Ο ΗΛΙΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ (2018)
(MIDNIGHT SUN)
- ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Δραμεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σκοτ Σπιρ
- ΚΑΣΤ: Μπέλα Θορν, Πάτρικ Σουορτσενέγκερ, Ρομπ Ριγκλ, Κουίν Σέπαρντ, Νίκoλας Κουμπ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Έφηβη κοπέλα, που πάσχει από σοβαρή ανίατη ασθένεια η οποία δεν της επιτρέπει την έκθεση στον ήλιο, ερωτεύεται με νεαρό που δεν έχει ιδέα για την κατάστασή της. Ως εκ τούτου βλέπονται αποκλειστικά και μόνον τα βράδια. Μπορεί άραγε η αγάπη τους να νικήσει το σκοτάδι που τους περιβάλλει;
Επιμένει σταθερά το Χόλιγουντ στις αισθηματικές κομεντί που στοχεύουν σε ένα αμιγώς εφηβικό κοινό, καθώς αντιλαμβάνεται πως υπάρχει κάτι τέτοιο στην Αμερική, ικανό να τις υποστηρίξει (domestic, έστω). Δεν σκίζουν όλες τους στα ταμεία, βέβαια, αλλά για το όποιο αποτυχημένο «Κάθε Μέρα Μια Άλλη Μέρα» (που είδαμε προ ολίγων εβδομάδων), υπάρχουν κάποιες «Χάρτινες Πόλεις» (2015) για να φέρουν το πράγμα στα ίσα του και ακόμα παραπάνω. Μία στις τόσες, δε, εμφανίζεται από το πουθενά κι ένα «Λάθος Αστέρι» (2014) που δεν προλαβαίνει να κόβει εισιτήρια, ανανεώνοντας διαρκώς το ενδιαφέρον για το είδος.
Στη χώρα μας, αντιθέτως, είναι αποδεδειγμένο χρόνια τώρα πως ανάλογο κοινό δεν υπάρχει, με αποτέλεσμα όσο επιτυχημένη εισπρακτικά ή καλλιτεχνικά (εάν δεχτούμε πως τίθεται τέτοιο ζητούμενο από τους «πελάτες» του genre) και να είναι μια σχετική ταινία, εδώ αντιμετωπίζεται με τον ίδιο τρόπο πάνω-κάτω, καταλήγοντας σε μια μάλλον… άπατη καριέρα. Υπό αυτό το πρίσμα, η έξοδος στις ντόπιες αίθουσες ετούτης της διασκευής σε ένα γιαπωνέζικο crowd-pleaser είναι μάλλον ακατανόητη, καθώς στερείται του παραμικρού που θα μπορούσε να σπρώξει τον νεαρόκοσμο να πληρώσει για να τη δει (από την άλλη, ίσως περιμένει καρτερικά να φτάσει η ώρα της μετάδοσής της στη μεσημβρινή τηλεοπτική ζώνη του Σαββατοκύριακου…).
Η Κέιτι είναι όμορφη, παίζει την κιθάρα που της άφησε κληρονομιά η αγαπημένη της μητέρα, γράφοντας μάλιστα η ίδια τα δικά της τραγούδια που τα προβάρει συχνά πυκνά δίπλα στις ράγες του σταθμού των τρένων, στο μικρό προάστιο του Σιάτλ όπου ζει. Έχει μεγαλώσει μονάχη με τον πατέρα της, ο οποίος έχει φροντίσει για την κατ’ οίκον μόρφωσή της, καθώς η δερματική της ασθένεια δεν αφήνει περιθώρια για την παραμικρή έκθεσή της στις ακτίνες του ηλίου. Είναι κρυφά ερωτευμένη από μικρή με τον συνομήλικό της Τσάρλι, τον οποίο παρακολουθεί καθημερινά από το κλειστό τζάμι του δωματίου της να πηγαίνει στο σχολείο, ελπίζοντας πως θα έρθει κάποτε «εκείνη» η μέρα. Ή μάλλον πιο σωστά… η νύχτα, αφού η Κέιτι μόνο τότε μπορεί να βγει με ασφάλεια από το σπίτι της. Η στιγμή αυτή έρχεται με χαρακτηριστική άνεση στον γραφικό σιδηροδρομικό σταθμό, όπου η Κέιτι βγάζει τραγουδιστά τα εσώψυχά της. Εκείνη διστάζει να αποκαλύψει στον Τσάρλι οτιδήποτε αφορά την υγεία της, βάζοντας έτσι από νωρίς ένα πολύ μεγάλο εμπόδιο στο κεραυνοβόλο αίσθημά τους, αφήνοντας τη δύναμη της αγάπης να οδηγήσει τη μοίρα της (αχ!).
Γίνεται ευκόλως αντιληπτό πως «Ο Ήλιος του Μεσονυχτίου» κινείται στη θεματική του εκ των προτέρων καταδικασμένου έρωτα, όπως αυτός τέθηκε από το προαναφερθέν «Λάθος Αστέρι». Η διαφορά εδώ είναι το εύρημα της αποφυγής της ηλιακής ακτινοβολίας εξαιτίας της ανίατης ασθένειας (που με τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται φέρνει στον νου… βαμπιρικές ταινίες, με πρώτη και καλύτερη την «Άγρια Νύχτα» του 1987), χωρίς να υπάρχει ουδεμία περαιτέρω σχέση ασφαλώς, πλην κάποιων αθώων παιδικών πειραγμάτων προς το πρόσωπο της Κέιτι.
Πρόκειται, άλλωστε, για ένα τυπικό, νερόβραστο εφηβικό ρομάντζο το οποίο βρίθει εναλλαγών από γλυκό σε πικρό, με τους τρόπους που ο καθείς μπορεί να φανταστεί. Ο προστατευτικός αλλά δίκαιος μπαμπάς, η θύμηση της μαμάς με συγκινητικά flashback, η ψαγμένη κολλητή με τις χρυσές συμβουλές, τα άτακτα ξενύχτια και ούτω καθεξής. Ενδιαφέρον κάπως το γεγονός πως ο πατέρας ασχολείται με τη φωτογραφία, περνώντας ώρες στον σκοτεινό θάλαμο, όπως συμβαίνει με την κόρη του σε όλη της τη ζωή, αλλά τι να το κάνεις; Το ανίατο πρόβλημα υγείας της Κέιτι περνά μέσα από όλα αυτά εντελώς ξώφαλτσα, αφού η ίδια δείχνει να σφύζει από υγεία χωρίς να προβληματίζεται ουσιαστικά για κάτι πέραν του Τσάρλι. Η εν λόγω «σκληρή ασθένεια» αντιμετωπίζεται στο πολύ χαλαρό με ολίγη χλωμάδα στο make-up και ανάλογο lipstick, αφού το «καταραμένο» κάργα ερωτευμένο ζεύγος είναι σταθερά πανέμορφο σε όλη τη διάρκεια του ειδυλλίου του, υπενθυμίζοντάς μας (με έναν τρόπο που φλερτάρει με την παρωδία!) πως εδώ ο κράχτης είναι η αγνή αθώα αγάπη και όχι ο θάνατος. Τουλάχιστον η Μπέλα Θορν έχει τσαχπινιά και άνεση, έστω κάνοντας συχνά το φιλμ να μοιάζει με διαφημιστικό ενός επερχόμενου δίσκου της (παράλληλα με την υποκριτική ακολουθεί και καριέρα στο πεντάγραμμο), σε αντίθεση με τον υιό Σουορτσενέγκερ που προσπαθεί να κρύψει την ανεπάρκειά του πίσω από ένα μονίμως ξύλινο χαμόγελο.