσματά της και στη σχέση αγάπης – μίσους με τον τελευταίο agent, αλλά και καρδιακό φίλο της, Κλίφτον Χέντερσον. Ίχνη μόνο από τον ακτιβισμό της αναπνέουν φευγαλέα στη ματαίως πολλά υποσχόμενη εναρκτήρια σκηνή και στα σκόρπια flashback μιας τηλεοπτικής συνέντευξης. Παράλληλα, η ταραγμένη σχέση της τόσο με τον σύζυγο και manager της, Άντριου Στρουντ, όσο και με την κόρη της, Λίζα Σιμόν Κέλι, παραμένουν άγνωστος τόπος, με μια μονάχα βιαστική νύξη στην ύπαρξή τους. Κι όλα αυτά σε μια ατάκτως… μονταρισμένη ταινία, που θυμίζει περισσότερο πετσοκομμένη, τηλεοπτική σαπουνόπερα, πάρα κινηματογραφικό, βιογραφικό δράμα.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Η ταινία με το πανελλήνιο ρεκόρ αναβολών στον προγραμματισμό της βρήκε επιτέλους τον δρόμο για τα σινεμά. Από το 2016! (Γιατί;) Η Ζόι Σαλντάνα ίσα που λάμπει ως διαμάντι μέσα στη λάσπη. Από μόνη της, όμως, δεν αρκεί για να υπομείνεις αυτό το ανοσιούργημα. Αναζήτησε καλύτερα το εξαιρετικό και υποψήφιο για Όσκαρ ντοκιμαντέρ της Λιζ Γκάρμπους «What Happened, Miss Simone?».


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.

MINORE

Μυστηριώδη τέρατα εμφανίζονται σε παραθαλάσσιο location του Σαρωνικού κόλπου με εχθρικές και φονικές διαθέσεις. Θα μπορέσουν να τα αντιμετωπίσουν ένα ναυτάκι, μια σερβιτόρα, μια γιαγιά, ένας μποντιμπιλντεράς κι ένα τσούρμο… μπουζουξήδων;