THELMA (2017)
- ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιόαχιμ Τρίερ
- ΚΑΣΤ: Άιλι Χάρμποου, Κάγια Γουίλκινς, Χένρικ Ράφαελσεν, Έλεν Ντόριτ Πέτερσεν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Κόντρα στις επιθυμίες των σφόδρα θρησκόληπτων χριστιανών γονιών της, η ντροπαλή, ήσυχη και εσωστρεφής Τέλμα ακολουθεί το όνειρο των σπουδών βιολογίας μακριά τους, στο Πανεπιστήμιο του Όσλο. Όπου γνωρίζει και ερωτεύεται τη συμφοιτήτριά της Άνια, κι αρχίζει να εκδηλώνει ακραίες ψυχοσωματικές (ίσως και μεταφυσικές) κρίσεις.
«Γιατί δεν θα έπρεπε να είμαστε αναγκασμένοι να το κάνουμε», ήταν η αποστομωτική απάντηση της Mystique στην εύλογη ερώτηση του Nightcrawler «Αφού μπορείς, γιατί δεν μένεις μεταμφιεσμένη για πάντα, ώστε να μοιάζεις με όλους τους άλλους;». Στο κομικόθεν «X–Men 2» (2003), αυτός ο διάλογος, 15 χρόνια πίσω, στην (μακράν) καλύτερη ταινία του συγκεκριμένου franchise. Που, αν και δεν της φαίνεται, μοιράζεται σημαντικό ποσοστό του DNA της με αυτό το ήσυχο, αφαιρετικό, ριζωμένο στην πραγματικότητα ψυχολογικό / μεταφυσικό θρίλερ ή, απλά, σκοτεινό παραμύθι για μεγάλα παιδιά.
Αν και οι ικανότητες της Τέλμα αργούν να γίνουν συνειδητές τόσο στην ίδια όσο και σε εμάς εκτός οθόνης, ο φόβος που προκαλούν, η παντελής έλλειψη προσπάθειας κατανόησής τους και ο εξωγενής εξαναγκασμός καταπίεσής τους υπονοούνται από την πρώτη κιόλας σκηνή, όταν (πίσω από την πλάτη της) ο πατέρας της στρέφει το κυνηγετικό όπλο του εναντίον της. Η Τέλμα δεν έμαθε ποτέ να αγαπάει τη διαφορετικότητα, όχι μόνο των άλλων, αλλά ούτε καν τη δική της. Ο πατέρας της είναι σίγουρος: «Η Άνια δεν σε αγάπησε ποτέ. Φταίνε οι δυνάμεις σου». Που, όμως, δεν είναι δυνατόν να της ανήκουν. Στα επεισόδιά της, όπως λέει και η ρίζα της αγγλικής λέξης (seizure) γι’ αυτά, κάτι αρπάζει (seizes) την κοπέλα. «Έχεις κάτι μέσα σου, το οποίο, όταν βρήκες τον Θεό από πολύ μικρή ηλικία, πιστέψαμε ότι σιώπησε για πάντα», επιμένει ο μπαμπάς. Έτσι, μεγαλωμένη στην επαρχία, λίγο πολύ απομονωμένη από τα εγκόσμια, σε ένα βαθιά συντηρητικό περιβάλλον, όπου η γυναίκα μπορεί να είναι μόνο μάνα (και δη παρθένα) ή μάγισσα (και δη πόρνη), η Τέλμα βιώνει την – ω, τι τρόμος! – ομοφυλόφιλη αισθηματική και σεξουαλική της αφύπνιση ως την απόλυτη, προπατορική αμαρτία. Όχι τυχαία, ο Τρίερ γεμίζει τα οράματα κατά τη διάρκεια των κρίσεών της με φίδια που την πολιορκούν ανελέητα.
Το αποτέλεσμα είναι οι καταπιεσμένες κι ανεξερεύνητες δυνάμεις της να εκρήγνυνται ανεξήγητες, ανεξέλεγκτες και άκρως επικίνδυνες για τους γύρω της. Πανικόβλητη, η Τέλμα αρνείται τη βοήθεια των γιατρών της και επιλέγει την επιστροφή στην παραπλανητική ασφάλεια του πατρικού σπιτιού, της προσευχής και της ασκητικής ζωής. Όπου δεν μπορεί παρά να φταίει. Μόνο αυτή. Για όλα. Ακόμα και γι’ αυτό το «κάτι» κακό μέσα της, που ούτε της ανήκει, ούτε μπόρεσε (όπως όφειλε) να φιμώσει και να κρύψει. Έχοντας, όμως, την εμπειρία της αληθινής, μπερδεμένης, γκρίζας ζωής εκεί έξω (του Πανεπιστημίου, των σπουδών, των ενδελεχών κι άνευ προκατάληψης ιατρικών εξετάσεων, της φοιτητικής ζωής που τολμά πειραματισμούς και αφήνεται αμαχητί σε σφόδρα ερωτικά σκιρτήματα), σε συνδυασμό με τη γνώση τού τι ακριβώς συνέβη στη γιαγιά της, αρχίζει πλέον να αμφιβάλλει για τις πατροπαράδοτες διδαχές του αρσενικού κηδεμόνα της.
Αντίθετα με αυτόν, δεν είναι πια σίγουρη για τίποτα. Κι όταν σε μια από τις κρίσεις της κάψει τις αμαρτίες τού παρελθόντος που δεν της ανήκουν (για να το θέσω χωρίς spoilers) και ξερνά ως νεκραναστημένο, μαύρο, μικρό πουλί το (άγιο) πνεύμα (;) που αναγκάστηκε να καταπιεί, συνειδητοποιεί επιτέλους τον εαυτό και τις δυνάμεις της, το σκοτάδι και το φως τους. Παύει να φοβάται και αναλαμβάνει την ευθύνη τους. Συγχωρεί τη μητέρα και τον εαυτό της. Αποδέχεται ό,τι της ανήκει. Αγαπά και αγαπιέται. Και από ψηλά, από τον ουρανό, εκεί όπου η Μπες έκανε τις καμπάνες να χτυπήσουν, η Τέλμα μοιάζει με όλους τους άλλους. Ταιριαστή, όχι αναγκασμένη να κρύβεται, πια.