PACIFIC RIM: ΕΞΕΓΕΡΣΗ (2018)
(PACIFIC RIM UPRISING)
- ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σ. ΝτεΝάιτ
- ΚΑΣΤ: Τζον Μπογιέγκα, Σκοτ Ίστγουντ, Κάιλι Σπέινι, Μπερν Γκόρμαν, Τσάρλι Ντέι, Τιαν Τζινγκ, Ρίνκο Κικούτσι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Ο γιος του ήρωα – πιλότου των Jaeger που θυσιάστηκε για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, υποχρεώνεται να αναλάβει χρέη εκπαιδευτή για νέους πιλότους των γιγάντιων ρομποτοειδών, έτσι ώστε ο πλανήτης να είναι πανέτοιμος σε περίπτωση που το ρήγμα ανοίξει ξανά και τα Kaiju επιστρέψουν με ολέθριες διαθέσεις.
Λοιπόν, εδώ έχουμε ένα πολύ ενδιαφέρον παράδειγμα για τη σημασία της σκηνοθετικής υπογραφής. Το πρώτο «Pacific Rim» (2013) του Γκιγέρμο ντελ Τόρο ήταν ένα πρωτότυπο μείγμα φανταστικού όπως το έχουμε μάθει από τα τεράστια τέρατα του ιαπωνικού σινεμά, σε συνδυασμό με δυτικόφερτα στοιχεία μελλοντολογικού hi-tech. Το αποτέλεσμα γέννησε μια απίστευτη φαντασμαγορία που όμοιά της δεν θυμάμαι να απολαύσαμε στο παρελθόν και οι ελπίδες της ύπαρξης ενός sequel εδώ ήταν γόνιμες. Ατυχώς, αυτή η οπτική ταυτότητα που έφερε ο ντελ Τόρο στο έργο προ ετών, αντικαθίσταται εδώ από έναν σκηνοθέτη… στουντιακής «παραγγελιάς». Για την ακρίβεια, από έναν παραγωγό, σεναριογράφο και ενίοτε σκηνοθέτη τηλεοπτικών σειρών, ο οποίος κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο πίσω από τις κάμερες με το «Pacific Rim Uprising». Προφανώς, ο Στίβεν Σ. ΝτεΝάιτ όχι μόνο αδυνατεί να ανακυκλώσει (έστω) ό,τι είχαμε αγαπήσει το 2013, αλλά πατά και πάνω σε μια ιστορία που αργεί να αναπτυχθεί ώστε ν’ ακολουθήσει τα χνάρια του προηγούμενου φιλμ, καταλήγοντας να δίνει την αίσθηση ενός sequel του franchise των… «Transformers»!
Ας το κάνουμε λιανά. Σε τούτο το «Uprising», τα εχθρικά και πελώρια Kaiju αργούν υπερβολικά να εμφανιστούν στο σενάριο, αφήνοντας τα ρομποτοειδή Jaeger να γίνονται οι αποκλειστικοί πρωταγωνιστές διαφόρων υπο-πλοκών, με κυριότερη εκείνη μιας κινέζικης τεχνολογικής αυτοκρατορίας η οποία σχεδιάζει την επόμενη γενιά αυτών των μηχανοκίνητων «στρατιωτών», δίχως την ανάγκη ανθρώπων που θα βρίσκονται στο εσωτερικό τους ώστε να τα πιλοτάρουν.
Η εισαγωγή, για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο πλανήτης χρόνια μετά το κλείσιμο του ρήγματος, με τη λαθρεμπορία τμημάτων και ανταλλακτικών των Jaeger να είναι η κορυφαία παράνομη επιχείρηση του δυτικού πολιτισμού, παρουσιάζει ενδιαφέρον, αν και η αισθητική γραμμή του ντελ Τόρο σίγουρα απουσιάζει από το κάδρο. Χωρίς την ύπαρξη μιας εμφανούς απειλής στην ατμόσφαιρα, ούτε καν τις αρχές της δημιουργίας ανάλογου σασπένς γι’ αυτά που πρόκειται να ακολουθήσουν, τα Jaeger «παίζουν» δίχως αντίπαλο δέος στο terrain, σπαταλώντας ωφέλιμο χρόνο σε μικροσυγκρούσεις ή ένα ανεξήγητο επεισόδιο στην Αυστραλία, με ένα ανεξέλεγκτο ρομποτοειδές που πλήττει ένα παγκόσμιο συνέδριο. Συνολικά, τα πάντα σε κάνουν να πιστεύεις ότι βλέπεις ένα νέο «Transformers»! Με τη διαφορά ότι τούτα εδώ δεν έχουν «ανθρωπόμορφο» παρουσιαστικό, ούτε και μεταλλάσσονται παιχνιδιάρικα, σαν εκείνους τους μακρινούς τους «συγγενείς» της Hasbro. Αλήθεια, πώς το έλεγαν το έργο που παρακολουθούμε;
Ο σαματάς προστίθεται σταδιακά, με κτήρια που κατεδαφίζονται, ρουκέτες που βαράνε ολούθε, αλλά… χωρίς τα Kaiju η ιστορία δεν περπατάει. Μαθαίνουμε, τουλάχιστον, κάποιους χαρακτήρες που πρωτοσυστήνονται εδώ, ξαναβρίσκουμε μερικά γνωστά πρόσωπα, θρηνούμε άλλα (διότι πρέπει να υπάρχουν και οι δραματικές κορυφώσεις…). Όταν έρθει, επιτέλους, η στιγμή να καταλάβουμε ότι η επιστροφή των τεράτων πλησιάζει και υποψιαζόμαστε ήδη την εμπλοκή ανθρώπινου νου σε αυτό το καταστροφικό σχέδιο των Kaiju, αυτό το καινούργιο «Pacific Rim» αποκτά αναλαμπές από την ψυχαγωγία του πρώτου φιλμ, αλλά πάντοτε είναι αισθητή η «απρόσωπη» εκτέλεση της παραγωγής από έναν άνθρωπο ο οποίος (αυτο)αποκαλείται σκηνοθέτης, όμως σίγουρα δεν έχει καμία επαφή με το δημιουργικό όραμα ενός ντελ Τόρο (ούτε καν ενός Μάικλ Μπέι, εδώ που τα λέμε!). Ούτε μαγική οπτική δύναμη, ούτε νοσηρή «προστυχιά» ως επικάλυψη, ούτε και χιούμορ με διάθεση αυτο-σαρκαστική.
Το τελευταίο μέρος της ταινίας λειτουργεί σαν ένα αλλόκοτο κράμα από «Pacific Rim» και… «The Brain from Planet Arous» (1957), δίπλα σε τέρατα που μπερδεύουν τα κορμιά τους με τα Jaeger. Αν αυτές οι ιδέες ήταν πιο καλοδουλεμένες και σεναριακά και αισθητικά, και εξελίσσονταν από νωρίς, πιθανότατα να μιλούσαμε για ένα φιλμ το οποίο μπορεί να αγαπούσε μέχρι και… ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Εντός του «αυτόματου πιλότου» μιας μεγάλης στουντιακής παραγωγής, όμως, τούτο το sequel μας διδάσκει πως ακόμη και στο genre τού (τυποποιημένου, δυστυχώς) φανταστικού, ένας σκηνοθέτης μπορεί να κάνει τη διαφορά. Αρκεί να είναι παρών…